Η στενοχώρια ταιριάζει πολύ στους ανθούς της δεξιάς παράταξης και μάλιστα αποδίδει συναρπαστικά στα τηλεοπτικά μνημόσυνα. Τέσσερα πέντε μέλη της αποχωρησάσης κυβερνήσεως, Δευτέρα βράδυ, είχαν στήσει ψιλή και χοντρή καναλική κουβέντα, χωρίς να τηρούν πλέον τα προσχήματα και χωρίς να πολυσκέφτονται τις συνέπειες και τα ενδεχόμενα «πρόστιμα». Μερικά γενικά χαρακτηριστικά: στην πλειοψηφία τους νέοι άνθρωποι. Κάτω των πενήντα ή των εξήντα. Επίσης, στελέχη δευτεροτριτοκλασάτα, άρα με αίσθημα πολυετούς κατωτερότητας έναντι στα πρώτα ονόματα (είναι κι αυτή η ρημάδα επαρχία που δεν βοηθάει...), επιπλέον, δε, με έντονα συμπτώματα μνησικακίας και με προφανή εχθρότητα ο ένας για τον άλλον. Χάρμα δηλαδή. Τι τους έφταιγε; Ασφαλώς ότι έχασαν τον γάιδαρο (και τους έμειναν τα γκέμια για να κρεμαστούν). Από κει και πέρα άρχιζαν τα φριχτά παράπονα: παντού έβρισκαν κλειστές πόρτες όλη την πενταετία, η ιεραρχία τούς είχε γραμμένους, όσο για τον μεγάλο «μπαμπά» ούτε με το κιάλι δεν μπορούσαν να τον δουν. Ειδικά οι τρεις γυναίκες του μικρού κονκλάβιου άφησαν «άριστες» εντυπώσεις. Η εκλεγείσα έκοβε κι έραβε, μασώντας διαρκώς τη λέξη «Καραμανλής» σαν θεραπευτικό χάπι, η δε αμαυρωθείσα αερολογούσε κατά τη συνήθειά της. Ποιο ήταν το κεντρικό ζήτημα; Όχι τα σχέδια της κυβέρνησης που απέτυχαν, όχι το πρόβλημα της χώρας, όχι το χάλι μας, παρά ένα και μόνο - πώς θα επιστρέψουν στην εξουσία.
Αυτή η μικρογραφία ισχύει και ως μεγαλογραφία για την παράταξη εν γένει. Θυμόμαστε τα ειδικά φίλτρα που επιστρατεύτηκαν κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια για να απαλλαγεί η Δεξιά από τα ιστορικά της σύνδρομα: φιλοβασιλικά αισθήματα, πάγιος αντικομμουνισμός, φιλοαμερικανισμός, εθνικισμός και φιλοεκκλησιαστική στάση. Όταν ο δεύτερος Καραμανλής εξαπέλυσε τις επιθέσεις του εναντίον του ΠΑΣΟΚ, όλοι θυμόμαστε ότι μιλούσε πλέον σαν «αριστερός» υποψήφιος. Το ψωμί το είχαν οι κεντρώες δυνάμεις, άρα εκεί έπρεπε να αναζητήσει σανίδα σωτηρίας. Και τη βρήκε βέβαια. Έτσι, αποκτήσαμε δυο λαϊκίστικες παρατάξεις: την πράσινη και τη γαλάζια που έμοιαζαν τόσο πολύ, ώστε δεν ξανακοιτάχτηκαν στον καθρέφτη. Αυτό το λεπτό, κατοπτρικό δράμα, έμελλε να το υποστεί ο νεαρός Καραμανλής (παρ' ότι ο γηραιός ηγέτης προτιμούσε τον Μιχάλη Λιάπη...), που γνώρισε όλες τις μεταμορφώσεις (σοβαρός στην αρχή, ενδοτικός στη συνέχεια, ναυαγός και υπερφίαλος στο τέλος) και παραιτήθηκε θλιβερά σε ηλικία 53 ετών - σε ηλικία δηλαδή που άλλοι αρχίζουν. Το «δεν με θέλουν, δεν τους θέλω, πάω σπίτι μου» είναι σκέψη που κάνει ένα μέλος εταιρείας, όχι αρχηγός κόμματος.
