Απεριποίητα, βρόμικα και παρατημένα για μήνες. Στάσιμα και μολυσμένα νερά, ρωγμές, σκουριά και εμφανείς φθορές, στρώματα μικροοργανισμών που επιπλέουν, μαύρη κρούστα στις λεκάνες και γενικά ένα σύνολο από απωθητικές εικόνες που δεν ταιριάζουν σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα συνθέτουν την όψη πολλών σιντριβανιών της Αθήνας. Τις τελευταίες μέρες μια διαμάχη ανάμεσα στο υπουργείο Πολιτισμού και τον δήμο Αθηναίων για τις εργασίες καθαρισμού και συντήρησης του σιντριβανιού στην Πλατεία Συντάγματος, κηρυγμένου ως μνημείου (Ε. Τσίλλερ, 1872), επανέφερε στον δημόσιο διάλογο τη θλιβερή κατάσταση των σιντριβανιών σε αρκετά σημεία της πρωτεύουσας.
Στην ανακοίνωσή του το υπουργείο Πολιτισμού ανέφερε: «Η μέριμνα για την καλή κατάσταση του σιντριβανιού, η εκπόνηση των μελετών, καθώς και η εκτέλεση των εργασιών είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη του δήμου, που οφείλει να πραγματοποιεί εγκαίρως. Οι Υπηρεσίες του ΥΠΠΟ έχουν μόνον την αρμοδιότητα της έγκρισης των σχετικών μελετών και της παρακολούθησης των επεμβάσεων κατά το στάδιο της εφαρμογής τους. Διευκρινίζεται, δε, ότι η κατάσταση του σιντριβανιού παρουσιάζει τα πάγια προβλήματα γλυπτών και κατασκευών που βρίσκονται στον δημόσιο χώρο ενός αστικού κέντρου. Η κακή εικόνα του οφείλεται κυρίως σε ακατάλληλες προηγούμενες επεμβάσεις επισκευαστικού χαρακτήρα (συμπληρώσεις απωλειών, σφραγίσεις ρωγμών/αρμών, καθώς και πιθανή χρήση επικαλυπτικού υλικού με μη συμβατά υλικά/άγνωστης προέλευσης) και στη συνέχεια στις αστοχίες αυτών των επεμβάσεων, οι οποίες έχουν εκτελεστεί χωρίς την έγκριση της Υπηρεσίας μας. Άλλες φθορές που παρουσιάζει αφορούν κυρίως σε βανδαλισμούς. Επισημαίνεται επίσης ότι η εικόνα αυτή είναι αποτέλεσμα αρκετών ετών παραμέλησής του. Τα προβλήματα που παρουσιάζει το σιντριβάνι επιλύονται με τη μελέτη που εκπονήθηκε από την Υπηρεσία μας, παρά τον φόρτο εργασίας, δεδομένου ότι έχει αρμοδιότητα σε εθνικό επίπεδο και εκτελεί έργα σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας. Η εν λόγω μελέτη έχει ήδη εισαχθεί στην Ημερήσια Διάταξη για να εξεταστεί στις 22/11/24 στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Μετά την έγκρισή της θα αποσταλεί στον δήμο Αθηναίων για τις δικές του ενέργειες».
Η σημερινή εικόνα των σιντριβανιών αντανακλά την αποξένωση από την έννοια του κοινού αστικού χώρου. Αυτή η αποξένωση είναι μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος στη σύγχρονη Ελλάδα: της έλλειψης οράματος για τον δημόσιο χώρο.
