Με τις βιογραφίες μεγάλων ανδρών νιώθουμε παραισθησιογόνα γοητεία απλά και μόνο επειδή μπροστά στα μάτια μας ξεμοντάρουν τα σώψυχα του βιογραφούμενου και εμμέσως τα δικά μας. Έστω και σε αναλογία ενός προς χίλια, όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους, γεγονός που κανείς δεν μπορεί να συγχωρέσει σε κανέναν. Ο Εγγλέζος Ντέιβιντ Τόμσον, επιχειρώντας τη βιογραφία του Γουέλς, γνώριζε τις παραδοσιακές παγίδες: είναι λάθος να εξηγούμε τα έργα μέσω της ζωής του δημιουργού, λάθος επίσης να εξηγούμε τη ζωή του μέσω των έργων, όπως είναι λάθος να στήνουμε μια ψευδο-ολότητα, όπου έργο, ζωή και εποχή αλληλοερμηνεύονται σχεδόν αφ' εαυτών διά της απλής περιγραφής. Και όμως το εγχείρημα είναι επιτυχές.
Ξεμπερδεύοντας με τους γονείς του ήδη από την εφηβική ηλικία (που λέει ο λόγος), ο Όρσον έτρεφε την απόλυτη πεποίθηση ότι ήταν παιδί θαύμα, ότι δεν έμοιαζε με κανέναν και ούτε (θα) επέτρεπε να του μοιάσει. Άτομο «κοιλάρφανο», με αδελφό που κατέληξε στο ψυχιατρείο, περιφρόνησε τις σπουδές και εξ απαλών ονύχων έπαιζε βιολί, απήγγελλε με άνεση κατεβατά ολόκληρα από κλασικά έργα, δείχνοντας ακατάσχετη έφεση για κάθε λογής θεαματικότητα και θεατρικότητα. Η πρώτη «σκηνή» βέβαια είναι η καθημερινή ζωή. Εκεί φίλοι, γνωστοί, θαυμαστές και παρατρεχάμενοι ένιωσαν με κάποιο δέος και δυσφορία ότι ο νεαρός -στα 14 του ήταν 90 κιλά και 1,87 ύψος- δεν είναι συνηθισμένος εγωιστής· ο εγωκεντρισμός του άγγιζε το τερατώδες· το ωκεάνειο συναίσθημα που τον διακατείχε δικαιολογούσε υποψίες για παράνοια· σε κάθε του συναναστροφή αποκτούσε κομπάρσους, με αποτέλεσμα να νιώθει «αηδιασμένος από τη μοναξιά της μεγαλειότητάς του». Ο Καζάν θα πει: «Έλαμπε και βρομοκοπούσε δόξα και σαρκική μεγαλοπρέπεια». Πράγματι, η παρουσία του, ακόμη κι όταν κατέληξε βουνό από κρέας, ήταν όμορφη, αρρενωπή και με ένα στοιχείο αυτοκρατορικής επιβολής.
Εκ των υστέρων μπορούμε να διερωτηθούμε: τι προοριζόταν να κάνει; Αν λέγαμε ότι η ζωή τον χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει τον Πολίτη Κέιν, θα πέφταμε έξω. Η περίπτωσή του υπάκουε σε άλλο, βαθύτερο προσωπικό πάθος. Ζώντας σε μια χώρα όπου η δημόσια σκηνή ήταν παλκοσένικο και το ραδιόφωνο μαζί με τον κινηματογράφο θέριευαν, ο Όρσον αποφάσισε να κατακτήσει το παν με όλα τα μέσα. Ιδιωτική ζωή γι' αυτόν δεν υπήρχε, κι ας έκανε γάμους, κι ας απέκτησε παιδιά. Ήταν καρχαρίας της· δημοσιότητας. Κάθε του μέρα ήταν επίθεση και εκστρατεία· δεν δεχόταν τη φιλία διότι ο φίλος απαιτεί ισότητα και ανταπόκριση· το μέγα δέλεαρ γι' αυτόν ήταν το πλήθος, η κοινή γνώμη (κι ας την περιφρονούσε), ήθελε να είναι ο άνθρωπος των μαζών, με έναν λόγο ολόκληρη η Αμερική και ολόκληρη η υφήλιος να υποκλιθούν στην υπερφυσική του παρουσία. Σωστά οι οξυδερκείς συνεργάτες του ψυχανεμίζονταν στα μύχια αυτού του φαινομένου κάποιο κενό, την παθολογική απουσία ενός κέντρου.
