Είμαιπαιδί της εφημερίδας. Εκεί γεννήθηκακαι εκεί, εάν το δραματοποιήσω και λίγο,θ' αποθάνω. Αναπολώ, όπως κάνουμε όλοι,σε όποιον χώρο κι αν βρισκόμαστε, ταχρόνια τα περασμένα. Εκείνα, που συνήθωςτα λέμε «της αθωότητας». Ξημεροβραδιαζόμασταν(γιατί ήμασταν πιτσιρίκια και δεν είχαμευποχρεώσεις) στη δουλειά - στο ρεπορτάζ,στο γραφείο, γράφαμε όλα τα παρελκόμενατης εφημερίδας, μέχρι και τα «Φαρμακεία»,διορθώναμε κείμενα, κάναμε θελήματα,γράφαμε στο «μάρμαρο» ειδήσεις και«γεμίσματα» της τελευταίας στιγμής,μυρίζαμε όλα τα χημικά που βγάζανε ταμηχανήματα, και καταλήγαμε είτε στιςπουτάνες της Ζήνωνος είτε στα «πατάτες,μπιφτέκια και ρώσικη» της Ομόνοιας,κάποτε και στα δύο! Έτσι, είμαι σίγουρος,τηρουμένων των... σύγχρονων αναλογιών,ζούνε και οι σημερινοί, πιο νέοι συνάδελφοίμου. Μπορεί να μη γράφουν τα «Φαρμακεία»αλλά θα κλείνουν καλεσμένους για τηνεπόμενη εκπομπή ή θα βρίσκουν τα«παράξενα» από το Ίντερνετ. Θα δουλεύουνώρες άγριες και, αντί για τη Ζήνωνος καιτα λιγδιασμένα μπιφτέκια της Ομόνοιας,σίγουρα θα προτιμούν κάποιο delivery.
Όμως,το πρόβλημα του Τύπου σήμερα, πουοπωσδήποτε είναι οξυμμένο και σοβαρό,δεν έχει να κάνει ούτε με μένα, που έκαναθελήματα τότε, ούτε και με τη φίλη μουτη Χριστίνα, που κάνει θελήματα και τώρα- ίσως, εδώ, η μόνη διαφορά να είναι ότιεγώ τα έκανα για πραγματικά αξιόλογουςανθρώπους, ενώ η Χριστίνα όχι. Βασικόπρόβλημα του Τύπου σήμερα είναι οιαναγνώστες του. Ή, μάλλον, οι μη αναγνώστεςτου! Εκείνοι, δηλαδή, που έχουν χίλιεςδύο δικαιολογίες, άλλες πειστικές καιδίκαιες, άλλες όχι, για να μην αγοράζουνκαι να μη διαβάζουν εφημερίδα. Η τιμή,φερ' ειπείν, οπωσδήποτε είναι ένα θέμα,αλλά όχι όταν εγείρεται από κάποιον πουδίνει 6 ευρώ την ημέρα για να πιει καφέστην πλατεία, ή 50 και 100 ευρώ το σαββατόβραδογια να τα «σπάσει» σε σκυλάδικο. Οιπλείστες δικές μας εφημερίδες, δίχωςαμφιβολία, έχουν μείνει πίσω από τονκαιρό τους. Ο Έλληνας δημοσιογράφοςείναι ό,τι και ο Έλληνας γιατρός,δικηγόρος, δάσκαλος, έμπορος, υπάλληλος,ποδοσφαιριστής, τραγουδιστής, παρκαδόρος,πολιτικός, δημοτικός σύμβουλος, ακόμακαι εφοπλιστής. (Οι εξαιρέσεις...εξαιρούνται!) Τα θέματά μας είναιπεριορισμένα, ελληνοκεντρικά και έχουντο ίδιο στιγμιαίο πάθος που έχει έναςκαυγάς σε επαρχιακό ή και... πρωτευουσιάνικο,όπου υπάρχει, καφενείο.
Το«μέγεθός» μας είναι και αυτό ανάλογοτου τόπου μας - μικρό. Τι να κάνουμε; Άλλάλεφτά ξοδεύουν για τους εξωτερικούςτους συντάκτες οι «Τimes»της Νέας Υόρκης, άλλα η «Ελευθεροτυπία».Το κακό είναι ότι δεν έχουμε συναίσθησητου μεγέθους αυτού και δεν συμβιβαζόμαστεμε αυτό. Νομίζουμε, δηλαδή, ότι μπορούμενα καλύπτουμε τον πόλεμο στο Ιράκ μετον ίδιο τρόπο που μπορεί να τον καλύπτειη «LeMonde»,η «Guardian»,η «WashingtonPost».Τις ίδιες... ψευδαισθήσεις έχει, όμως,και ο αναγνώστης. Νομίζει πως είναι κάτιάλλο από αυτό που πράγματι είναι. Κάνειτον ενημερωμένο, αλλά δεν είναι. Λέειπως έχει στα Favouritesτου το BBCή τη «LeMondeDiplomatique»και απλώς σερφάρει. Γενικά, λέει πωςδιαβάζει, και μόνο φυλλομετρά.
Οιπαραδοσιακές μας εφημερίδες, κυρίως οιλεγόμενες «πιο μεγάλες», έχουν όμωςσήμερα και ύλη, που άλλοτε ήταν αδιανόητονα έχει μία εφημερίδα. Υπάρχουν μερικάάριστα κείμενα. Υπάρχουν και ένθετα,κυρίως για το βιβλίο και την υγεία, πουτα περιμένουμε πώς και πώς κάθε εβδομάδα.Άνθρωποι με ασυγκρίτως καλύτερη μόρφωσηαπ' ό,τι παλιά στελεχώνουν τις πιοπολλές καλές εφημερίδες μας. Όμως, τομέλλον είναι γκρίζο. Γιατί το προϊόναπό τον πελάτη εξακολουθεί και έχειαπόσταση. Κάποτε, ήταν πρώτης ανάγκης,και το έπαιρνε αναγκαστικά, όπως παίρνει,ας πούμε, το γάλα η την οδοντόπαστα.Σήμερα οι ανάγκες του άλλαξαν - μερικές,μάλιστα, τις απεχθάνομαι. Αλλά, έστω καιδιά της αποδοκιμασίας, οι εφημερίδεςόφειλαν να είναι εκεί. Και όχι «αλλού»,όπως είναι σήμερα.
σχόλια