ΘΕΣ/ΝΙΚΗ

Παραμύθι on acid

Παραμύθι on acid Facebook Twitter
Οι πολίτες του βασιλείου τον ζητωκραύγαζαν, αλλά αυτός αηδίαζε. Η εσωτερική του πίκρα, βλέπεις, λόγω του ανεκπλήρωτού του έρωτα, είχε ως αποτέλεσμα ένα λανθάνοντα μισανθρωπισμό
0

Αμέτρητα ερωτηματικά πλανιόνταν στον αέρα. Κουτιά συμπλιστικά, με αέρα ίντριγκας και μυστηρίου, λόγω του άγνωστου περιεχομένου. Μπορεί κάθε φορά που χτυπούσε ένα από αυτά να μελάνιαζε ολοένα και περισσότερο τη γροθιά του, αλλά ήλπιζε σε ένα γρήγορο φιξ.

Και τι φιξ;

Μανιτάρια που κυλούν στο πάτωμα, λουλούδια που εναλλάσουν χρώματα, ανθρωπόμορφα χοροπηδηχτά αστέρια. Κάθε ένα έχει τα highs και τα lows του. Τα μανιτάρια τον έκαναν μεγαλομανή, τόσο που δε χωρούσε να περάσει από τα σκοτεινά, στενόχωρα στενά. Τα λουλούδια τον έκαναν να παίζει τη φωτιά στα δάχτυλα του, αλλά πώς αυτά τα ίδια ακροδάχτυλα θα άγγιζαν το πρόσωπο της πριγκίπισσας, χωρίς να το κάνουν στάχτη; Και τα αστέρια του έδιναν μια προσωρινή αθανασία, αλλά του έπαιρναν το μυαλό, κάνοντάς τον απρόσεχτο και θύμα των -δίχως πάτων- χασμάτων.

Αλλά μη τον αδικήσω. Σίγουρα, είχε τα "σκοτεινά του σημεία", ωστόσο ήταν αυτό που πολλοί αποκαλούν "ήρωας". Κάλλιστα θα μπορούσε να συνεχίσει την καθημερινή και δίχως ρίσκα ρουτίνα. Ήταν πολύ εύκολο να πάει στη δουλειά του, να φτιάξει τους σωλήνες των πελατών με τον κάβουρά του και όταν έβγαινε το μεροκάματο, να γυρίσει πίσω στον -ομολογουμένως αργόστροφο- αδερφό του, καταλήγοντας μπροστά στον καθρέφτη να χτενίζει τη μουστάκα του.

Όχι, δεν ήταν αυτός ο τύπος. Είχε ιδανικά για τα οποία θα μαχόταν με κάθε ρανίδα του αίματός του. Καλά ίσως και να υπερβάλλω, και απλά να ήταν η κλασσική περίπτωση που ο άντρας φέρεται καλά σε μια γυναίκα με την οποία οραματίζεται ένα μέλλον.

Γίνομαι πιο συγκεκριμένος.

Βλέπεις, ηρωισμός δεν είναι να πετάς το τομάρι σου μπροστά από κάθε κίνδυνο, προκειμένου να μετατραπείς σε μάρτυρας. Αυτό είναι deathwish. Ηρωισμός είναι να φοβάσαι και να αντιμετωπίζεις τον κίνδυνο σε πείσμα αυτού του φόβου.

Όταν λοιπόν, αυτός ο άθλιος τύπος, αυτό το εμετικό τερατόμορφο μίασμα με σώμα δράκου, καβούκι χελώνας, και τεράστια καρφιά κατά μήκος και των δύο, απήγαγε τη πριγκίπισσα, ήταν προσωπικό.

Το ότι ξερνούσε φωτιές το είπα;

Βλέπεις, από παλιά κρατούσε το μονομερές του ειδύλλιο με τη ροζ πριγκίπισσα. Έρωτας αστείρευτος, αγιάτρευτος, θυσιασμένος στα οδοφράγματα της friendzone. Μολαταύτα, έκανε τον εγωισμό του πικρό χάπι και τον κατάπιε. Η φιλία είναι περισσότερο από το τίποτα, έτσι έλεγε κάθε βράδυ στον εαυτό του πριν κοιμηθεί.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το φρικιό απήγαγε το αντικείμενο του πόθου του. Πόσες φορές στο παρελθόν είχε βγει νικητής είτε πατώντας στο κεφάλι του, είτε κόβοντας τις γέφυρες πάνω στις οποίες πατούσε;

Και η αμοιβή του; Ένα κέικ.