Ο ίδιος ένιωθε πρωτοφανές αριστούργημα, κατά συνέπεια οι πάντες όφειλαν να αποδεχθούν το μεγαλείο του, να ομολογήσουν ότι άλλο αυτοί και άλλο η θυελλωδώς προελάσουσα «Γουελσιάδα». Η γνωστή του εκπομπή στο ραδιόφωνο για τον Πόλεμο των Κόσμων ουσιαστικά τον έκανε γνωστό από την Ανατολική ως τη Δυτική Ακτή. Είχε ήδη το απαραίτητο υπόβαθρο για να βάλει στο χέρι τους χρηματοδότες. Δεν μιλάμε για έναν άνθρωπο που απομονωνόταν να γράψει, που συνελάμβανε μιαν ιδέα και ζητούσε χρόνο για να την αναπτύξει. Ο ιδιοφυής από την Κενόσα, όπως διεκδικούσε το δικαίωμα να είναι επιτομή της ανθρωπότητας, με τον ίδιο τρόπο γεννοβολούσε ιδέες, σενάρια, θεατρικές προσαρμογές, κι από κοντά ψεύδη, απάτες, ξεδιαντροπιές, αχαριστίες, ματαιώσεις, αντιπάθειες.
Φυσιολογικότατα το Χόλιγουντ, αφού είδε κι απόειδε, τον ξέρασε προς την Ευρώπη, όπου βέβαια δεν έχασε την ευκαιρία να λάμψει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν ήταν μόνο ηθοποιός, σκηνοθέτης, θεατράνθρωπος, ραδιοσχολιαστής, συγγραφέας σεναρίων, αλλά και θαυματοποιός, σόουμαν και τσαρλατάνος - ένα υπέροχο κήτος, τέλος πάντων, που γοήτευσε τη Ρίτα Χέιγουορθ όσο και τον Τσώρτσιλ και τον Ρούσβελτ. Όλοι πάντως όσοι γεύτηκαν την ιδιωτική του ζωή συμφωνούν: ζούσε μέσα σε ένα κλίμα λατρευτικής ιδιωτικής θρησκείας του εαυτού του που δεν επιζητούσε την απομόνωση άλλα την ασυγκράτητη δημοσιότητα. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο: όταν γεννήθηκε η κόρη του δεν μπόρεσε να καταλάβει τι είναι ένα μωρό. Πώς να λατρέψει κάτι έξω από τον εαυτό του; Πιθανότατα ο Γουέλς φρονούσε ότι ήταν πλατύτερος από την ίδια τη ζωή, κάτι σαν εξαίσιο θεϊκό σφάλμα ή άνθρωπος με δυνάμεις εκατοντάδων ανθρώπων. Μέσα του μιλούσε το ανεξήγητο όσο και το δράμα ενός πλαστογραφημένου εαυτού.
Σε παρόμοιες περιπτώσεις η κατάθλιψη, η αυτοκτονία -όπως στον Χεμινγουέι- ή η συντριβή έρχονται ως εύλογη κατάληξη. Ο Γουέλς δεν έλαμψε όσο του άξιζε στο Χόλιγουντ· το σύστημα δεν τον ανέχτηκε μέχρι τέλους. Τον Οκτώβρη του 1985 που θα πεθάνει, δεν ένιωθε νικητής παρά απογοητευμένος, απορριφθείς και αποτυχημένος. Ήταν ένας άνθρωπος υπέρβαρος, διαβητικός και με καταπονημένη καρδιά. Πέθανε μόνος, χωρίς καν νοσοκόμα, δακτυλογραφώντας ένα πλάνο γυρισμάτων για την επόμενη μέρα. Αυτός που χλεύαζε το ακροατήριό του με τη φράση «πώς γίνεται να είστε τόσοι λίγοι και εγώ τόσοι πολλοί;» αναγνώρισε τελικά στον μέγα εαυτό του το δικαίωμα στην αυτοκαταστροφή. Πέθανε, θα λέγαμε, σε απόσταση από τον εαυτό του.
Η μετάφραση του Δημήτρη Νόλλα στο ύψος του βιβλίου.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Ντέιβιντ Τόμσον: ROSEBUD - Η ζωή του Όρσον Γουέλς, μτφρ. Δημήτρης Νόλλας, εκδόσεις Πάπυρος.
σχόλια