- Είσαι έτοιμος για μια δύσκολη ερώτηση;
- Αμέ, απίκο.
- Για πες μου, πώς το βλέπεις το παλιόκορμο; Θα το παραδώσεις στον μπόγια φλαμπέ ή σκουληκιάρικο;
- Εννοείς καύση ή ταφή;
- Μπράβο ξουράφι μου...
Μεταξύ παλαιμάχων της ζωής το ζήτημα αρχίζει να διεκδικεί επικαιρότητα. Ζήσαμε ο,τι ζήσαμε, τώρα έχουμε κι αυτή τη σκοτούρα· θα πάμε από φωτιά ή σκωληκόβρωτοι; Οι κηδείες -συγγενών, φίλων, γνωστών, ασήμων, διασήμων- έχουν τη δική τους ασυλεία. Το «πας» αλλά και το «έρχεσαι». Καλά τον φυτεύσαμε, τώρα ας επιστρέψουμε στη ζωή. Τι θα γίνει όμως αν σε πάνε και στην επιστροφή τους λείπει ένας κι αυτός είσαι εσύ; Αλλόκοτο σταυρόλεξο που κατά κανόνα καταλήγει σε γέλια και αδέξια καμώματα. Η μποτίλια βοηθάει σε αυτές τις περιπτώσεις γιατί κόβει εισιτήριο για τα ενδότερα των ζωντανών. Ανακαλούνται και τα γνωστά ρητά μεγάλων ανδρών. «Τι είναι η ζωή; Περίπατος γύρω από τον ανοιχτό τάφο μας». «Η γέννηση είναι καρμανιόλα». «Κανείς δεν φώναξε παρών στην κηδεία του». Αλλά το κρίσιμο θεματάκι, σαν το τσακάλι, επιστρέφει σιγοπατώντας.
- Ας το δούμε ψύχραιμα· τι γίνεται μέσα στο φέρετρο;
- Εσύ τι λες να γίνεται; Το πρώτο ορντέβρ, όπως λένε, είναι τα μάτια!
- Ποια μάτια ρε σαλταρισμένε; Τι να τα κάνω τα μάτια; Και ανοιχτά να τα έχω, τι θα δώ; Το ταβάνι μια σπιθαμή πάνω απο το κεφάλι μου;
- Για σκέψου το καλύτερα. Μερικούς τους βρήκαν μπρούμυτα μέσα στην κάσα. Άρα είχαν νεκροφάνεια και όπως καταλαβαίνεις το γλέντησαν κανονικά...
- Δηλαδή παρακολούθησαν ζωντανοί τον εαυτό τους να πεθαίνει;
- Οχι, πήγαν άψαλτοι γιατί μέσα στην εκκλησία ήταν μισοζώντανοι, άρα εκείνη η κηδεία δεν πιάνεται...
- Τότε χίλιες φορές καμένος!
Καμένος ή θαμμένος το ίδιο κάνει, αλλά και η καύση δεν ειναι τόσο αθώα όσο φαίνεται. Πολλοί πού πάσχουν από κλειστοφοβία σκέφτονται με φρίκη τις περιπτώσεις ημιθανών που τους έβαλαν στο νεκροθάλαμο -συρταρωτούς, σαν κατεψυγμένα ψάρια- και παραταύτα τους βρήκαν με ανάσα και σφυγμό. Ποιος πληρώνει αυτήν τη φρίκη; Κλειδωμένος μέσα στο συρτάρι, ανίκανος να μιλήσεις, να σαλέψεις, να ουρλιάξεις, να βγεις τέλος πάντων απο την κατάψυξη, να μαζέψεις τα ρούχα σου και να το βάλεις στα πόδια. Μάλιστα σε παλαιότερες εποχές η νεκροφάνεια ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Διηγούνται περιπτώσεις ανθρώπων που άρχισαν να σαλεύουν μέσα στην εκκλησία αφήνοντας σύξυλο το εκκλησίασμα. Στο Μεσαίωνα μάλιστα ισχυε ειδικό δικαίωμα για κάποιους ευγενείς· ο θαμμένος -αν ξυπνούσε μέσα στο φέρετρο- μπορούσε να τραβήξει την άκρη ενός σχοινιού που έφτανε στο καμπαναριό. Πολλοί σώθηκαν και ξεθάφτηκαν επειδή μέσα στη νύχτα ήχησε η καμπάνα...
