Τα περίφημα «διαπλεκόμενα» ΜΜΕ-πολιτικών-επιχειρηματιών, τα υπέρογκα χρέη καναλαρχών και μεγαλοεκδοτών, η ένθεν κακείθεν «κατευθυνόμενη» δημοσιογραφία, ο βαθμός ελευθερίας του Τύπου, η υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων αλλά και της ποιότητας της ενημέρωσης είναι θέματα που βρίσκονται συχνά στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια, ενώ «έπαιξαν» πολύ και στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, με τα προσωπεία να καταρρέουν και τον ΣΥΡΙΖΑ να προβάλει ως «τιμωρός-εκδικητής» και ριζοσπάστης αναμορφωτής προτού υποψιαστεί ότι, σαν βρεθείς στην εξουσία, η συνδιαλλαγή με στόχο την αναδιανομή της «πίτας» αλλά και η μίμηση, καμιά φορά, των άθλιων πρακτικών που καταδίκαζες ως αντιπολίτευση συμφέρει περισσότερο από τη ρήξη.
Σημασία, όμως, δεν έχει τελικά η φύση και ο κανονισμός του μέσου αλλά ο σκοπός που υπηρετεί – αυτό είναι που κάνει το μέσο, μήνυμα και εκεί έγκειται η προσωπική ευθύνη ημών των δημοσιογραφούντων.
Είναι, βέβαια, πασιφανές ότι, πέρα από την καραμέλα της κρίσης, την εικόνα των εγχώριων ΜΜΕ, και ειδικά των τηλεοπτικών, τσαλάκωσε η απροσχημάτιστη συστράτευση με οποιονδήποτε εγγυάται τα εκάστοτε συμφέροντα των «φεουδαρχών» που τα ορίζουν (συν το χαμηλής ποιότητας προσφερόμενο προϊόν και ο μισαλλόδοξος, σεξιστικός, συκοφαντικός, εξουσιαστικός λόγος που συχνά-πυκνά εκφέρουν). Έφτασαν έτσι να χάνουν το όποιο δίκιο τους, ακόμα κι όταν είχαν κάποιο. Κανείς δεν «σοκαρίστηκε» όταν σε περσινή δημοσκόπηση της MRB «έπιαναν πάτο» στη θεσμική εμπιστοσύνη των πολιτών (στη 15η θέση «πλασαρίστηκε» ο Τύπος, στη 16η η TV). Εξαιρετικά δημοφιλές παραμένει και το σλόγκαν «αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι» που, όσο ισοπεδωτικό κι «άδικο» ακούγεται για όσους θεωρούμε ότι σεβόμαστε το «λειτούργημα», τόσο αντιπροσωπευτικό της εικόνας που δίνουμε συνολικά προς τα έξω είναι. Η παγκόσμια έκθεση της οργάνωσης Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα για το 2014 έφερνε την Ελλάδα 91η σε σύνολο 180 χωρών αναφορικά με την ελευθερία του Τύπου – η δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. Ως κύριες αιτίες αναφέρονταν η αστυνομική βία κατά δημοσιογράφων, η ατιμωρησία των εμπλεκόμενων ένστολων αλλά και οι σοβαρές επιπτώσεις της κρίσης στην πολυφωνία των ΜΜΕ. Από τον Φλεβάρη και ύστερα η καταστολή –προσώρας, τουλάχιστον– περιορίστηκε αισθητά, όμως η ανοχή στη διαφορετική φωνή παραμένει ζητούμενο.