Βλέπεις, στη χώρα του friendzone οι ψευδαισθήσεις φύτρωναν παντού στο χώμα ως αγριόχορτα, καταπνίγοντας κάθε νέα σοδειά αυτοπεποιήθησης και leave-it-all-behind ιδέας. Έτσι, έτρωγε το μουσκεμένο με δάκρυα κέικ του, πασπαλισμένο με γλάσο ξεφτίλας και ξεγελούσε τον εαυτό του, γίνοντας ολοένα και περισσότερο χοντρός.

Για ακόμη μια φορά, λοιπόν, άφησε σπίτι τον μικρό, καθυστερημένο του αδερφό και βγήκε για σώσει την πριγκίπισσα. Οι πολίτες του βασιλείου τον ζητωκραύγαζαν, αλλά αυτός αηδίαζε. Η εσωτερική του πίκρα, βλέπεις, λόγω του ανεκπλήρωτού του έρωτα, είχε ως αποτέλεσμα ένα λανθάνοντα μισανθρωπισμό. Όταν οι άλλοι έβλεπαν ένα φυσιολογικό άτομο, αυτός έβλεπε βδελύγματα με κεφάλια μανιταριών, πολύχρωμα δεινοσαυράκια και άλλα τέτοια ωραία πλασματάκια. Βούτυρο και μέλι στο ψωμί κάθε Eldritch και Cthulu θιασώτη.

Μόλις βγήκε εκτός των τειχών, οι προηγούμενες μάχες που είχε δώσει του ήρθαν στο μυαλό ως flashback. Εξάλλου ήταν κάτι που είχε κάνει κάτι τόσες πολλές φορές, που είχε ξεχάσει την παλιά ήσυχη ζωή του, όπου ο μεγαλύτερος εχθρός του ήταν ένας σωλήνας που επέμενε να τρέχει, ή μια βουλωμένη λεκάνη. Αυτή λοιπόν, η προηγούμενη του γνώση και εμπειρία ήταν το μεγάλο του ατού, καθώς τον καθιστούσε ικανότατο στην υπέρβαση των δυσκολιών της αποστολής του, και -για να πω την αμαρτία μου- μου δίνει την ευκολία να μην αφηγηθώ το όλο χρονικό των μαχών, καθώς αρχίζω να βαριέμαι που γράφω τόση ώρα το παρόν.

Να τος, λοιπόν. Ακόμη μια φορά στη φωλιά του Κακού. Μέσα σε ένα κάστρο που αψηφά τους νόμους του χρόνου, του χώρου και των υπόλοιπων δεδομένων. Είναι η κορύφωση όπου το δίκαιο συναντά το άδικο. Τα πάντα σωπαίνουν, η αδρεναλίνη του ξεχύνεται, η καρδιά του έτοιμη να σπάσει και τα μηλίγγια του ταμπούρλο.

Στο αντίπερα άκρο της γέφυρας αυτής που τόσες πολλές φορές έχει διαβεί, στέκεται το ίδιο μισητό τερατόμορφο πρόσωπο. Λίγο πιο πίσω η ροζ πριγκήπισσα στέκεται όρθια, ακίνητη, με τα χέρια της σταυρωμένα από την αγωνία και τα αψεγάδιαστα άσπρα γάντια.

Ας αρχίσει το νταβαντούρι.

Και αυτή τη στιγμή είναι που γεννιέται ο ήρωας, που λέγαμε και πιο πριν. Μπροστά του βρίσκεται η προσωποποίηση του κακού, αλλά ατσάλι η θελησή του. Και νά σου ο χελωνοδράκος να ξερνάει παντού φλόγες, και να χοροπηδάει λες και είναι αλλεργικός στο πάτωμα, ενώ ο ήρωας μας αποφεύγει τις μπάλες φωτιάς ωσάν τον Neo, με bullet effect και όλο το πακέτο. Μια μάχη κουραστική, επική, πολύωρη.

Αλλά η εμπειρία του, τεράστια. Δε βιάζεται, καραδοκεί τη στιγμή που θα χτυπήσει. Έτσι, με μια δρασκελιά ελίσσεται κάτω από τον εχθρό και αρπάζει το τσεκούρι, αλλά δε κόβει ακόμη το μοναδικό στήριγμα της γέφυρας. Γιατί; Τι περιμένει;

Τη μοναδική ευχαρίστησή του από αυτή τη ζωή. Το αρχέγονο και πρωτόγονο συναίσθημα της νίκης, της πάταξης του αντιπάλου. Περιμένει τον δράκο να γυρίσει. Τα βλέμματά τους συναντιούνται. Ω, ξέρεις πολύ καλά τη μοίρα σου δράκε.

Αφού πήρε, αυτό που ήθελε, κόβει το σχοινί κι εκείνος πέφτει στη φλεγόμενη θάλασσα, δίχως να βγάλει καμία άχνα και κατά τη διάρκεια της όλης πτώσης τον κοιτάζει στα μάτια.