Από την πλευρά του, ο δήμος Αθηναίων υποστήριξε: «Μετά από 2 μήνες αδράνειας, τον περασμένο Αύγουστο ο δήμος Αθηναίων απευθύνθηκε εκ νέου στη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων για να λάβει την απάντηση ότι η εκπόνηση της μελέτης “είναι σε εξέλιξη”. Ο δήμος επανήλθε με νεότερη αλληλογραφία στα μέσα Νοεμβρίου, ζητώντας να μάθει εάν όντως υπάρχουν εξελίξεις, για να ενημερωθεί από τη Διεύθυνση του υπουργείου Πολιτισμού ότι η εκπόνηση της μελέτης παραμένει σε εξέλιξη, αλλά “λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων” υπάρχει καθυστέρηση. Μάλιστα, οι υπεύθυνοι εξέφραζαν την ελπίδα ότι η μελέτη θα έχει συνταχθεί έως το τέλος Δεκεμβρίου. Μας προκαλεί, λοιπόν, εύλογη απορία η ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, στην οποία αναφέρει ότι θεωρεί τον δήμο Αθηναίων ως αποκλειστικά υπεύθυνο για τη συντήρηση του σιντριβανιού του Συντάγματος. Και αυτό, γιατί, όπως προαναφέραμε, οι υπηρεσίες του ίδιου υπουργείου μάς ζήτησαν με ηλεκτρονική αλληλογραφία την 1η Μαΐου 2024 να μην προχωρήσουμε σε καμία ενέργεια, μέχρι να μας ειδοποιήσουν, δεδομένου ότι το σιντριβάνι είναι κηρυγμένο αυτεπάγγελτα ως μνημείο και συνεπώς υπόκειται στις αρμοδιότητές τους».
Η αντιπαράθεση αυτή ανέδειξε ξανά τον πυρήνα του προβλήματος. Έκπληκτοι οι περαστικοί και οι τουρίστες αντικρίζουν βρόμικο το σιντριβάνι του πιο κεντρικού σημείου της πόλης. Ωστόσο, δεν εντοπίζεται μόνο εκεί το πρόβλημα, αφού και άλλα σιντριβάνια της Αθήνας έχουν αφεθεί στην τύχη τους και έχουν μετατραπεί σε εστίες μόλυνσης. Μάλιστα, ακόμη και εμβληματικά υδροκίνητα γλυπτά, όπως το «Πεντάκυκλο» του Γ. Ζογγολόπουλου στην πλατεία Ομονοίας, εξακολουθούν να είναι ανενεργά, θυμίζοντας για άλλη μια φορά ότι η τέχνη στον δημόσιο χώρο μπορεί να αποτελεί μια μορφή επικοινωνίας, δεν έχει, όμως, πάντα το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Φυσικά, σε έναν καθημερινό περίπατο ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει τα ακαθάριστα και τα λιμνάζοντα νερά των σιντριβανιών, τα οποία πολλές φορές εξελίσσονται και σε κάδους σκουπιδιών. Ουσιαστικά, απουσιάζει πλήρως ένα ενιαίο σχέδιο προστασίας της αισθητικής της πόλης, αφού για μεγάλη χρονική περίοδο τα σιντριβάνια είτε υπολειτουργούν είτε παραμένουν ανενεργά. Είναι, θα λέγαμε, οι μαύρες τρύπες της Αθήνας.
Είναι γεγονός ότι σε πολλές πρωτεύουσες της Ευρώπης τα σιντριβάνια αποτελούν όχι μόνο πολύτιμη πηγή δροσιάς για τους καλοκαιρινούς μήνες αλλά και αστικά σημεία αναφοράς. Ο Στέλιος Κόης ανήκει στους πιο ταλαντούχους αρχιτέκτονες της χώρας μας. Στη συζήτησή μας σημειώνει: «Η εικόνα σιντριβανιών συχνά περικυκλωμένων με φράχτες και εμπόδια στη σύγχρονη πόλη της Αθήνας εκφράζει ένα ευρύτερο αστικό πρόβλημα. Αυτοί οι ζωντανοί δημόσιοι χώροι, πλούσιοι σε ιστορική, κοινωνική και περιβαλλοντική σημασία, έχουν μετατραπεί σε θύματα μιας ελαττωματικής σχέσης μεταξύ πολιτών, δημόσιου χώρου και αστικού περιβάλλοντος. Ενώ τα σιντριβάνια σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις λειτουργούν ως ελκυστικά, διαδραστικά στοιχεία της δημόσιας ζωής, η Αθήνα φαίνεται να έχει χάσει τον δρόμο της, εγκλωβίζοντας αυτά τα κοινά αγαθά, αντί να εκμεταλλευτεί τη δυνατότητά τους να ενισχύσουν τη συμμετοχή των πολιτών και την περιβαλλοντική ισορροπία. Στην αρχαία Αθήνα, οι δημόσιοι χώροι κατείχαν κεντρική θέση στην πολιτική ζωή. Τα σιντριβάνια δεν ήταν απλώς απομονωμένα διακοσμητικά στοιχεία, αλλά τόποι συνάθροισης, ενσωματωμένοι στην κοινωνική ζωή της πόλης, ανοιχτοί σε όλους τους πολίτες. Η αξία του διαλόγου μεταξύ του χτισμένου περιβάλλοντος και της φύσης, μεταξύ ανθρώπων και δημόσιου χώρου ήταν θεμελιώδης. Αντιπαραβάλλοντας αυτή την εικόνα με αυτήν της σύγχρονης Αθήνας, παρατηρούμε ότι ο δημόσιος χώρος συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία, ως κάτι που πρέπει να ελεγχθεί ή να περιοριστεί για λόγους ασφάλειας ή κόστους, και όχι ως ένα κοινόχρηστο, ζωντανό μέρος της πόλης».
