Το Βυζαντινό Μουσείο τιμά τη μνήμη του Φώτη Κόντογλου, για τα 50 χρόνια από τον θάνατό του, παρουσιάζοντας όχι μόνον το ζωγραφικό του έργο, κοσμικό και θρησκευτικό, αλλά και φωτίζοντας, για πρώτη φορά, την προσωπικότητά του ως λογοτέχνη, κριτικού, ερευνητή των βυζαντινών χρωμάτων και συντηρητή.
Η διάρθρωση της έκθεσης είναι χρονολογική. Ακολουθεί τον καλλιτέχνη από το Αϊβαλί, όπου γεννήθηκε, στο Παρίσι όπου μαθήτευσε, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπου ταξίδεψε, αλλά και στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι και το τέλος της ζωής του. Περιλαμβάνει 150 έργα και περισσότερα από 100 τεκμήρια (εκδόσεις, φωτογραφίες, χειρόγραφα, συμβόλαια, επιστολές) από τα Ιστορικά και Φωτογραφικά Αρχεία του Βυζαντινού Μουσείου και από αρχεία ιδιωτικών συλλογών.
Τα περισσότερα τεκμήρια προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Φώτη Κόντογλου. Το αρχείο Φ. Κόντογλου δωρήθηκε το 2014 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μου σείο από τους εγγονούς του καλλιτέχνη, Παναγιώτη και Φώτη Μαρτίνο, και αποτελεί πλεόν διακριτό μέρος των Ιστορικών και Φωτογραφικών Αρχείων του ΒΧΜ. Από το πολύτιμο αυτό αρχείο εκτίθενται φωτογραφίες, επιφυλλίδες του στον ημερήσιο τύπο της εποχής, χειρόγραφα αδημοσίευτων κειμένων του, σημαντικά τεκμήρια από την αλληλογραφία του, συμβόλαια που αφορούν δημόσιες εκκλησιαστικές και ιδιωτικές παραγγελίες αγιογραφικών συνόλων, σημειώσεις και προσωπικές μελέτες σχετικές με θεολογικά και καλλιτεχνικά θέματα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενα αλλά και μελέτες άλλων συγγραφέων για τον Φ. Κόντογλου.
Φώτης Κόντογλου: «Ό,τι έκανα τόκανα στ'όνομα της απλότητας.»
Ο Φώτης Αποστολέλης, γνωστός ως Φώτης Κόντογλου ή Κόντογλους, γεννήθηκε το 1895 στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του ανατράφηκε από τον αδελφό της μητέρας του, ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου. Mετά το 1913, όταν έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, υιοθετεί το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του.
Δυο χρόνια αργότερα εγκαταλείπει τις σπουδές και ξεκινά μια μυθιστορηματική περιπλάνηση με σταθμούς σε Βέλγιο, Ισπανία, Γαλλία και κατάληξη το Παρίσι. Εργάζεται ως ανθρακωρύχος, εργάτης, μεταφραστής, εικονογράφος σε περιοδικά, και παράλληλα μελετά και ζωγραφίζει. Στενότερος φίλος του στη γαλλική μητρόπολη είναι ο Σπύρος Παπαλουκάς, του οποίου το έργο και τις αναζητήσεις θαυμάζει. Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί και διδάσκει καλλιτεχνικά και γαλλικά σε σχολείο.
Ο σημαντικότερος καρπός της γνωριμίας του με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα, είναι η έκδοση του πρώτου λογοτεχνικού του έργου, του ρομάντζου, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, Pedro Cazas, που γράφτηκε στο Παρίσι στα 1918 και τυπώθηκε στα 1920 στο Αϊβαλί. Το έργο με τους γλωσσικούς νεωτερισμούς του δημιουργεί ρήξη με την τρέχουσα ελληνική λογοτεχνική παράδοση και χαιρετίζεται από τους σημαντικότερους λογοτέχνες. Στο αρχείο Kόντογλου φυλάσσονται σημειώματα και επιστολές του Καζαντζάκη, του Βενέζη, κ.ά. με διθυραμβικά σχόλια. Από τα νεανικά του χρόνια στο Παρίσι ως το τέλος της ζωής του, η λογοτεχνική του δραστηριότητα συμπορεύεται με τη ζωγραφική, καθώς, όπως καταθέτει ο ίδιος στο επόμενο έργο του, τη Βασάντα, συλλογή μικρών αυτοβιογραφικών κειμένων, διηγημάτων και μεταφραστικών δοκιμών, που εκδόθηκε στα 1924, «Ὁ ποιητὴς εἶναι ἀνάγκη δίχως ἄλλο νἄ’χει χαρίσματα ζωγράφου… Στὴν τέχνη τοῦ συγγραφέα χρειάζεται νὰ γίνει ζουγραφιὰ τὸ κάθε τι...».
