''Πρόσεχε πού πας.'' Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν***

''Πρόσεχε πού πας.'' Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν*** Facebook Twitter
1

''Πρόσεχε πού πας.'' Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν, είχε σχεδόν ουρλιάξει για ένα στραβοπάτημα και για τον καφέ της που ήταν πλέον πάνω και τα βιβλία της. ''Εντάξει, συγνώμη, ηρέμησε, θα σου πάρω άλλον.'' Δε γύρισε καν να τον κοιτάξει, έβγαλε μια ακατανόητη κραυγή απόγνωσης κι έφυγε.


Δεν ήταν ο καφές ή τα βιβλία. Ήταν 10 το πρωί είχε ήδη αποτύχει στην σημαντικότερη και δυσκολότερη εργασία, είχε ταπεινωθεί από τον καθηγητή και ήταν πλέον επίσημο ότι 4 χρόνια εκεί ήταν αόρατη κι η μόνη κοινωνική της επαφή ήταν ηλίθιοι που έπεφταν πάνω της στις σκάλες κι η μέρα όμως είχε ακόμα 14 ώρες για να γίνει χειρότερη. Τέλεια.


''Η έλλειψη αυτογνωσίας και η υπερβολική αυτοπεποίθηση σας, συνάδελφε, σας οδηγούν σε αδυναμία σωστής διαχείρισης του χρόνου και του τρόπου μελέτης σας. Δεν είμαστε φτιαγμένοι όλοι για όλα, ευτυχώς ακόμα μπορείτε να αλλάξετε το μάθημα. Ή να ξαναπροσπαθήσετε.'' Ίσως τα λόγια του να στριφογυρίζουν για πάντα ή ο σαρκαστικός του τόνος ποτέ το ''ας ξαναπροσπαθήσετε'' δεν είχε αποθαρρύνει τόσο πολύ κάποιον. Ήταν πιο κοντά από ποτέ στο να τα παρατήσει όλα να τρέξει, να κάνει κάτι ή και τίποτα, να πάρει τη ζωή της στα χέρια της και να διεκδικήσει αυτά που αξίζουν ή απλά να κουλουριαστεί στον καναπέ με τα ρούχα μυρίζοντας τη κανέλα του καφέ που βρισκόταν στο πουλόβερ της. Σκέφτηκε για λίγο τον τύπο στις σκάλες και μετά τον καθηγητή, '' είναι ανασφάλεια ηλίθιε, όχι υπερβολική αυτοπεποίθηση,'' τώρα μπορούσε να κοιμηθεί για πάντα και να μη πάει τίποτα άλλο στραβά.

Το μόνο που τη φρίκαρε ήταν το χαμόγελό του. Ο τύπος με το καλαμάκι φαινόταν τόσο σοβαρός. Ο Χρήστος φαινόταν τόσο σοβαρός και με τόσο ενδιαφέρουσα ζωή που δεν του επέτρεπε ποτέ να είναι στην ώρα του.


Την επόμενη μέρα, ή μετά από τρεις ή πέντε μέρες, δεν ήξερε πόσο καιρό ήταν μέσα σε εκείνο το σπίτι, αποφάσισε να βγει έξω και να κατακτήσει αυτά που της αναλογούσαν ή να παρακολουθήσει το μάθημά του ώστε να καταφέρει να τα αξίζει ή κάτι τέτοιο. Δε σκεφτόταν δεν ήξερε τι ήθελε απλά περπάταγε προς τη σχολή.


''Εύα, όλα καλά; Συγνώμη για τις προάλλες.''


Γύρισε και τον είδε να της μιλάει. Μα καλά πως τον λένε, τόσο καιρό κάθεται και τον χαζεύει και δε ξέρει ούτε το όνομα του; Ήταν ο πάντα αργοπορημένος τύπος που έμπαινε με θράσος μασώντας το καλαμάκι του περιμένοντας επίπληξη αντί για καλημέρα. Μα πώς τον λένε; Ούτε καν ότι ήταν σ'αυτό το μάθημα δεν είχε προσέξει.


''Εμ, ναι μια χαρά.''


''Συγνώμη και πάλι για τον καφέ. Ορίστε.''


''Τι είναι αυτό;''


''Καπουτσίνο. Σκέτο.''


''Ποιος είσαι και γιατί ξέρεις το όνομά μου και τι καφέ πίνω;''


''Είμαι ο Χρήστος είμαστε μαζί από το πρώτο έτος και μη φρικάρεις, μάλλον είμαι καλός στο να μαντεύω.''


Το μόνο που τη φρίκαρε ήταν το χαμόγελό του. Ο τύπος με το καλαμάκι φαινόταν τόσο σοβαρός. Ο Χρήστος φαινόταν τόσο σοβαρός και με τόσο ενδιαφέρουσα ζωή που δεν του επέτρεπε ποτέ να είναι στην ώρα του.


''Λοιπόν Χρήστο θα με βοηθήσεις με την εργασία;''


Δε πίστευε καν ότι βρήκε το θάρρος να το πει αυτό. Είχε πειστεί ότι είναι αντικοινωνική κι αντιπαθητική και ότι το καλύτερο που μπορούσε να κάνει στους γύρω της ήταν να τους αγνοεί, όπως αυτοί εκείνη. Και ζητούσε και βοήθεια; Από κάποιον άλλον εκτός από τον εαυτό της; Μάλλον δεν ήθελε να ξαναπάει ποτέ στο μάθημα μία ώρα νωρίτερα προσποιούμενη ότι μπερδεύτηκε ενώ απλά δεν άντεχε να βλέπει τους τοίχους στους οποίους ήταν κλεισμένη για μέρες εξαφανισμένη από τον κόσμο, τους φίλους, τη ζωή της.


''Τα πάντα για τη περίεργη κοκκινομάλλα που είδα από τη πρώτη μέρα στη σχολή και μετά εξαφανιζόταν. Δε θα σε ψάχνω στις σκάλες να σου ρίξω τυχαία καφέ έτσι;''


''Μπα. Λέω να μείνω για λίγο.''


Κι έμεινε. Για πολύ. Ζωντανή.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια