Μακριά από την Αθήνα

Μακριά από την Αθήνα Facebook Twitter
0

ΔΕΥΤΈΡΑ ΤΟΥ ΠAΣΧΑ

Με το που κάθομαι στο καράβι της επιστροφής, συνειδητοποιώ πως «άρπαξα» στο πρόσωπο. Τις μέρες του Πάσχα στη Σίφνο έκανε τόσο κρύο, που διαπιστώναμε την εύνοια του ήλιου μόνο αμυδρά. Μόλις γυρίσαμε από μια μακρινή βόλτα στη Χερρόνησο, το ένα άκρο του νησιού. Στη διαδρομή, τίποτα, παρά μόνο πράσινες πλαγιές, αγριολούλουδα, κατσικάκια, ένας μπλε ουρανός και ο παγωμένος αέρας της θάλασσας. Η θάλασσα κυματισμένη, όπου έπεφτε πάνω της ο ήλιος τη μετέτρεπε σε έναν αλλόκοσμο καθρέφτη. Δύσκολο να ξεκολλήσεις από αυτό το θέαμα. Υποφέραμε λίγο πάνω στις μηχανές, όμως για έναν περίεργο λόγο ξέραμε πως αυτή η «ταλαιπωρία» μάς κάνει τρομερό καλό. Είναι σαν να σβήνει με την καθαρότητά του ένα δίμηνο έντασης, δυσκολιών και πολλής δουλειάς. Τέσσερις μέρες είμαστε εδώ, δεν άκουσα ούτε μια λέξη από τις ειδήσεις, ούτε μια τσιριχτή τηλεοπτική φωνή. Μη με κρίνετε για την έλλειψη ανάγκης για «ενημέρωση». Αν η ενημέρωση ήταν ουσιαστική, κανείς δεν θα ήθελε να ξεκολλήσει τα αυτιά του από το ραδιόφωνο.

Τα πράγματα είναι αλλιώς όμως, φαίνεται πως κανείς δεν ξέρει πού βαδίζουμε, το ίδιο και οι δημοσιογράφοι της ενημέρωσης. Το σπίτι του Γ. είναι μια μικρή φωλιά, ένα γλυκό vault με όλα τα αναγκαία της καλοπέρασης, αλλά κανένα περιττό στοιχείο. Το πρωί ξυπνάς και πίνεις καφέ κάτω από μια κληματαριά τυλιγμένος ακόμα με κουβέρτες μέσα σε μπλούζες με κουκούλες. Για θέα έχουμε ένα πανύψηλο βουνό που στην κορφή του είναι ένα εγκαταλελειμμένο μοναστήρι. Πάντα λέμε πως θα πάμε, αλλά ποτέ δεν το καταφέρνουμε. Δύο ώρες δρόμο με τα πόδια. Ίσως φέτος… Βιβλία, περιοδικά, σταφιδόψωμα από τον φούρνο του διπλανού χωριού και μουσική να βγαίνει από τα ηχεία του μέσα υπνοδωματίου. Eγώ αρχίζω τον έλεγχο της κουζίνας, υπολογίζω τις δυνατότητες, κοιτάω τα σκεύη. Είμαστε οk, ο φίλος έχει εδώ τα πάντα. Ένα αρνάκι μπορούμε να ψήσουμε.

Το πρώτο μεσημέρι στο νησί μάς βρίσκει στην παραλία της Χρυσοπηγής. Ένα εστιατόριο στην άκρη της αμμουδιάς σερβίρει νηστίσιμα και ψαρικά κάτω από κάτι γιγαντιαία αρμυρίκια. Μια παρέα βουτά στο νερό. Μια οικογένεια Γερμανών πλατσουρίζει στο κύμα, τα παιδάκια γυμνά μπαινοβγαίνουν στην παγωμένη θάλασσα. Τα κοιτάω και τυλίγω άλλη μια φορά το κασκόλ μου. Θαυμάζω την ελευθερία που έχει η κίνηση μιας βουτιάς στο νερό. Το τραπέζι μας είναι το κέρας της αμάλθειας. Αγκινάρες αλά πολίτα, χόρτα βραστά μαζεμένα από τον δίπλα λόφο, που φέρουν μια υποψία από την αλμύρα της θάλασσας, πιπεριές τηγανητές, ένα ελαφρύ μπριάμ, σουπιές στιφάδο κι ένα μεγάλο πιάτο με τις ωραιότερες τηγανητές πατάτες. Όσο πηγαινοέρχονται οι καράφες με το κρασί, τόσο λύνονται οι γλώσσες. Εδώ, μακριά από οτιδήποτε μπορεί να σε αγχώσει, το μυαλό πάει αλλού. Ακούγονται μόνο ομορφιές, αστεία, κάποιοι στίχοι από ένα ποίημα. Βουτάνε κι άλλοι στο νερό. Εδώ, κάποιοι αγνοούν πως ακόμα δεν είναι καλοκαίρι. Στον γυρισμό σταματάμε στον Γεροντόπουλο. Το καλύτερο ζαχαροπλαστείο του νησιού γιορτάζει το Πάσχα και έχει γεμίσει τις βιτρίνες του με ό,τι μπορείς να φανταστείς. Τσιμπώ δύο αμυγδαλωτά με μανταρίνι και παραγγέλνω μια μελόπιτα. Ένα από τα καλύτερα ελληνικά γλυκά, και εδώ φτιαγμένο άψογα. Μασουλάω και κοιτάω απέναντι τα χόρτα να αλλάζουν απόχρωση ανάλογα με τη φορά του ανέμου.

