Πέμπτη βράδυ, 00:30, Μataroa
Σήμερα παίζει ο αγαπημένος μου dj έδω.O dj Poulakos (που δεν ονομάζεται έτσι φυσικά) είναι το αγόρι της Μ. κι έτσι τον ακολουθούμε όλα τα κορίτσια της LifO σαν πιστές γκρούπι στα μπαρ της Αθήνας. Κρεμόμαστε από το μπαρ, κάνουμε συντονισμένα χορευτικά και του ζαλίζουμε τα αυτιά ζητώντας να μας παίξει Shangri-las ενώ οι μαυροντυμένοι φίλοι του μας κοιτάζουν από απόσταση ευγενείας με βλέμματα συγκατάβασης κι αποδοκιμασίας. Η Μ. έχει αρχίσει κατά βάθος να προσεύχεται να σταματήσουμε πια να πηγαίνουμε και να την κάνουμε ρεζίλι. Εκείνος πάλι κάνει ότι δεν του αρέσει αλλά προφανώς γουστάρει («James Brown, ε; James Brown!» μου σφύριξε κάποτε ενθουσιασμένος κι άρχισε να κάνει φιγούρες τσάμικου έξω από την μπάρα). Όσο παίζει Ronettes παρατηρώ τη θέα - το Μataroa είναι πάνω στην Ιερά Οδό. Ο δρόμος είναι γεμάτος κλειστά συνεργεία και διάσπαρτα κλαμπ και μπουζούκια - ένα ξεχασμένο χριστουγεννιάτικο αστέρι αναβοσβήνει σε έναν στύλο. Έχω μπροστά μου μια θέα καθαρά αθηναϊκή: στα δεξιά, γωνία Ιεράς Οδού και Πειραιώς, υψώνεται ένα μεγαθήριο πλαισιωμένο από δυο πανύψηλους κίτρινους γερανούς. Στα αριστερά, ανάμεσα στα βιομηχανικά κτίρια ξεχωρίζει μια τυπική πολυκατοικία με μουσταρδί τέντες και σκονισμένους φίκους στα μπαλκόνια. Σε έναν τοίχο προβάλλει η άσπρη ταμπέλα ενός αναψυκτηρίου «Κρέπες, σάντουιτς, σφολιατοειδή, αναψυκτικά, χυμοί, καφέδες». Ίσια μπροστά ξεπροβάλλει η Ακρόπολη φωτισμένη σαν τούρτα. Σκέφτομαι πόσο περίεργο είναι που τα φώτα της Ακρόπολης σβήνουν στις 2:30. Και μετά ότι η Ακρόπολη είναι σαν φάντασμα - ακόμα κι όταν δεν είναι εκεί, η ιδέα της στοιχειώνει την πόλη.
Σάββατο βράδυ, σε ταξί στην οδό Πειραιώς
Είμαστε κολλημένοι στην κίνηση έξω από την Αγία Ειρήνη. Ο ταξιτζής, που φοράει χαβανέζικο πουκάμισο και μεγάλη χρυσή καδένα, μου μιλάει για την Τένια Μακρή. «Την πήρα κούρσα και την πήγα στο Άνω Καλαμάκι την προηγούμενη εβδομάδα. Μου έλεγε ότι η Ρούλα Κορομηλά είναι καλλιτέχνις». Κοιτάω αφηρημένη μια αποθήκη με ζαντολάστιχα όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ένα μήνυμα από άγνωστο αριθμό. «Στο Μπουρνάζι βρέχει, παπάκι μου. Θέλω να μάθω πού είσαι. Έξω για ποτάκι; Οδηγείς; Μου 'χεις λείψει τόσο». Στην αρχή με πιάνουν τα γέλια. Μετά σκέφτομαι ότι κάπου εκεί στο σκοτεινό Μπουρνάζι μια τύπισσα περιμένει το παπάκι της. «Νομίζω ότι έχεις λάθος νούμερο» απαντάω, και μετά σκέφτομαι «κουάκ, κουάκ».
σχόλια