- Ξέρεις τι σκέφτομαι; Πόσο ωραίο πράγμα είναι ο ζωντανός άνθρωπος. Κινείται, ανασαίνει, κάνει ό,τι του καπνίσει (συγγνώμη για τη λέξη, γιατί και στην καύση καπνίζει...), ειναι όλος ζωή...
- Μόνο που για να είσαι όλος ζωή θα πρέπει κάποτε να γίνεις όλος θάνατο, νέκρα, παγωμάρα, έξω απ' όλα...
- Και τι με νοιάζει;
- Σε νοιάζει δεν σε νοιάζει, το καζίκι θα το τραβήξεις... Το σώμα απαιτεί τελετή, πρέπει να το πας μέχρι τέλους...
- Έχεις να μου πεις κάτι καλύτερο;
- Καλύτερο δεν ξέρω, αλλά υπάρχει και καύση στον ελεύθερο αέρα, κάτω απο τον ουρανό, όπως του Πάτροκλου.
Μπροστά στο κουφάρι του Πάτροκλου ο Αχιλλέας φοβάται μήπως στις πληγές του τρυπώσουν μύγες (μυίαι καδδύσαι κατά χαλκοτύπους ωτειλάς) και τα σκουλήκια (ευλάς) αρχίσουν το έργο τους καθώς το σώμα σαπίζει (κατά χρόα πάντα σαπήη). Η Θέτιδα στάζει στα ρουθούνια του νεκρού ρόδινο νέκταρ (νέκταρ ερυθρόν στάξε κατα ρινών) και αμβροσία. Η Βρισηίδα ξεσχίζει τα λευκά της στήθια και τον απαλό λαιμό της θρηνώντας για τον αιματοκυλισμένο (δεδαιγμένον). Πώς θα τιμηθει ο Πάτροκλος που ανήκει πια στους νεκρούς (ο γαρ γέρας εστί θανόντων); Όλο το στράτευμα φέρνει τρεις γύρους, θρηνούν, ο Αχιλλέας υπόσχεται να ρίξει στα σκυλιά τον Εκτορα (δώσειν κυσίν ωμά δάσασθαι) και να θυσιάσει δώδεκα τέκνα των Τρώων.
Μνημειώδης είναι η στιγμή που η ψυχή του Πάτροκλου εμφανίζεται στον ύπνο του Αχιλλέα και του ζητάει να βάλει τα οστά του μαζί με τα δικά του στην ίδια στάμνα· ο Πηλείδης άπλωσε τα χέρια του αλλά η ψυχή του νεκρού χάθηκε κάτω απο τη γη σαν καπνός, τρίζοντας (ψυχή δε κατά χθονός ηύτε καπνός ώχετο τετριγυία). Οι Μυρμιδόνες θά κόψουν τα μαλλιά τους για να σκεπάσουν τον νεκρό (θριξί δε πάντα νέκυν καταείνυσαν) και θα στοιβάξουν τα ξύλα για τη φωτιά, φέρνοντας στάμνες μέλι και άλειμμα. Οι άνεμοι εντέλει θα θελήσουν να έλθουν, και ο Αχιλλέας θα ποτίσει το χώμα με κρασί απο ολόχρυσο κρατήρα.
Κλαίγοντας για τα λευκά οστά του χαμένου φίλου, τα έθεσαν μέσα σε χρυσή στάμνα και μέσα στη σκηνή τα σκέπασαν με λεπτό σεντόνι (εανώ λιτί κάλυψαν).
σχόλια