Εδώ είναι το σημείο που πέφτουν τα γράμματα, η πριγκήπισσα περιχαρής τον αγκαλιάζει και του δίνει το πιο παθιασμένο φιλί και στη συνέχεια επιστρέφουν στο βασίλειο, όπου ο λαός, τους δέχεται μετά βροχής λουλουδιών, παντρεύονται, κάνουν 2 σκασμένα και βασιλεύουν δίκαια μέχρι το τέλος της υπέροχής τους ζωής, όπου αγκαλιασμένοι μέχρι τελευταίας στιγμής, εξομολογούνται αμφότερα τον δίχως όρια έρωτά τους.

Ε; Ε; Ε;

Στο περίπου.

Βλέπεις, το έχει ζήσει -όπως είπαμε- το παραμύθι πολλάκις, μα το friendzone illusion μάχεται με νύχια και με δόντια να παραμείνει ριζωμένο στο μυαλό του. Οι ουλές στο πρόσωπο και το σώμα του, εξάλλου, μαρτυρούν τη πλούσια εμπειρία του. Με αργόσυρτα βήματα, λοιπόν, απομακρύνεται από το χάσμα και τη πλησιάζει.

-Γεια.


-Ήρωά μου! Ήρωά μου! Σε ευχαριστώ που με έσωσες, δε ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα.

Την πλησιάζει ακόμα περισσότερο και οι βαλβίδες τις καρδιάς του κοντεύουν να ανατιναχτούν. Λες αυτή τη φορά να βγει αληθινό το παραμύθι; Κοιτάζονται στα μάτια, τα πνευμόνια του λυσσομανάνε από την έλλειψη οξυγόνου. Πλησιάζει κι άλλο.

Τι βλέπει στα μάτια της;

Αυτό που έβλεπε πάντα. Το απέραντο κενό, αυτό το χάος που τον κυνηγάει, τον χλευάζει και τον τυραννά τόσα χρόνια τώρα. ΜΑ, ΝΑ! Να που αυτή αρχίζει να σαλεύει. Με το ένα χέρι της πιάνει τη χούφτα του, ενώ με το άλλο, γυμνό πλέον από το λευκό, αψεγάδιαστο γάντι, ψάχνει κάτι στο φόρεμά της. Βγάζει και του δίνει ένα κέικ.

Το μυαλό του παθαίνει ένα black-out και το βλέμμα του γίνεται όσο κενό ήταν και αυτής. Στο μυαλό του παίζουν χιλιοειδωμένες σκηνές, κραυγές αγωνίας, κακόφωνες σειρήνες και ξεκουρδισμένα βιολιά.

"Σε παρακαλώ θεέ μου, όχι!"

Ώπα, μισό! Cut! Hold the presses να 'ουμ'! Epiphany time!

Τι είναι αυτή η απερίγραπτη ηρεμία; Τι είδους είναι αυτή η ολιστική επίγνωση; Που πήγαν τα τείχη; Πώς διαλύθηκε η ομίχλη;

Το βλέμμα του γεμίζει και οι κόρες των ματιών του εστιάζουν. Η καρδιά του χτυπάει κανονικά και τα μηλίγγια του ηρεμούν. Ω, γλυκιά αίσθηση! Με το άγριο από τις κακουχίες χέρι του, πιάνει αποφασιστικά το ντελικάτο χέρι της πριγκίπισσας, λερώνοντας και μπιμπικιάζοντας το λευκό της γάντι. Την φέρνει μπροστά από τη λίμνη φωτιάς και την κερνάει λίγο από το ολοκαίνουριο του βλέμμα. Στη συνέχεια, της ρίχνει μια κλωτσιά στο αιδοίο φωνάζοντας "Πάρτα μωρή, πάρτα", και παίρνει το δρόμο του γυρισμού, ενώ αυτή ουρλιάζει πέφτοντας στη λάβα και κουνώντας ανεξέλεγκτα τα χέρια της και τα πόδια της.

Να τος έξω από τα τείχη του βασιλείου, λοιπόν. Οι πύλες ανοίγουν, οι κάτοικοι όλοι συγκεντρωμένοι, παραταγμένοι δεξιά και αριστερά από τον δρόμο, με λουλούδια στα χέρια ζητωκραυγάζουν. Μα τι είναι αυτό; Κάτι πάει στραβά. Είναι μόνος; Ξαφνικά επικρατεί νεκρική σιγή και ακινησία, ενώ αυτός προχωρά, παρελαύνοντας αμίλητος προς το σπίτι του.

Κλείνει την πόρτα, χαϊδεύει στο κεφάλι τον αδερφό του, του σκουπίζει τα σάλια και πέφτει για ύπνο.

0

ΘΕΣ/ΝΙΚΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