Το βράδυ ακολουθούμε τους επιτάφιους στην πλατεία της Χώρας. Δεν υπάρχει η κατανυκτική ατμόσφαιρα που θα περίμενε κανείς. Είναι όμως απλοϊκά και όμορφα. Φωτογραφίζω κάτι παιδάκια - παπαδοπαίδια, ντυμένα στα λευκά να κουβαλάνε τα εξαπτέρυγα. Στον πάνω δρόμο τα μπαρ του νησιού γιορτάζουν. Πολλά ποτά και κάτι μεζέδες αργότερα μαζεύουμε όλο μας το θάρρος και διασχίζουμε με τις μηχανές την παγωμένη νύχτα για να φτάσουμε στο σπίτι. Δεν σταματήσαμε λεπτό να γελάμε σήμερα. Το επόμενο βράδυ, της Ανάστασης, βολτάρουμε στον κομψό Αρτεμώνα και αναρωτιόμαστε σε ποιον άραγε να ανήκουν αυτά τα αρχοντικά και γιατί να είναι πάντα σχεδόν κλειστά. Το αρχοντικό με τα γερμένα πεύκα που κοιτάει τη θάλασσα μου κόβει την ανάσα. Λίγο στοιχειωμένο μου φάνηκε απόψε, έτσι όπως το φεγγάρι έκανε παιχνίδι με τα γερμένα πεύκα και φώτιζε τους ολόλευκους τοίχους του. Ένας πολύ γέρος παπάς λέει το «Χριστός Ανέστη» και φεύγουμε για μαγειρίτσες και Μαστέλλο. Κάπου εδώ γράφω στο Τwitter πως την Τρίτη θα ενταχθώ σε Φάρμα Αδυνατίσματος.

Αυτό που ο Αθήναιος ανέβασε τη συνταγή για Αρνάκι του αμπελουργού στο μπλογκ του στη lifo.gr με αποσυντόνισε από χθες. Τη θεωρώ μοναδική συνταγή, ήθελα καιρό να τη φτιάξω και ευτυχώς εδώ υπάρχουν και ωραία αρνάκια και φρέσκα αμπελόφυλλα και μοναδικό κατσικίσιο τυρί για να γίνουν όλα σωστά. Φίλε Αθήναιε, έκλεψες την παράσταση, αλλά στο συγχωρώ! Κατά τα άλλα, το άλλο μπούτι μαριναρίστηκε σε ανοιξιάτικα βότανα, φλούδα λεμονιού και ελάχιστο τσίλι και ψήθηκε στο φούρνο με μόνη προσθήκη λίγο λευκό κρασί στο τέλος. Πατάτες, σαλάτες, τυριά και κρασιά, όλα τα γνωστά, όλα υπέροχα. Μαγειρεύω όλη μέρα, αλλά δεν με πειράζει, διότι οι φίλοι πηγαινοέρχονται και κάνουν ωραία παρέα στον μάγειρα. Και έχουν στρώσει όμορφο τραπέζι κάτω από τις καλαμωτές. Για γλυκό παγωτό μαστίχα και γλυκό βύσσινο από το γνωστό ζαχαροπλαστείο. Δεν ακούσαμε τσάμικα. Παλιές εκτελέσεις Τσιτσάνη και Μίνα.

Το απόγευμα ανεβήκαμε στο όμορφο κάστρο. Ένα μικρό χωριό χτισμένο πάνω σε ένα λόφο δίπλα στη θάλασσα. Αρχαίες κολόνες πλεγμένες μέσα στα χτίσματα, δύο σαρκοφάγοι στο πεζοδρόμιο, μαργαρίτες και παπαρούνες να φτάνουν μέχρι το κύμα. Καθόμαστε στο πεζούλι του δημοτικού σχολείου και κοιτάμε τα κύματα να σκάνε εκεί που το καλοκαίρι θα είναι το εστιατόριο Βατράχια. Ένα κοπάδι κατσίκια ανεβαίνει το βουνό. Στην Απολλωνία μια φίλη μάς κερνάει κάτι μυθικά ρακόμελα. Ζεσταμένοι πάμε στο κάψιμο του Ιούδα και τα μεσάνυχτα μας βρίσκουν να πίνουμε ρακές, αψηφώντας το κρύο, στην αυλή ενός όμορφου καφενείου. Φτάνοντας στην Αθήνα, τσεκάρω τις γάτες, κοιτάω τα φυτά του κήπου (τόσο λίγα μπροστά στο μεγαλείο της εξοχής) και ανάβω την τηλεόραση. Την κλείνω αυτομάτως. Αυτή την άνοιξη θα ήθελα να έχω ελάχιστη επαφή με την πόλη. Σας φιλώ!

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