Ένα τηλεφώνημα φίλου από την Αθήνα μού έκοψε και φέτος τις διακοπές, περίπου 10 μέρες πριν από την κανονική ημερομηνία λήξης τους. «Γύρνα γρήγορα, σου διέρρηξαν το διαμέρισμα» είπε ψυχρά. Πήρα το πρώτο αεροπλάνο που βρήκα και γύρισα. Ήμουν στην Κύπρο. Η διάρρηξη πρέπει να έγινε γύρω στις 2. Στις 4:30 απογειωθήκαμε. Στις 7:45 ήμουν στο σπίτι. Είχε έρθει κιόλας η σήμανση και είχε πάρει αποτυπώματα. Ένα δύο, δηλαδή, που μπορεί και να μην ήταν των δραστών, ή του δράστη. «Φορούσαν γάντια, ή κάλτσες στα χέρια» μας είπε ο αστυνομικός, κυνικός και έμπειρος σε τέτοιες καταστάσεις.
Ούτε που έδειξε να συμμερίζεται την αναστάτωσή μου, να μου πει μια κουβέντα ζεστή, της παρηγοριάς, που την έχεις τόσο ανάγκη όταν επιστρέφεις στο σπίτι σου και το βρίσκεις άνω κάτω. Μόνο όσοι έχουν ζήσει τέτοια εμπειρία ξέρουν το συναίσθημα και δεν ξεχνούν ποτέ το θέαμα που αντίκρισαν. Αυτήν τη βαθιά μαχαιριά στην προσωπική σου ζωή - όλα τα πράγματά σου πεταμένα παντού, ανοιχτές οι ντουλάπες, βγαλμένα τα συρτάρια. Σαν βιασμός είναι. «Είσαι τυχερός που δεν προέβησαν σε βανδαλισμούς» ήταν η μόνη κουβέντα... παρηγοριάς που άκουσα από τον αστυνομικό. «Περισσότερος βανδαλισμός από αυτό;» ψέλλισα ειρωνικά.
Με κοίταξε απαξιωτικά και συνέχισε τη δουλειά του.
Λίγο αργότερα, βρέθηκα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Και εκεί, ο αστυνομικός βάρδιας με αντιμετωπίζει περίπου ως δράστη και όχι θύμα της διάρρηξης. Άκουγε την ιστορία μου (τι ιστορία, δηλαδή, αφού έλειπα και με ειδοποίησαν να έρθω άρον άρον;), και ταυτόχρονα χτυπούσε τα πλήκτρα του υπολογιστή του, συμπληρώνοντας αυτό που ονομάζεται «κατάθεσή μου». Όταν τέλειωσε, μου πάσαρε το χαρτί και μου 'πε να το διαβάσω και να το υπογράψω. «Ο υποφαινόμενος..., θέτων την δεξιάν χείραν επί τους Ευαγγελίου, ορκίζομαι ότι... μπλα, μπλά, μπλά» ό,τι έγραψε εκείνος, με βάση τα λιγοστά που του είπα. «Πηγαίντε τωρα, και θα σας ειδοποιήσουμε». «Για να μου πείτε ότι τους πιάσατε;». «Πηγαίντε κυριε, δεν έχουμε την διάθεσή σας!».
Η αλήθεια είναι ότι πράγματι είχα διάθεση... μούρλια. Τι να σας λέω! Κέφια τρικούβερτα. Λήστεψαν το σπίτι μου. Δεν άκουσα ούτε έναν καλό λόγο από τους αστυνομικούς. «Κόπηκαν» οι διακοπές μου. Μέσα στη χαρά ήμουνα. Έτσι, είπα το βράδυ να το γλεντήσω. Κάθησα στη βεράντα μου, άνοιξα ένα ωραίο Σαρντονέ από τη Χιλή, έβαλα τα πόδια μου ψηλά και χάζευα το καινούργιο φαντασμαγοτρικό σόου στην τηλεόραση, με τις πυρκαγιές που μόλις είχαν ανάψει στο Γραμματικό. Ετσι κι αλλιώς, εγώ δεν κινδύνευα. Η δική μας περιοχή, εδώ στα βόρεια της Αθήνας, κάηκε ολότελα στις πυρκαγιές του 2007. Χθες τόλμησα να τηλεφωνήσω στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής μου, έτσι για να ακούσω ξανά τη φωνή του καλού μας φύλακα-άγγελου.
«Μήπως έχουμε κανένα νέο;».
«Τι νέο;».
«Από τους ληστες, ας πούμε. Αν τους πιάσατε δηλαδή».
«Εδώ ο κόσμος καίγεται κύριε».
«Το ξέρω, αλλά ο πρωθυπουργός είπε ότι πρώτο μας μέλημα είναι η προστασία και των περιουσιών των πολιτών».
«Εννοούσε μόνο από τις πυρκαγιές».
«Α, μάλιστα. Καλή σας μέρα».
Και, καλό χειμώνα, ε...
σχόλια