Το 1921 επιστρατεύεται στη Σμύρνη και με τη Μικρασιατική Καταστροφή βρίσκεται πρόσφυγας, αρχικά για λίγους μήνες στη Μυτιλήνη, για να καταλήξει στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1922. Η θεματολογία των χαμένων πατρίδων και της προσφυγιάς αποτελεί έκτοτε κεντρικό άξονα της ζωγραφικής και λογοτεχνικής του έκφρασης.
Από την Αθήνα, όπου εργάζεται ως συγγραφέας και εικονογράφος λημμάτων στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη και στις εκδόσεις Γανιάρη, ταξιδεύει την άνοιξη του 1923 στο Άγιον Όρος. Η τρίμηνη παραμονή του εκεί θα αποτελέσει, όπως ο ίδιος καταθέτει, μια σημαντική πνευματική και καλλιτεχνική εμπειρία και θα σημάνει το ξεκίνημα της συστηματικής μελέτης της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης, μελέτης που θα κρατήσει ως το τέλος της ζωής του. Τις εντυπώσεις από το ταξίδι στο Όρος θα τις αποτυπώσει εν είδει ημερολογίου επίσης στη Βασάντα «Μοναστήρι Μεγίστης Λαύρας: Τ΄ἀρχονταρίκι εἶναι δικό μου ὁλάκερο. Ἕνας ἁπλόχωρος καὶ χαμηλοτάβανος βυζαντινὸς ὀντάς, μὲ δύο παμπάλαιες τεσσαράγκωνες κολῶνες, καὶ μ' ἕνα ταβάνι πλουμισμένο μὲ παλιὲς ζουγραφιές, ποὺ παρασταίνουνε πουλιά, ἄνθια καὶ φροῦτα. Παλιά. Παμπάλαια. Αὐτὸ τὸ ἀνώγειο εἶναι ἀπαράλλαχτο σὰν καὶ κεῖνα τὰ ἀγερικὰ κι' ἀνοιχτὰ οἰκήματα ποὺ βλέπουμε συχνὰ στὶς βυζαντινὲς ζουγραφιές, προπάντων στὸν Εὐαγγελισμό.». Στην Αθωνική Πολιτεία ο Κόντογλου φιλοτεχνεί μεγάλη σειρά έργων, τοπία, σκηνές από τον βίο των μοναχών και «ἀντιγραφὲς κι ἀνασυνθέσεις», όπως ο ίδιος τις χαρακτηρίζει, τοιχογραφιών και φορητών εικόνων, τα οποία εκθέτει αμέσως μετά το ταξίδι του, πρώτα στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην πρώτη του έκθεση στην Αθήνα, στο Λύκειο Ελληνίδων, το φθινόπωρο του 1923. Στον κατάλογο της έκθεσης στοιχειοθετεί τον τρόπο προσέγγισης της βυζαντινής ζωγραφικής: «Αὐτὲς τὶς ζωγραφιὲς τὶς πλησίασα μ’ ἕνα αἴσθημα ποὺ χρωστιέται σὲ μιὰ ἱδιοσυγκρασία πλασμένη ἀνάλογα μὲ τοῦ Βυζαντινοῦ, καὶ σὲ μιὰ αὐστηρὴ Χριστιανικὴ ἀνατροφή…». Την ίδια χρονιά θα τυπώσει τα αντίγραφα από το Όρος σε ένα λεύκωμα, την Τέχνη τοῦ Ἄθω.