Σε τούτο το «τοξικό» μιντιακό τοπίο επόμενο είναι να «καίγονται» τα χλωρά μαζί με τα ξερά. Ο απόλυτα θεμιτός όρος «διαπλεκόμενα» ή αλλιώς «συστημικά ΜΜΕ» έφτασε να δαιμονοποιεί συλλήβδην τους εργαζόμενους σε αυτά –ακόμα και άξιους επαγγελματίες που τιμάνε το δύσκολο ψωμί που βγάζουν–, καθώς και οποιοδήποτε ρεπορτάζ δεν ευνοεί τα υπό διαμόρφωση κέντρα εξουσίας, έστω κι αν είναι έγκυρο. Ταυτόχρονα, βλέπουμε ακόμα και θεωρούμενα εναλλακτικά μέσα –έντυπα ή ηλεκτρονικά– να συναγωνίζονται τα κυρίαρχα σε ψεύδη, κιτρινισμό και λαϊκισμό. Το να εργάζεται, βέβαια, ένας δημοσιογράφος σε κάποιο μέσο, «συστημικό» ή μη, που παραπληροφορεί εσκεμμένα, εξυπηρετώντας συγκεκριμένα συμφέροντα, και να παραμένει, επικαλούμενος θέματα επιβίωσης, εγείρει ζήτημα προσωπικής αλλά και κλαδικής αξιοπρέπειας, όσο «κατανοητό» και να είναι. Γιατί κι όσοι γραφιάδες πρόθυμα υπηρέτησαν ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν ήταν απαραίτητα «κακοί», κάνανε απλώς, κι αδίστακτα, «τη δουλειά τους». Θα μου πεις, τι ζητάς από «μαύρους», κακοπληρωμένους ή κι απλήρωτους εργαζόμενους, κύριο κριτήριο «αξιολόγησης» των οποίων είναι το πόσο ακάματα και... ανέξοδα τραβάνε κουπί στη γαλέρα, όχι πού και πώς την κατευθύνουν. Οι επισφαλείς εργασιακές σχέσεις εξακολουθούν να είναι κανόνας, οι απολύσεις ρουτίνα, ο συνδικαλισμός ανεπιθύμητος (πράγματα που, βέβαια, ισχύουν ευρύτερα πια στην αγορά εργασίας), ενώ ζήτημα υπάρχει και με τον νόμο περί αδικημάτων Τύπου που ευνοεί τις διώξεις και τη λογοκρισία. Όχι πως η ποιότητα της ενημέρωσης είναι απαραίτητα καλύτερη στις λοιπές ανεπτυγμένες χώρες, υπάρχουν όμως ασφαλιστικές δικλείδες και ρόλοι διακριτοί.
Ο ίδιος ο τρόπος κυκλοφορίας μιας είδησης άλλαξε θεαματικά, με το Διαδίκτυο να διεκδικεί τα πρωτεία από Τύπο-ραδιόφωνο-TV. Έλα όμως που κοντά στη μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης, την εικονοκλαστική διάθεση, την πολυσυλλεκτικότητα και προπαντός τη διαδραστικότητα που ευνοεί, άνθησαν επίσης η ειδησεογραφία-τρολ και ο λεγόμενος ιντερνετικός γκεμπελισμός. Η αδήλωτη εργασία θέριεψε, συμφέροντα και λογής «διαπλεκόμενα» φύονται πια και εδώ, ενώ η «πρωτιά» της είδησης έγινε ακόμα περισσότερο αυτοσκοπός στα ψηφιακά μέσα, υπονομεύοντας έτσι και τη δική τους αξιοπιστία. Φυσικά και χρειάζεται να μπει επιτέλους μια τάξη στις τηλεοπτικές άδειες, να υποχρεωθούν κανάλια κι εκδοτικά συγκροτήματα να εξοφλήσουν τα χρωστούμενα καθώς και τα υπέρογκα, συχνά αδιαφανή δάνειά τους, δίχως να πληρώσουν περαιτέρω τη νύφη οι εργαζόμενοι. Να αποδυναμωθούν τα «τραστ», να μπουν στον χώρο άνθρωποι με ζήλο, κρίση και συνείδηση, να πάρουν πόδι άσχετοι, φερέφωνα κι «αλεξιπτωτιστές». Σημασία, όμως, δεν έχει τελικά η φύση και ο κανονισμός του μέσου αλλά ο σκοπός που υπηρετεί – αυτό είναι που κάνει το μέσο, μήνυμα και εκεί έγκειται η προσωπική ευθύνη ημών των δημοσιογραφούντων.