Επιμένουμε στη σκέψη ότι οι ντόπιοι πολιτικοί, υβριδικά κατασκευάσματα παραταξιακών φανατισμών, δεν έχουν μάτια για τη χώρα· το κόμμα καλύπτει τα πάντα. Οι κοινοί πολίτες, το ανθρωπομάζωμα από τον Έβρο ως τη Γαύδο, πιστοί στο καθημερινό φροντιστήριο των κομμάτων και ικανοί να καταλαβαίνουν μόνο την παραταξιακή γλώσσα, όχι μόνο δεν εναντιώνονται σε αυτό το καθεστώς, αλλά ακολουθούν με πλήρη πεποίθηση ότι κάνουν το πολιτικό τους καθήκον. Από τον τελευταίο ως τον πρώτο τη τάξει η ίδια «τύφλωση»: να ενισχύσουμε τους «δικούς μας», τη «μάγκα» μας, τη μεγάλη μας «οικογένεια», τις «ιδέες μας», τους «αγώνες μας», τις «θυσίες μας». Έτσι, οι πολιτικοί, από μεσάζοντες που πρέπει να είναι, υπάλληλοι της κοινωνίας και του κοινού συμφέροντος χωρίς λοιπές φιλοδοξίες, ανακηρύσσονται σε αυτοσκοπούς. Κάθε δεξιός ψηφοφόρος είναι προφανές ότι πιστεύει πως στον άνθρωπο Καραμανλή ενυπάρχει κάποια σπάνια ουσία που συνέχει την παράταξη, την οντότητα της δεξιοσύνης, την ιστορία του κόμματος και άλλα τερπνά παράδοξα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η εξουσία βρέθηκε στα χέρια μιας ονεδίτικης παρέας, που δεν άντεξε και την παρέδωσε.
Έτσι, ερχόμαστε στους δελφίνους και πιο σωστά στα ρέστα της παράταξης. Ντόρα, Αβραμόπουλος, Σαμαράς. Ο τελευταίος θέλει να κληρονομήσει τα υπολείμματα του καραμανλισμού, όσο για τους δύο άλλους παίζουν με την κεντροαριστερά, τη λαϊκή δεξιά, τον ντροπαλό φιλελευθερισμό και βέβαια -αυτό είναι το πρωταρχικό- με την πάση θυσία άνοδο στην κεφαλή της παράταξης. Δεν είναι τυχαίο ότι από τους δύο «Ηρακλειδείς» του στέμματος ο ένας, «κωφεύοντας» στις εκκλήσεις της νέας εποχής, αποσύρθηκε από τηνδιεκδίκηση. Αν επικρατήσει η Ντόρα, θα είναι μεν η πρώτη υποψήφια Ελληνίς για την πρωθυπουργική θέση, αλλά εκ των πραγμάτων η παράταξη (μιχαλολακικώς σκεπτόμενοι) θα έχει προδοθεί ένδοθεν. Για τους άλλους δύο, οι γνώμες δεν είναι και τόσο κολακευτικές: ο Αβραμόπουλος -συμπαθής στην εμφάνιση- παρουσιάζεται άχρωμος και ανάλατος ως χαρακτήρας, όσο για τον Σαμαρά -μετά από χρόνια εξορία- μοιάζει κομμάτι άψητος για τόσο υπεύθυνη θέση.
Το απογοητευτικό βέβαια είναι ότι στην πολιτική μας σκηνή -αλλά και στην ευρωπαϊκή- δεν υπάρχει τρίτος δρόμος, ούτε τρίτο ρεύμα. Οι υπάρχουσες ταξικο-ιδεολογικές εναντιώσεις συνεχίζουν το δρόμο τους καθημαγμένες, πλαστογραφημένες, υβριδικές, αυτοσχέδιες, όσο για τους πολιτικούς γνωρίζουν πολύ καλά ότι είτε τα πράγματα πάρουν καλό δρόμο, είτε το χείριστο (Θου Κύριε...) επικρατήσει, θα είναι εξίσου απαραίτητοι. Η δημοκρατία κοστίζει ακριβά, όπως λένε, και φυσικά αδυνατεί να μαυρίσει τον εαυτό της στις εκλογές - μια και όλοι πια είμαστε δημοκράτες.
σχόλια