Στα 1924 ταξιδεύει εκ νέου στο Όρος, αυτή τη φορά για λογαριασμό του Διονύσιου Λοβέρδου, ιδρυτή του ομώνυμου Μουσείου Βυζαντινής Τέχνης, με σκοπό να φιλοτεχνήσει αντίγραφα εικόνων για ένα επτανησιακό τέμπλο που καταλάμβανε κεντρική θέση στους χώρους του μουσείου. Φιλοτεχνεί 25 εικόνες σε ξύλο, οι περισσότερες από τις οποίες φέρουν χρονολογία 1925 και φυλάσσονται ως δωρεά της Οικογενείας Λοβέρδου στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Ολόκληρη τη δεκαετία του 1920 ο Κόντογλου ταξιδεύει στις Κυκλάδες, την Εύβοια, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, μελετά και αποτυπώνει κοσμικά και θρησκευτικά μνημεία που χρονολογούνται από τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια έως τους χρόνους της Επανάστασης και ταυτόχρονα διαμορφώνει σταδιακά το ζωγραφικό του ιδίωμα, τη λογοτεχνική του γλώσσα, τα θέματα, αλλά και τις θέσεις του σε επίπεδο θεωρητικού λόγου. Στα 1928 οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις αποτυπώνονται στα Ταξίδια. Στο έργο αυτό ο Κόντογλου αναδεικνύεται εξαίρετος περιηγητής και ιστορικός των μνημείων του ελληνικού χώρου και ταυτόχρονα λαϊκός παραμυθάς των παραδόσεων του νεώτερου ελληνισμού. Τρία από τα σχέδια που εικονογραφούν βυζαντινά θέματα στο βιβλίο, στα Ταξίδια, κατέληξαν, πιθανώς ως δώρο του καλλιτέχνη στον διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου Γεώργιο Σωτηρίου, στις συλλογές του Μουσείου. Κοντά στα ιστορικά θέματα και στον κόσμο της προσφυγιάς αυτή την περίοδο παγιώνονται τα θέματα που αφορούν την ιστορία του ελληνισμού, τη βυζαντινή, μεταβυζαντινή και λαϊκή τέχνη, τη θάλασσα και τη ναυτοσύνη. Το αρχείο Κόντογλου παραδίδει πλήθος σχεδίων και σημειωματαρίων για τα καράβια και την ιστορία τους. Ο Κόντογλου είναι αυτός που θα συστήσει με τις μεταφράσεις του στο ελληνικό κοινό κείμενα του Στήβενσον, του Νταφόε, του Πόε, όλα με ιστορίες από τον κόσμο των ανθρώπων της θάλασσας.
Στα 1925 παντρεύεται τη συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη με την οποία αποκτά μια κόρη. Την ίδια χρονιά συμμετέχει ως εκδότης και επιμελητήςστη δημιουργία του περιοδικού Φιλική Ἑταιρία όπου δημοσιεύει σχέδια, κείμενα και μεταφράσεις. Αρθρογραφεί στα Ελληνικά Γράμματα το 1928 για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, προσωπικότητα την οποία ξεχωρίζει από τον ελληνισμό της Διασποράς, τη συνδέει με την παράδοση της Κρητικής Σχολής, και εικονογραφεί τα άρθρα του με σειρά αντιγράφων έργων του Γκρέκο της ισπανικής περιόδου, του μόνου καλλιτέχνη που «καταδεχόταν» ο Κόντογλου να μελετήσει διά της αντιγραφής. Το έργο του Θεοτοκόπουλου επιδρά και στο κοσμικό έργο του Κόντογλου. Το πορτραῖτο τοῦ Ν. Χρυσοχόου (1924) και ο Λαοκόων (1938) είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της αφομοίωσης του Κρητικού ζωγράφου από τον Αϊβαλιώτη ομότεχνό του. Στο περιοδικό Ἑλληνικὰ Γράμματα το 1929 σε σειρά άρθρων με τον τίτλο «Γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ ἰδέα ἀπὸ ζωγραφική» επιχειρεί ιστορική μορφολογική ανάλυση της ζωγραφικής με έμφαση στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών και των αρετών της βυζαντινής τέχνης και της ιταλικής Αναγέννησης.
Στο ζωγραφικό του ύφος μέχρι το 1926 συνεκφέρονται ποικίλες δυτικές αναφορές, σε μια διαρκή αναζήτηση ύφους. Εμφανής είναι η εξπρεσιονίζουσα γραφή σε σχέδια και πορτραίτα (πορτραίτο Ν. Χρυσοχόου), απόηχοι του ιαπωνισμού στα σχέδια εικονογράφησης των βιβλίων του (Βασάντα), απόηχοι της ζωγραφικής του Βαν Γκογκ στις σκληρές βασανισμένες μορφές των θαλασσινών ηρώων του, ένα μετεμπρεσιονιστικής καταγωγής ύφος συγγενές των Ναμπί, στο ευαίσθητο πορτραίτο της αδελφής του Τασίτσας με τα επίπεδα χρώματα που δημοσιεύεται στη Βασάντα, διακοσμητικές καλλιγραφικές εκφάνσεις της art nouveau και της Sezession στο στυλιζάρισμα των σχεδίων του στο έργο της Ναταλίας Μελά, Παῦλος Μελᾶς, υστερορομαντικά χαρακτηριστικά στα τοπία του κι έναςακαδημαϊκός νατουραλισμός στην ποιητική συλλογή Θαλασσινά του Α. Μαμμέλη (1925).Ο Κόντογλου αναζητά εκφραστικούς τρόπους, δηλώνει τις πηγές και τις μελέτες του, αλλά δεν κατασταλάζει σε κάποιο από τα σύγχρονά του ρεύματα. Σταδιακά και με όλο μεγαλύτερη βεβαιότητα από το β΄ μισό της δεκαετίας εγκαταλείπει τις δυτικοευρωπαϊκές αναφορές και καταλήγει σε ένα ιδίωμα-κράμα βυζαντινής, μεταβυζαντινής και λαϊκής ζωγραφικής. Η τομή στην καλλιτεχνική του πορεία συντελείται με τη μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής παράδοσης μέσα από το πλήθος των αντιγράφων που φιλοτεχνεί μπροστά στα μνημεία. Ο Μακεδονομάχος (1926), τα τοπία του Ταΰγετου (1927), της Χαλκίδας (1929), Η πόρτα τοῦ Παλαμηδιοῦ (1928) όσο και η εικονογράφηση των Παραμυθιῶν του Γεωργίου Μέγα (1927), μαρτυρούν την προτίμησή του στην τέχνη των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Για δυο ολόκληρες δεκαετίες, ο Κόντογλου συμμετέχει ενεργά στην έρευνα, μελέτη και διάσωση των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη διαμόρφωση του προσωπικού του ιδιώματος που πατά στα μορφολογικά χνάρια της ελληνικής τέχνης από την όψιμη αρχαιότητα μέχρι και την εποχή του. Με αφετηρία την εικονογραφική και μορφολογική γλώσσα της βυζαντινής παράδοσης δημιουργεί νέα θέματα κοσμικά και θρησκευτικά, επικαιροποιώντας ένα ιστορικό ζωγραφικό ιδίωμα. Η βυζαντινή ζωγραφική στη διαχρονία της ως και τον 19ο αιώνα βρίσκει στο χρωστήρα του Κόντογλου τη θεμιτή φυσική της συνέχεια. Από μελετητής της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής γίνεται συνεχιστής της.
