ΚΥΡΙΑΚΗ 3/7
Περιφέρομαι στα μανάβικα του νησιού. Το κάνω πάντα, όταν βρίσκομαι μακριά απ’ τη μεγάλη πόλη. Πιστεύω πως η διαφορά είναι τεράστια. Εδώ τα προϊόντα συνήθως κάνουν μικρό ταξίδι για να φτάσουν στα ράφια του μανάβη. Είκοσι λεπτά το πολύ. Και δεν μιλώ για ανανάδες και μάνγκο και άλλα παράξενα. Μιλώ για τα ζαρζαβατικά που ευδοκιμούν στο νησί και που οφείλεις ν’ αγοράζεις μόνο αυτά κι όχι άλλα περίεργα όταν είσαι εκεί. Σήμερα, πάντως, βρήκα αριστουργήματα. Γεμίζω σακούλες και πετάγομαι στον ιχθυοπώλη. Όλα δίπλα-δίπλα. Έχω τελειώσει σε περίπου είκοσι λεπτά δουλειές που στην πόλη θα μου έπαιρναν ένα τρίωρο. Αν σου αρέσουν οι καλοκαιρινές γεύσεις και «ακούει» και λίγο η μύτη σου, δεν μπορεί να μην τρελαθείς με τα μαγαζάκια που πουλάνε τροφές στα νησιά.
Σ’ ένα κρεοπωλείο που είναι και μανάβικο και πουλάει και μέλι κι έχουν και δική τους ξινομυζήθρα, αγοράζω απ’ όλα και μου ρίχνουν και «πόρτα» όταν ζητάω ένα κιλό τυρί. «Μισό πάρε, να φάνε κι άλλοι». Κάθομαι σε μια σκιά, στα στενά της Χώρας, μασουλάω κάτι μπισκότα αρωματισμένα με γλυκάνισο και χαζεύω ένα γιγαντιαίο γιασεμί που καλύπτει τη μάντρα ενός σπιτιού. Σκέψου το άρωμα που θα αναδίδει απόψε, όταν ο ήλιος πέσει. Στο μαγαζί με τα κεραμικά διαλέγω μια κούπα γυαλωμένη με απαλά χρώματα, που την έχει ζωγραφίσει σοφή τεχνίτισσα. Κάτι λουλούδια στον πάτο της, ένας ήλιος, ένα φεγγάρι κι ένα κομμάτι ουρανός σ' ένα σημείο. Σε κάτι άλλα σκεύη ζωγράφισε κάτι μπλε πουλάκια, σαν αυτά που κάναμε στο Δημοτικό. Στον φούρνο του νησιού φουρνίζονται τα κρέατα του κυριακάτικου τραπεζιού και τα πήλινα με τις ρεβιθάδες. Τον δρόμο διασχίζουν οι λίγοι επισκέπτες που πάνε στη θάλασσα από νωρίς. Σε λίγο δεν θα μείνει αρμυρίκι ελεύθερο σε όλες τις παραλίες αυτού του παραδείσου. Χαμογελώ και μόνο που κοιτάω αυτόν το χορό των ευτυχισμένων και ήσυχων ανθρώπων που επιλέγουν να ζουν ειρηνικά, μακριά απ’ όλα όσα ενδέχεται και να μας πληγώνουν στη ζωή.
Eίμαι εδώ δύο μέρες. Έφτασα καψαλισμένος απ’ την προηγούμενη εβδομάδα, κουβαλώντας όλες τις νευρώσεις που σου προκαλεί μια πόλη υπ’ ατμόν, και ομολογώ πως δυσκολεύτηκα στην αρχή να προσαρμοστώ. Μίλαγα ασταμάτητα για τα γεγονότα: ποιος φταίει, τι έγινε, ποιος ήταν εκεί, πού ήταν ο άλλος, οι μπάτσοι, τα δακρυγόνα. Μόνος μου μίλαγα, οι άλλοι με άκουγαν σκεπτικοί. Και υποθέτω πως η υστερία στη φωνή μου ήταν αισθητή, διότι, κοιτώντας πίσω, μπόρεσα να διακρίνω την απορία στα μάτια των ανθρώπων που με άκουγαν να μιλάω για τρόμο, ενώ, απέναντί μας, το χωραφάκι ήταν κατάξανθο απ’ τα ξερά στάχυα κι όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη θάλασσα. Σιγά-σιγά ξέφυγα από τη μια κατάσταση και εντάχθηκα στην καινούργια. Σκέφτηκα πως για να μην είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς, μάλλον τα πράγματα μπορεί και να είναι πλασματικά μέχρι ενός σημείου. Τουλάχιστον, για μένα. Στο σπίτι, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, κόβουμε τις ντομάτες στα τέσσερα, ρίχνουμε λάδι και θαλασσινό αλάτι. Τις τρώμε με κριθαρένια παξιμάδια και ξινομυζήθρα, ένας μεζές λίγο πριν από τη βραδινή έξοδο.
Κάτω, στο ταβερνάκι που στρώνει τραπέζια πάνω στο κύμα, δειπνούμε σχεδόν μόνοι, παρέα μ’ έναν σκύλο που τον λένε Ομορφούλα. Κάθε λίγο, ένα κύμα παραφέρεται, χτυπάει με λίγο μεγαλύτερη δύναμη πάνω στον τοίχο και βρέχονται τα πόδια μας με τον αφρό του. Πάνω στο βουνό, απέναντι, στο σπίτι που δεν πάει αυτοκίνητο αλλά βλέπει το πιο μακρινό πέλαγος, ακούνε γαλλικά τραγούδια και τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Το φαγητό είναι τέλειο. Θα μου πεις, και πατάτες τηγανητές να τρώγαμε, αριστούργημα θα μου φαινόντουσαν με αυτό το σκηνικό. Θα ήθελα να μείνω εδώ μέχρι τις είκοσι Σεπτεμβρίου και να γυρίσω στη μεγάλη πόλη με τις πρώτες βροχές. Μερικές ώρες αργότερα κι ακόμα δεν έχω συνηθίσει τ’ άστρα που διαφαίνονται στον ουράνιο θόλο πεντακάθαρα. Κάνεις έναν χρόνο να δεις κάτι και μετά σου φαίνεται πως δεν υπάρχει. Μέχρι να το ξαναδείς. Σας φιλώ.
σχόλια