Όσον αφορά την κατάσταση που επικρατεί σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, θα πει: «Αντίθετα, σε άλλες πόλεις του εξωτερικού, τα σιντριβάνια αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της δημόσιας ζωής, σχεδιάζονται για να προσκαλούν τη συμμετοχή και συντηρούνται με προσοχή. Σε αυτές τις πόλεις, τα υδάτινα στοιχεία δεν εκτιμώνται μόνο για την αισθητική τους αξία, αλλά και ως πολύτιμα περιβαλλοντικά αγαθά που ενισχύουν τη βιοποικιλότητα και βελτιώνουν το αστικό μικροκλίμα. Η σημερινή εικόνα των σιντριβανιών αντανακλά την αποξένωση από την έννοια του κοινού αστικού χώρου. Αυτή η αποξένωση είναι μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος στη σύγχρονη Ελλάδα: της έλλειψης οράματος για τον δημόσιο χώρο. Η ευημερία των δημόσιων χώρων δεν εξαρτάται μόνο από τις υποδομές, αλλά και από την καλλιέργεια μιας κουλτούρας συμμετοχής, περιβαλλοντικής υπευθυνότητας και φροντίδας. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε πλήρως το δυναμικό των σιντριβανιών, επανεντάσσοντάς τα στην καρδιά της αστικής ζωής».
Από την πλευρά της, η Αγνή Πικιώνη, κόρη του Δημήτρη Πικιώνη, του οραματιστή αρχιτέκτονα που είχε αφοσιωθεί στη λαϊκή αρχιτεκτονική, θα πει: «Πιστεύω πως η κουλτούρα του σιντριβανιού δεν υπάρχει στους Έλληνες –όπως και εν μέρει η κουλτούρα του πάρκου–, τουλάχιστον με τον τρόπο που υπάρχει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ένας τυφλός μιμητισμός των ευρωπαϊκών παραδειγμάτων θα ταίριαζε στην Αθήνα, με τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της. Τα σιντριβάνια της Αθήνας είχαν πάντα έναν διακοσμητικό χαρακτήρα, τοποθετημένα συνήθως στο κέντρο μιας πλατείας. Με την πάροδο των χρόνων, τη ραγδαία αλλαγή του τρόπου ζωής των Αθηναίων, την υποβάθμιση του δημόσιου χώρου ειδικά την τελευταία 15ετία και την έλλειψη συντήρησης, τα περισσότερα απαξιώθηκαν, καταλήγοντας σχεδόν αόρατα στο βλέμμα του περαστικού. Οι μόνοι που μοιάζουν να τα εκτιμούν είναι οι τουρίστες τις καυτές μέρες του καλοκαιριού». Η διακεκριμένη αρχιτέκτονας υπενθυμίζει: «Πέρυσι, ο δήμος Αθηναίων αποκατέστησε, καθάρισε και επισκεύασε αρκετά από αυτά και τα είδαμε έπειτα από χρόνια να λειτουργούν ξανά. Ελπίζουμε η προσπάθεια αυτή να είναι συστηματική και όχι αποσπασματική. Θεωρώ όμως ότι και αυτό δεν αρκεί».