Η δεκαετία του 1930 σηματοδοτείται από τη δημιουργία τριών μεγάλων τοιχογραφικών συνόλων, στα οποία κρυσταλλώνεται το ζωγραφικό του ύφος. Στα 1932 εικονογραφεί σε φρέσκο έναν τοίχο του σπιτιού του με τη βοήθεια των μαθητών του Γιάννη Τσαρούχη και Νίκου Εγγονόπουλου, σύμφωνα με το εικονογραφικό πρόγραμμα μιας μεταβυζαντινής εκκλησίας. Από την ποδέα στο κάτω μέρος του τοίχου, μέχρι τις αφηγηματικές ζώνες, τα μετάλλια στο άνω μέρος και την κτητορική επιγραφή, ο Κόντογλου παρουσιάζει ένα μανιφέστο εφαρμογής της μεταβυζαντινής μνημειακής θρησκευτικής ζωγραφικής σε κοσμικό σύνολο με απόλυτα προσωπικό χαρακτήρα. Το έργο για την ακρίβεια αποτελεί ένα ξεδίπλωμα της προσωπικής μυθολογίας του Αϊβαλιώτη ζωγράφου. Με τον τρόπο αυτό επιβάλλει το ιδίωμα του ως μια ζωντανή ζωγραφική γλώσσα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, σε βυζαντινότροπη γραφή, κατά κύριο λόγο, και με άλλες υφολογικές αναφορές από διάφορες φάσεις της ελληνικής τέχνης, επιχειρεί, από το 1937 έως το 1940, να αφηγηθεί την ιστορική πορεία της ελληνικής φυλής από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι και τους επαναστατικούς χρόνους του 1821 στην εικονογράφηση δύο αιθουσών του Δημαρχείου της Αθήνας.
Στα 1936 διακοσμεί σε λαϊκό ύφος το χαμάμ Πίσσα-Παπαηλιού στην οδό Βερανζέρου, έργο που δεν σώζεται πλέον, παρά μόνο σε ζωγραφικές μακέτες, συνεχίζοντας την, ζωντανή ακόμα στις μέρες του, παράδοση της λαϊκής εικονογραφίας σε πάσης φύσεως οικοδομήματα του ελλαδικού χώρου.
Η σημαντική θέση που ήδη καταλαμβάνει τα χρόνια αυτά στη ζωγραφική, αναγνωρίζεται με την παρουσία του στην πρώτη ελληνική συμμετοχή στη Μπιενάλε της Βενετίας στα 1934. Την ίδια χρονιά εκδίδει τον Ἀστρολάβο, αφήγημα σε μορφή εικονογραφημένου χειρογράφου με «ἱστορίες γιὰ διάφορα μέρη τῆς σφαίρας, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὶς τέχνες τους, γιὰ τὰ συνείθειά τους…», κατ’ουσίαν ένα εικονογραφημένο λαϊκό παραμύθι, επιχειρώντας κι εδώ τη μετάπλαση ενός ιστορικού είδους.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 και έως το 1934 εργάζεται ως συντηρητής και δημιουργός αντιγράφων στο Βυζαντινό Μουσείο. Στα 1931 έχει την ευκαιρία, συμμετέχοντας σε ανασκαφή στη Σπάρτη, να αποτυπώσει σε αντίγραφα μοναδικές τοιχογραφίες των ρωμαϊκών χρόνων. Η ζωγραφική παράδοση της όψιμης αρχαιότητας θα επηρεάσει την καλλιτεχνική του παραγωγή, κυρίως στην εικονογράφηση του Δημαρχείου, ενώ η σημασία της θα αποτυπωθεί στα κείμενά του. Στα 1933 συμμετέχει ως συγγραφέας από κοινού με τον βυζαντινολόγο Ανδρέα Ξυγγόπουλο και ως εικονογράφος στην πρώτη κατά σειρά έκδοση λευκώματος της εταιρείας «Ἑλληνικὲς Τέχνες», ιδρυτής της οποίας ήταν ο Αντώνης Μπενάκης, με τίτλο Τοιχογραφίαι ἐκκλησιῶν τοῦ Ὑμηττοῦ. Η έκδοση εικονογραφείται «ἐπὶ τῇ βάσει πιστῶν ἀντιγράφων ἐκτελεσθέντων ὑπὸ τῶν καλλιτεχνῶν κ.