Αν αναλογιστεί κανείς τι πρέπει να αλλάξει σε αυτήν τη κοινωνία και προς τα που να κινηθεί η πολιτική ηγεσία που θα οδηγήσει τον τόπο αυτό σε ένα καλύτερο αύριο, πιστέψτε με άκρη δεν θα βγάλετε. Βλέπετε τα προβλήματα είναι τόσο βαθιά ριζωμένα μέσα μας που πλέον δεν τα βλέπουμε, ή καλύτερα δεν τα αναγνωρίζουμε. Αφορμή αυτό του συλλογισμού δεν είναι μόνο τα τελευταία γεγονότα της επικαιρότητας αλλά και μία ταινία που είδα πρόσφατα και μιλάει ακριβώς για αυτά. Η ταινία στην οποία απευθύνομαι είναι ο ''Μαχαιροβγάλτης'' (2010) του Γιάννη Οικονομίδη, σε σενάριο δικό του και του Δώρη Αυγερινόπουλου.
Η ταινία αυτή αναφέρεται σε έναν άνθρωπο το Νίκο (Στάθης Σταμουλακάτος), ο οποίος μετά τον θάνατο του πατέρα του πάει να μείνει και να εργαστεί στο σπίτι του θείου του (Βαγγέλης Μουρίκης) και της γυναίκας του θείου του (Μαρία Καλλιμάνη). Με την γυναίκα του θείου του αναπτύσσεται μία ερωτική σχέση που θα αλλάξει όλες τις ισορροπίες.
Ο Νίκος, λοιπόν, ξεκινάει από την Πτολεμαΐδα και κατεβαίνει στην Αθήνα. Η κατάβαση από την επαρχία στο μεγάλο αστικό κέντρο που του υπόσχεται μία δουλειά και ένα σπίτι. Αυτό είναι ένα από τα πολλά θέματα που θίγει η ταινία, καθώς επίσης και η απάθεια τόσο προς τον συνάνθρωπο όσο και προς τον εαυτό μας, ο παραγκωνισμός των οικογενειακών σχέσεων και των ανθρώπινων συναισθημάτων. Ο καθένας, βέβαια, από την δικιά του σκοπιά μπορεί να προσθέσει και άλλα, αλλά και να αφαιρέσει κάποια.
Δεν θα μιλήσω, όμως, για την ταινία αυτή καθαυτή, παρόλο που είναι μία εξαιρετική παραγωγή και άρτια εκτελεσμένη σε όλα τα επίπεδα, αλλά για τον καθρέφτη που κρατάει χωρίς φόβο και δισταγμό απέναντι σε μία κοινωνία που αρνείται να δει τον εαυτό της. Τι και αν οι καιροί το επιβάλλουν; Τι και αν οι πολιτικοί δεν μας γεμίζουν; Η κοινωνία δεν θα αλλάξει αν εμείς οι ίδιοι δεν κοιταχτούμε στον μεταφορικό καθρέφτη και δούμε το τέρας!
Ο θείος του Νίκου καλείται να παίξει το ρόλο του τέρατος που, σε μία συγκλονιστική σκηνή προς το τέλος, απομακρύνεται και η απομάκρυνση αυτή παραλληλίζεται με το βγάλσιμο ενός δοντιού. Ο Νίκος είναι ο κάθε ένας από μας που κάθεται αδρανής και αμέτοχος σε ότι συμβαίνει στον τόπο τούτο και η θεία, σαν μία άλλη σειρήνα, είναι ο πειρασμός, το πάθος αν θέλετε, που θα δώσει την ώθηση ώστε να δράσει ο Νίκος για να επιφέρει την αλλαγή.
Στα τρία αυτά πρόσωπα έρχεται και προστίθεται ένα τέταρτο που είναι η εικόνα. Τα πλάνα δείχνουν σε ασπρόμαυρο, για να τονίσουν την ένταση, βιομηχανικά τοπία και εγκαταλελειμμένα σπίτια. Μέσα από τα πλάνα αυτά, ο σκηνοθέτης αναδεικνύει και την εξωτερική παρακμή που έχει επέλθει λόγω της οικονομικής κρίσης. Εικόνες που σε κρατάνε και σε κάνουν να αναρωτιέσαι: ''άραγε θα αλλάξει πότε αυτό το τοπίο;".
Τελικά, την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Γιάννης Οικονομίδης, με ένα όσο να 'ναι αισιόδοξο τέλος. Η λύση του είναι απλή και εύστοχη, με λίγα πλάνα και λίγα λόγια ειπωμένη: εάν κατανοήσουμε ποιο είναι το τέρας που κρύβετε και έχει εξαπλωθεί αλλά και ριζώσει τόσο βαθιά στην κοινωνία μας και εάν το τέρας αυτό το πετάξουμε από πάνω μας, όσο και να πονέσει η διαδικασία, μόνον τότε θα καταφέρουμε να πάμε μπροστά, μόνον τότε θα είμαστε σίγουροι ότι έχουμε χτίσει ένα ασφαλές και προοδευτικό σπίτι για τα παιδιά μας. Κάποιες φορές δεν είναι τυχαίο που μερικές ταινίες κερδίζουν τόσες διακρίσεις (7 βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου)!
Δ.Κ.