Εκείνη τη νύχτα... θα στο πω εσένα. Είπαν ψέματα. Όλοι.***

Εκείνη τη νύχτα... θα στο πω εσένα. Είπαν ψέματα. Όλοι.*** Facebook Twitter
0

Να σου πω για τη νυχτα που προσπαθησα να χ(α)/(ω)θω...

Εκείνη τη νύχτα... θα στο πω εσένα. Είπαν ψέματα. Όλοι. Μα με συμφεράνε, το έμαθα αργότερα, γιατί αλλιώς/... Αλλιώς.

Θυσιάστηκε λένε ο φανταστικός συν/οδηγός, με έσωσε. Δεν φορούσα ζώνη είπαν, είπαν ψέματα φορούσα, υποψιάζομαι πώς φορούσα, είπαν πώς θόλωσα απο το ποτό, μα εγώ είχα θολώσει απο κάτι φαντασμαγορικές λέξεις που επέπλεαν πάνω σε πέπλα απο σκούρα γκρι σκόνη.
Με αποπλάνησαν οι σκέψεις και τα όνειρα. Δυο λεπτά πριν τον προορισμό.

Βλέπεις συνομιλούσα μόνη. Το είχα ανάγκη. Αυτό έγινε. Έτρεχα πολύ. Προσπαθούσα να βγάλω άκρη. Να διαπραγματευτώ. Ο φανταστικός δίπλα, είχε αποκοιμηθεί. Μόνη ήμουν. Αλήθεια. Δεν θυσιάστηκε κανείς. Αλήθεια λέω.

Μα τότε συνέχισα να λέω ψέματα γιατί αυτό γούσταραν οι στολές τους. Να ακούσουν ένα παραμύθι που να θύμιζε πραγματικότητα και όχι μια πραγματικότητα που να έμοιαζε σε αλλόκωτους μύθους.

Έχασε τον έλεγχο του οχήματος.

Το υποψιάστηκα πως υπάρχει χρονική περίοδος που διαρκεί λιγότερο απο δευτερόλεπτα στην οποία χωράνε στιγμές ικανές να διαρκούν ώρες. Χωράει πολύς χρόνος στο δευτερόλεπτο. Αυτό θέλω να πω. Χωράνε γιγάντιες στιγμές.

Σε εκείνη τη στιγμή απο άπειρο, αποφάσισα μέσα απο ένα χείμαρρο σκέψεων και ναρκωμένων αισθήσεων και γεύσεων να τα παρατήσω. Να αφήσω τον φανταστικό συν/οδηγό να με χώσει στο σκουρο γκρι άπειρο.

Μα λίγο μετά.

Ήταν αργά για αποφάσεις.

Όταν πια σταμάτησε ο χρόνος, χάθηκαν οι ήχοι και εγώ να διερωτάμαι αν υπάρχει/ω.

Ανάσα πρώτη. Στο κενό, πάει την κατάπιε.

Ανάσα δεύτερη, ψεύτικη, απο ντροπή. Απο το σ(τ)ώμα εκείνο βγήκε που έμενα για λίγο να κοιτάω και να διερωτάμαι αν είναι ακόμα...Αλλιώς.

Μετά κατέβηκα. Αυτό έγινε. Σε ένα δρόμο με φώτα τροχαίας στο πάτωμα, χώμα, λάσπη και θρυματισμένα γυαλιά όλα δικά μου. Φοβήθηκα. Τρεις το πρωί.

Ο δρόμος είχε χλωμιάσει. Μπήκα γρήγορα πίσω μέσα να χωθώ. Προσπάθησα να ξεκίνησω τη σκούρα γκρι μηχανή για να φύγω. Χωρίς τρόχους. Χωρίς συν/οδηγό. Ξέρεις κάτι; Ξέρεις γιατί.

Μετά θυμάμαι που πλημύρησε η σιωπή με δεκάδες μαρτυρίες. Κάθησα σε μια ακρή του δρόμου μπροστά απο τα λεφτοβερς και τους άφησα να προσπαθούν να βγάλουν άκρη στο χάος ενός μυαλού που προσπαθούσε χρόνια τώρα να χ ω/α θεί. Μετρούσαν τον δρόμο για ώρα για να βγάλουν αυτοψία, κάτι ψέματα.

«Δεν βγήκα ποτέ απο εκείνο το στενό, ευθεία πήγαινα.»

Καθόμουν, έβγαζα σκουρο γκρι καπνό στο σκούρο μαύρο και τους παρακολουθούσα απο μακριά πότε εκείνους πότε το κενό, όσο εί/ή χε/(αν) απομείνει.

Έχασα τον έλεγχο, είπαν. Κατα (λάθος), ναι κατα (βάθος) κατα (τύχη). Η ανάσα της μύριζε αλκοόλ. Και εκείνος ψέματα. Γύρω στα 4,000 ευρώ ψέματα. Γιατί επέζησες. Γιατί θόλωσες απο τη ζωή και επέζησες. Γιατί είχες φανταστικό (συν)/(οδηγό) και δεν θυσιάστηκες.

Η αλήθεια είναι πώς δεν έχασα κανένα έλεχγο. Έχασα για λίγο τη ζωή. Ξεκίνα.

Ξέμεινα. Ήθελα για χρόνια βλέπεις να χαθώ. Και απλά εκείνη τη νύχτα το ήθελα λίγο πιο πολύ. Δεν τα κατάφερα. Φοβήθηκα, βλέπεις. Το φουτεράκι μου είχε γεμίσει θρυματισμένο γυαλί. Και εγώ το χάιδευα όσο αυτόι έδιναν μαρτυρίες. Τους κοιτούσα με σκούρο γκρι μίσος.

Έλεγαν όλοι ψέματα. Και κανείς δεν ήξερε. Πώς έτρεχα για να χαθώ/σωθώ.

Οι μώλωπες στα χέρια, και το θρυματισμένο πρόλαβαν να απομονωθούν. Ήθελα να σου το πω. Πώς έχουν πια χ ω/α θεί ακριβώς κάτω απο την επιφάνεια. Αυτό.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