Και συμπληρώνει: «Τα σιντριβάνια απομονώνουν τον θόρυβο της πόλης, δροσίζουν και συνεισφέρουν στο μικροκλίμα της περιοχής. Θα πρέπει στον σχεδιασμό τους να λαμβάνονται υπόψη η κατάλληλη χωροθεσία, η κλίμακα του ελληνικού χώρου, οι νέες κλιματικές συνθήκες που διαμορφώνονται, η σχέση και κυρίως η αλληλεπίδρασή τους με το ανθρώπινο στοιχείο. Δείτε για παράδειγμα τι όμορφη ατμόσφαιρα δημιουργείται στους πίδακες του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου με τα παιδάκια να παίζουν για ώρες με τα νερά και πόσο αμήχανο είναι, αντίστοιχα, το σιντριβάνι στη συμβολή της λεωφόρου Αλεξάνδρας με την Πατησίων». Τι πιστεύει ότι χρειάζεται για να βελτιωθεί η εικόνα τους; «Απαιτείται μια ολιστική αντιμετώπιση των χώρων από αρχιτέκτονες –και όχι από τους εργολάβους των δημόσιων υπηρεσιών–, που να συμπεριλαμβάνει και τα σιντριβάνια, αλλά και σημεία ανάπαυσης, πρασίνου, παιχνιδιού με τα υδάτινα στοιχεία, σκίασης και λελογισμένης χρήσης τραπεζοκαθισμάτων με έναν “καθαρό” οπτικά και λειτουργικό και όχι εξεζητημένο σχεδιασμό, που να επιτρέπει παράλληλα την ανεμπόδιστη και ποιοτική κίνηση των ανθρώπων. Μια διαφορετική αντίληψη δηλαδή από αυτήν που διέπει την πλατεία Κοτζιά, όπου σε μια τεράστια, έρημη και αφιλόξενη έκταση τσιμέντου στέκει μόνο του το σιντριβάνι με μόνη παρέα τα περιστέρια», απαντά.
Σε ένα δημοσίευμά τους οι «New York Times» υπογράμμιζαν ότι ακόμα και κάποιες συγκριτικά πρωτόγονες κοινωνίες είχαν κατασκευάσει σιντριβάνια, και πρόσφατες έρευνες είχαν δείξει ότι οι Μάγια πρέπει να ήταν μία από αυτές. Αναντίρρητα, τα σιντριβάνια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία και τον πολιτισμό και της Αθήνας. Με ποιους τρόπους, όμως, μπορούν τα σιντριβάνια, τα οποία παραμένουν παραδομένα στη φθορά του χρόνου και την εγκατάλειψη, να γίνουν ξανά πηγή ζωής και κομμάτι της καθημερινότητας των πολιτών;
Ο ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Ανδρέας Γιακουμακάτος, επισημαίνει: «Τα δημόσια σιντριβάνια ταυτίζονται ιστορικά με τις πηγές νερού για χρήση από τους κατοίκους των πόλεων. Ήδη από την αρχαιότητα (ιδιαιτέρως τη ρωμαϊκή) αυτές οι πηγές νερού που τροφοδοτούνταν κατάλληλα από αντίστοιχα υδραγωγεία, αποτελούσαν στοιχείο επιβίωσης στην πόλη και εγγύηση ευζωΐας. Στα νεότερα χρόνια, από την Αναγέννηση και μετά, τα δημόσια σιντριβάνια άρχισαν να διαμορφώνονται οργανικά και σε σχέση με τον σχεδιασμό των πόλεων. Άρχισαν δηλαδή να έχουν ρόλο για την πολεοδομική ανάπτυξη και να αποτελούν σημεία αναφοράς για τη διάπλαση της αστικής σκηνογραφίας (όπως π.χ. οι οβελίσκοι). Είχαν τη δυνατότητα, με τη συνεχή ανάπτυξη όλο και πιο ευρηματικών λύσεων σε ό,τι αφορά τον γλυπτικό σχεδιασμό και τα παιχνίδια του νερού, να αποκτούν μνημειακό χαρακτήρα και να ενισχύουν την ιδέα της ευμάρειας του κοινωνικού συνόλου, ενώ παράλληλα να είναι μάρτυρες ισχύος και κοσμικής εξουσίας. Η επίδειξη ισχύος και η παιγνιώδης θεατρικότητα αυτών των κατεξοχήν αστικών επεισοδίων είναι χαρακτηριστικά του κλασικού παραδείγματος, της περιόδου του μπαρόκ. Στα νεότερα χρόνια, από τον 19ο αιώνα και μετά, τα δημόσια σιντριβάνια συνέχισαν να αποτελούν κόμβους πολεοδομικής ρύθμισης και νησίδες δημόσιας αναψυχής και παράλληλα να βελτιώνουν το βιώσιμο περιβάλλον με τη δημιουργία ενός ιδιαίτερου μικροκλίματος, να ενισχύουν την κοινωνικότητα και τον ζωογόνο χαρακτήρα της χρήσης του νερού στην πόλη −αρχέγονο στοιχείο της ανθρώπινης επιβίωσης−, να μετατρέπουν τον αστικό χώρο σε περιβάλλον συλλογικού θεάματος. Όλο και περισσότερο, η χρήση του νερού στην πόλη δεν πραγματοποιείται μόνο με την υλοποίηση σιντριβανιών που τα παρατηρεί κανείς παθητικά, έστω κάτω από τη δροσιά τους, αλλά και με τον σχεδιασμό πλατειών-χώρων-επιπέδων όπου ενθαρρύνεται η διαδραστική σχέση και ενεργός συμμετοχή των χρηστών στα παιχνίδια του νερού».
