Δεν ήταν κάτι το υπερφυσικό ο μπαμπάς. Θυμάμαι ότι παίζαμε γκαζές, ότι μου έφτιαχνε ξύλινα αυτοκινητάκια, με σκέπαζε το βράδυ, φυσιολογικά πράγματα». Έτσι περιγράφει τον Μέντη Μποσταντζόγλου ο γιος του Γιώργος. Ο Μποστ ήταν μια αναγεννησιακή φιγούρα σφυρηλατημένη με τις αρχές της Αριστεράς, που για πάνω από εξήντα χρόνια διακρίθηκε με διάφορους τρόπους στον χώρο των τεχνών. Γλύπτης, ζωγράφος, συγγραφέας, σκιτσογράφος, εικονογράφος, διαφημιστής, ένας καλλιεργημένος γκουρού της επικοινωνίας.
Γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 1995. «Ήθελε να κάνει τα πάντα. Γλυπτική, ζωγραφική, να γράφει. Πήγε στη Σχολή Καλών Τεχνών και αφού ο πατέρας του τον αποκλήρωσε, δεν ήθελε να ζήσει στο σπίτι του. Σε έξι μήνες την παράτησε τη σχολή γιατί δεν ήθελε να ζωγραφίζει το ίδιο έργο. Πήγε στο Ναυτικό, στον Πόρο. Εκεί τον βρήκε ο πόλεμος, αλλά δεν πρόλαβε να πολεμήσει, γιατί κατέλαβαν την Ελλάδα οι Γερμανοί.
Συμμετείχε στο ΕΑΜ και από πολύ πριν είχε φάκελο στην Ασφάλεια, αφού σε ηλικία δεκαεπτά ετών έδωσε λεφτά σε έναν έρανο για τους Δημοκρατικούς της Ισπανίας» λέει στη LifO o γραφίστας Γιώργος Μποσταντζόγλου. Το 1949 ξεκίνησε να κάνει εικονογραφήσεις στο «Ελληνόπουλο» που έβγαζε ο Δημητράκος.
Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα «Καθημερινή», την οποία τότε διηύθυνε η Ελένη Βλάχου, στην οποία αρχικά εργαζόταν ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1955 άρχισε να εργάζεται στο περιοδικό «Εικόνες» ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Στη συνέχεια απασχολήθηκε ως σκιτσογράφος στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, η οποία είχε τίτλο «Το μποστάνι του Μποστ», τους τρεις γνωστούς πλέον ήρωές του: Μαμά Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα.
Τέλος στη συνεργασία του με την Ελένη Βλάχου δόθηκε λόγω του κειμένου «Το επάγγελμα της μητρός μου» (1961), για το οποίο κατηγορήθηκε ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα «Ελευθερία», ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα «Αυγή».
Το 1962 θα γράψει μαζί με τον Θεοδωράκη την «Όμορφη Πόλη», στην οποία θα επιμεληθεί τα κοστούμια και τα σκηνικά. Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία «Λαϊκαί Εικόναι». Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Κλασικές είναι και οι διαφημίσεις που έκανε για τη Ρενό και τα εμπορικά πλοία του επιχειρηματία Νομικού.