κ. Φ. Κόντογλου καὶ Ἰ. Τσαρούχη.» Στο λεύκωμα ο Κόντογλου γράφει το κεφάλαιο «Τοιχογραφίαι τῆς Μονῆς Καισαριανῆς», υπογράφοντας ως «ζωγράφος ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας». Την ίδια χρονιά ταξιδεύει στο Κάιρο κι εργάζεται στις συλλογές του Κοπτικού Μουσείου. Η επαφή του με την κοπτική τέχνη και τη ζωγραφική των πορτραίτων του Φαγιούμ θα τον απασχολήσουν στο εξής με κορύφωση τα ζωγραφικά πορτραίτα λίγο πριν και λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο αρχείο του βρέθηκε μια μελέτη εγκαυστικής τεχνικής, και ένα πορτραίτο με κερί σε χαρτί που καταδεικνὐει τους πειραματισμούς του πάνω στις ιστορικές τεχνικές. Το 1936 και για τέσσερα χρόνια αναλαμβάνει στον Μυστρά «τὴν ἐπανόρθωσιν συμπλήρωσιν, συντήρησιν καὶ τὴν ἐκ τῶν καλυπτόντων αὐτὰς ἁλάτων κάθαρσιν τῶν θαυμασίων ἐσωτερικῶν τοιχογραφιῶν», «τῶν ἐρειπωμένων καὶ καταρρεόντων ναῶν-Αφεντικοῦ, Ἁγίων Θεοδώρων, Περιβλέπτου, Ἁγίας Σοφίας», όπως αναφέρει ο αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος, ο οποίος από το 1932 είχε αναλάβει την «οἰκοδομικὴν ἀναστήλωσιν» των μνημείων.
Έχοντας εμβαθύνει στις τεχνικές και την εικονογραφία της μνημειακής βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής, ξεκινά την αγιογραφική του δραστηριότητα με την εικονογράφηση δυο ιδιωτικών παρεκκλησίων, στα οποία αναλαμβάνει τον σχεδιασμό και τον διάκοσμο. Το παρεκκλήσι της Αγίας Λουκίας της οικογένειας Ζαΐμη στο Ρίο της Πάτρας εικονογραφείται στα 1934-1935 σε ύφος καλλιγραφημένης βυζαντινής γραφής, σε φωτεινές, λαμπρές χρωματικές κλίμακες με έντονη γραμμικότητα κι έμφαση στα περιγράμματα. Λίγα χρόνια αργότερα, στα 1938-1939 εικονογραφεί το παρεκκλήσιο της Αγίας Ειρήνης της οικογένειας Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, μνημειακό έργο με διαφορετικό ύφος, μεγαλύτερη πλαστικότητα στις μορφές, σκουρόχρωμη παλέτα και έμφαση σε εικονογραφικές λεπτομέρειες δηλωτικές της μεταβυζαντινής ζωγραφικής παράδοσης αλλά και της νεώτερης λαϊκής, με την απεικόνιση νεομαρτύρων. Παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αναλαμβάνει την πρώτη μεγάλη εκκλησιαστική του ανάθεση, την ιστόρηση του Ναού της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι (Παιανία), η οποία ολοκληρώνεται μετά τον πόλεμο. Καλλιτεχνική πρόκληση αποτέλεσε και η αγιογράφηση του σημαντικού βυζαντινού μνημείου του Ναού της Καπνικαρέας. Και στην περίπτωση αυτή, το αρχείο Κόντογλου αποτελεί πολύτιμη πηγή για το ιστορικό της αγιογράφησης του μνημείου.
Στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο καλλιτέχνης θα βιώσει εκ νέου την προσφυγιά και την ένδεια, θα αναγκαστεί να πουλήσει το σπίτι του για ένα σακί αλεύρι και λόγω έλλειψης πόρων, ζωγραφίζει ελάχιστα και αφιερώνεται στη συγγραφή. Το αρχείο του αποκαλύπτει μεγάλο αριθμό χειρογράφων, αντιγραφές κυρίως, πάσης φύσεως αγιολογικών κειμένων με σημειώσεις, που υποδηλώνουν την προσήλωσή του στις γραπτές πηγές της Ορθοδοξίας.