Η συζήτηση επιστρέφει στο σήμερα και ο κ. Γιακουμακάτος υπογραμμίζει: «Αν στο παρελθόν τα δημόσια σιντριβάνια είχαν κυρίως μνημειακό χαρακτήρα, σήμερα με τον σύνθετο αρχιτεκτονικό-γλυπτικό σχεδιασμό με προηγμένες τεχνικές ακόμη και σε ό,τι αφορά την ένταση του νερού, και τις εντυπωσιακές υδάτινες συνθέσεις με τη χρήση εξελιγμένων μεθόδων φωτισμού, μπορεί να είναι εξίσου υποβλητικά σε σχέση με το παρελθόν και να δημιουργούν μια ιδιαίτερη ψυχολογική και συναισθηματική ευεξία. Ένα παράδειγμα που αγαπώ ιδιαίτερα είναι το Fontaine des automates στο Παρίσι, παραπλεύρως της πλατείας του Κέντρου Ζορζ Πομπιντού. Σχεδιασμένο το 1983 από τους Jean Tinguely και Niki de Saint Phalle, είναι γνωστό και ως σιντριβάνι Ιγκόρ Στραβίνσκι, καθώς η σύλληψή του βασίζεται σε διάσημα μουσικά έργα όπως “Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης”, “Το πουλί της Φωτιάς” και ο “Πετρούσκα”. Τα πολύχρωμα γλυπτά-πλάσματα της φαντασίας στο σιντριβάνι κινούνται ανάλογα με τη ροή του νερού, δημιουργώντας μια παιγνιώδη και ονειρική ψευδαίσθηση αντίστοιχη με την πρωτόγονη, παραμυθένια αύρα της μουσικής του μεγάλου Ρώσου συνθέτη».
Σε ό,τι αφορά την ελληνική περίπτωση, καταλήγει: «Η έλλειψη αστικών σιντριβανιών οφείλεται προφανώς στη γνωστή και αταβιστική έλλειψη ενδιαφέροντος για τον δημόσιο χώρο, για τον σχεδιασμό του και βέβαια για την προστασία, φροντίδα και συντήρηση υποδομών εκ των πραγμάτων ευάλωτων. Έχει να κάνει με τον τρόπο που ζούμε στην πόλη, με τον τρόπο που τη χρησιμοποιούμε. Αν το δημόσιο σιντριβάνι, από την Αναγέννηση ως τις μέρες μας, αποτελεί σύμβολο της δημόσιας πόλης και έκφραση της κοινότητας, της δημοκρατικής χρήσης του χώρου και της συλλογικής ευτυχίας, η απουσία αυτού του στοιχείου στα καθ’ ημάς σχετίζεται με την ιδιωτική αντίληψη και χρήση της πόλης. Σε έναν δημόσιο χώρο συγκρουσιακό, που δεν είναι κανενός (εκτός εάν τον χρησιμοποιούμε ιδιοτελώς), δεν αισθανόμαστε την έλλειψη στοιχείων που συνιστούν πυκνωτές συλλογικής ευζωίας και αρμονικής συμβίωσης».