Μαμά Ελλάς - Πειναλέων - Ανεργίτσα
Οι τρεις βασικοί χαρακτήρες στις γελοιογραφίες του Μποστ είναι η Μαμά Ελλάδα, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα. Η πρώτη είναι μια διαχρονική ηρωίδα που εμφανίζεται μετά την Επανάσταση του 1821 (και ως Ψωροκώσταινα). «Η δεκαετία του '50 γεννάει τον Πειναλέοντα. Οι Έλληνες μεταναστεύουν για το εξωτερικό. Η Ελλάδα ζητά συνέχεια δάνεια για να ορθοποδήσει και υπάρχει πείνα. Εγώ πρόλαβα να μας πηγαίνουν σε αποθήκες και να παίρνουμε ρούχα από την ΟΥΛΕΝ, που ήταν η αμερικανική βοήθεια. Υπήρχε κυριολεκτική εξαθλίωση τη δεκαετία του '50. Πέρα από την ανεργία, από την οποία βγήκε η Ανεργίτσα, υπήρχε και πείνα» θυμάται ο κ. Μποσταντζόγλου. Ο σκιτσογράφος Στάθης Σταυρόπουλος είδε σκίτσα του Μποστ πριν αρχίσει να σκιτσογραφεί. «Όταν έπεσα πάνω στον Μποστ κατάλαβα ότι υπάρχει και μια άλλη γελοιογραφία που έχει κάτι κυρίως δικό της, δεν είχε προηγούμενο και, απ' ό,τι φάνηκε, δεν απέκτησε και επόμενο. Η ιστορία του Μποστ είναι ένας θησαυρός. Τα έχει όλα. Καταρχάς, έχει μια τεράστια αγάπη για τους ανθρώπους. Στη συνέχεια, όσο μεγάλωνα, έβλεπα ότι η λαϊκή του φλέβα, που προερχόταν από τον Καραγκιόζη, ήταν ταυτόχρονα λόγια και προερχόταν από τον Κόντογλου. Συνδύαζε δύο πράγματα που είναι αντικρουόμενα στην ελληνική συνείδηση. Τη λογιοσύνη με τη λαϊκότητα. Ήταν και παραμένει ένα μαγικό ταξίδι. Στους περισσότερους γελοιογράφους, και ιδιαίτερα στον Μποστ, δεν μπορείς να καταλάβεις πού έχουν μεγαλύτερο ταλέντο: στο σκίτσο ή στο κείμενο. Στο Μποστ γίνεται ένα ιδεόγραμμα. Σμίγουν ο λόγος της εικόνας και ο λόγος του λόγου. Έχει κάτι καταπληκτικές λεπτομέρειες μέσα στο σκίτσο, που χωρίς αυτές ο λόγος δεν θα τονιζόταν τόσο. Από την άλλη πλευρά, η ικανότητα του Μποστ με τη γλώσσα είναι συγκλονιστικά λακωνική. Μπορεί να πει με δυο λόγια χίλια πράγματα. Επίσης αξιοπρόσεκτη είναι και η ικανότητά του να μιλάει με μεταφορές και παραβολές. Η συλλογή από σκλόγκαν αλλά και καλολογικά στοιχεία είναι σπουδαία. Τα δίνει όλα με μια σατιρική εκδοχή που τα κάνει πανάλαφρα. Ο Μποστ είναι ένας μεγάλος δραματικός. Μπορεί να κινείται ανάμεσα στα όρια της τραγωδίας και της σάτιρας με μεγάλη άνεση».
Ο Μπoστ σήμερα
«Η Μαμά Ελλάδα, η Ανεργίτσα και ο Πειναλέων δεν έπαψαν ποτέ να είναι διαχρονικοί, γιατί αποτυπώνουν μ' έναν τρόπο την ιστορία των Ελλήνων. Περιέχεται το μεγαλείο, αλλά είναι τραυματισμένο, η Ελπίδα, αλλά υπονομεύεται από το απρόοπτο, το διαρκές πένθος μιας ευγενικής καταγωγής», υποστηρίζει ο Στάθης Σταυρόπουλος. Ο Γιώργος Μποσταντζόγλου πιστεύει ακράδαντα πως ο πατέρας του θα ήταν δηλωμένος αντιμνημονιακός. «Εξάλλου, όσο πέρναγαν τα χρόνια γινόταν και πιο μαχητικός. Δεν πίστευε, όμως, ότι θ' αλλάξει κάτι. Δεν ήταν αιθεροβάμων. Απλώς προσπαθούσε να αλλάξει, όσο μπορούσε, το μυαλό των ανθρώπων. Μέσα από τη στράτευσή του, μέσα από τη λογική του και δίνοντας τα πικρά πράγματα, όπως δίνουμε το κινίνο, ζαχαρώνοντάς τα με χιούμορ».
—Σταύρος Διοσκουρίδης, έντυπη LIFO No.334
Βλ. Fashionistas.
Ελληνικά θέματα.
Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. (αρχείο).
Η Αγλαία Κρεμεζή επισκέπτεται τον Μποστ στο Μεταξοχώρι (για το περιοδικό Εικόνες). Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. (αρχείο).
Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. (αρχείο).
Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. (αρχείο).
H Edith Piaf και ο Μίκης Θεοδωράκης στο στούντιο το 1963 για την ηχογράφηση της 'Ομορφης Πόλης.
'Ιδρυμα Κακογιάννη (αρχείο).
Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. (αρχείο).
Η Λήδα Πρωτοψάλτη και ο Θανάσης Παπαγεωργίου στη Φαύστα του Μποστ (Θέατρο Στοά).
Από το μπλογκ Έλλη, να ένα μήλο.