Ένα πλούσιο συγγραφικό έργο προκύπτει από την έρευνα και τις μελέτες των χρόνων αυτών. Εμβληματικά για το περιεχόμενό τους έργα είναι: Ὁ Θεὸς Κόνανος καὶ τὸ μοναστήρι του τὸ λεγόμενο Καταβύθιση που κυκλοφορεί στα 1943 και αποτελεί μια αλληγορία των δεινών του πολέμου και ο Μυστικὸς Κῆπος του 1944, έργο αφιερωμένο στους «μακάριους Ἀσκητάδες τῆς Συρίας καὶ τῆς Μεσοποταμίας».
Με το τέλος του πολέμου ο Κόντογλου επανέρχεται στην ενεργό ζωγραφική δράση αφοσιωμένος πλέον στην αγιογραφία, καθώς «ἡ Ὀρθοδοξία ἀπετέλει τὸ πάθος τῆς ζωῆς του», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Ορλάνδος. Μέχρι τον θάνατό του ιστορεί, εν μέρει ή εν όλω, περί τις είκοσι εκκλησίες πλαισιωμένος από ένα σημαντικό επιτελείο μαθητών. Ο Μητροπολιτικός Ναός της Ρόδου (1952), ο Ναός του Αγίου Ανδρέα (1950) και του Αγίου Νικολάου (1959) στα Πατήσια, του Αγίου Χαραλάμπους στο Πολύγωνο (1954) του Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη (1954), για να αναφερθούμε σε λίγα μόνον παραδείγματα, αποτελούν την παρακαταθήκη του στη νεοβυζαντινή αγιογράφηση. Το ύφος της μεταπολεμικής μνημειακής ζωγραφικής του Κόντογλου αποτελεί το καταστάλαγμα των μελετών και των αισθητικών του επιλογών. Χαρακτηριστικές προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι μελέτες του πάνω σε όλους τους γνωστούς τύπους του Παντοκράτορα στη θέση του τρούλου, που σώζονται στο Αρχείο του, οι οποίες τον οδήγησαν στο συμπέρασμα πως ο εκφραστικότερος, πληρέστερος καλλιτεχνικά τύπος είναι αυτός του Παντοκράτορα της Όμορφης Εκκλησιάς στο Γαλάτσι, του 13ου αιώνα —σχεδόν σε όλα τα μνημειακά σύνολα που φιλοτέχνησε μεταπολεμικά υιοθετεί αυτόν τον τύπο.
Η ζωγραφική του δραστηριότητα συμβαδίζει τα μεταπολεμικά χρόνια με ένα εξίσου πλούσιο συγγραφικό έργο, τώρα πια όμως με συγκεκριμένο περιεχόμενο, τον ερμηνευτικό λόγο περί Ορθοδοξίας, ενώ παράλληλα δημοσιογραφεί συστηματικά με δική του στήλη στην εφημερίδα Ἐλευθερία από το 1948 ως τον θάνατό του. Ο Κόντογλου εμφανίζεται στα γραπτά του ως εξηγητής και ομολογητής της Ορθοδοξίας, συγκρούεται με τον χώρο της Εκκλησίας για καίρια θεολογικά θέματα, καταγγέλλει κάθε φαινόμενο εκδυτικισμού, «λεβαντινισμοῦ», όπως τον χαρακτήριζε, της ελληνικής κοινωνίας. Την παρακαταθήκη του για τη βυζαντινή αγιογραφία, την καταθέτει στα 1960 στο δίτομο έργο, Ἔκφρασις, ἤγουν ἱστόρησις τῆς Παντίμου Ὀρθοδόξου Ἁγιογραφίας…για το οποίο βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών.
Από το 1962 ξεκινά η προσπάθεια δημοσίευσης του συνόλου του έργου του στον εκδοτικό οίκο του Ἀστέρα. Κυκλοφόρησαν συνολικά έξι τόμοι με πλήθος δημοσιευμένων και αδημοσίευτων έως τότε κειμένων. Ο καλλιτέχνης δεν πρόλαβε να δει το σύνολο του έργου του δημοσιευμένο —η προσπάθεια συνεχίστηκε από την οικογένεια του και βρίσκεται σε εξέλιξη μέχρι σήμερα.
Με τον θάνατό του το 1965 ο Κόντογλου άφησε εδραιωμένη στον χώρο της θρησκευτικής ζωγραφικής μια νέα «κληρονομιά» με τη δημιουργία μιας νεοβυζαντινής παράδοσης που ακολουθείται έως σήμερα, αντικαθιστώντας την ναζαρηνή του 19ου και του 20ού αιώνα. Με το κοσμικό του έργο τράβηξε μέχρι τις μέρες μας το νήμα της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και τις αρετές της. Το έργο του παραμένει ανοιχτό σε έρευνα, νέες ερμηνείες και προσεγγίσεις.
Το αρχείο Φώτη Κόντογλου
Ο Φώτης Κόντογλου, πολυσχιδής προσωπικότητα, συγγραφέας, ζωγράφος, ερευνητής, αρθρογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά, εκδότης περιοδικών από τα νεανικά του χρόνια, δάσκαλος μιας ολόκληρης γενιάς ζωγράφων, άφησε πίσω του ένα μεγάλο σε όγκο υλικό γραπτών τεκμηρίων. Το αρχείο του εκτείνεται χρονολογικά από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας. Το υλικό στοιχειοθετείται από χειρόγραφα, έντυπα, εκδόσεις, σχέδια, φωτογραφίες, αλληλογραφία και ποικίλα έγγραφα δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα που άπτονται της ζωής και δράσης του καλλιτέχνη και αποτυπώνει σημαντικές όψεις της ιστορίας της τέχνης και της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Ο Φώτης Κόντογλου δεν τηρούσε συστηματικό αρχείο για τις δραστηριότητές του και το υλικό μάς παραδίδεται σε αταξινόμητη μορφή.Σημείωνε, σχεδίαζε, μελετούσε, αποτύπωνε τις σκέψεις του και τη δράση του σε χειρόγραφα, τα οποία μετά τον θάνατό του διαφύλαξε η κόρη του Δέσπω με τον σύζυγό της Ιωάννη Μαρτίνο, χωρίς όμως ποτέ να προβούν σε καταγραφή ή ταξινόμηση του υλικού. Η Δέσπω Κόντογλου-Μαρτίνου συνέλεξε επιπλέον και εμπλούτισε το αρχείο με υλικό σχετικό με την μετά θάνατον πρόσληψη του καλλιτέχνη, το οποίο χρονολογείται μέχρι τις μέρες μας (κατάλογοι εκθέσεων, εκδόσεις, άρθρα, φωτογραφικό υλικό κ.ά.)
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη και της Δέσπως Κόντογλου-Μαρτίνου, το υλικό κληροδοτήθηκε στους δυο γιους τους, τον Παναγιώτη και τον Φώτη Μαρτίνο. Οι έγγονοι του καλλιτέχνη ξεκίνησαν την προσπάθεια καταγραφής του αρχείου και συνειδητοποιώντας το ειδικό ιστορικό βάρος του υλικού, θεώρησαν ότι οφείλουν να το κληροδοτήσουν στις επόμενες γενιές ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου. Η απόφασή τους να δωρίσουν το αρχείο στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο σχετίζεται άρρηκτα με τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο του έργου του Κόντογλου και με το γεγονός πως ο καλλιτέχνης για ένα σημαντικό διάστημα εργάστηκε εδώ.
Η παράδοση του αρχείου ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2014 και αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του 2015. Το υλικό θα ταξινομηθεί και θα ψηφιοποιηθεί, ώστε να καταστεί το ταχύτερο δυνατόν προσβάσιμο στην έρευνα. Η μελέτη του μεγάλου σε όγκο ιστορικού αυτού υλικού θα συμπληρώσει την εικόνα της νεοελληνικής ιστορίας της τέχνης αλλά και της λογοτεχνίας.
Iωάννα Αλεξανδρή
Ιστορικός Τέχνης
_______________
Διάρκεια έκθεσης: 23 Δεκεμβρίου 2015 – 8 Μαΐου 2016