Να σε ξεχάσω προσπαθώ...;

Να σε ξεχάσω προσπαθώ...; Facebook Twitter
0

Εδώ και λίγους μήνες το σπίτι πλέον δεν την χωρά. Είναι σα μια φυλακή για κείνη. Ένας χώρος που φέρνει στο μυαλό της όλα εκείνα που θέλει να ξεχάσει, να πάψει να σκέφτεται και στη θύμησή τους να βουρκώνει, ή για να είμαστε ειλικρινείς να κλαίει. Στην αρχή, το κλάμα ήταν βουβό, δίχως ένταση και διάρκεια. Σταδιακά, όμως, έγινε οδυρμός, βγήκε από τη σίγαση που επιτηδευμένα το είχε τόσο καιρό τοποθετήσει. Τα δάκρυα που μουσκεύουν το πρόσωπο της δεν επιλέγουν μόνο τις νυχτερινές ώρες για να κάνουν τις εμφανισή τους. Παρουσιάζονται σε διάφορες φάσεις τις μέρας. το πρωί που πηγαίνοντας στη σχολή με το αστικό παίζει στο ράδιο το αγαπημένο τους τραγουδι, στο άκουσμα του ονοματός του, ακόμα και αν το φέρει κάποιος τυχαίος που δε του μοιάζει στο ελάχιστο, στη θέα των αντικειμένων που της είχες χαρίσει και τα φυλάει ως κόρη οφθαμλού, διότι όταν τα κρατάει νιώθει πως τον έχει δίπλα της και είναι σαν να μην έφυγε ποτέ. Σαν να μην πήρε κομμάτια της που τώρα αντιλαμβάνεται ότι λείπουν και δεν δύναται να νιώσει ολοκληρωμένη. Στο πρόσωπο της διαγράφεται έντονα και ολοφάνερα ο πόνος που βιώνει, ρυτίδες σχηματίζονται γύρω από τα μάτια της και οι μαύροι κύκλοι δεν λένε να ξεκουμπιστούν εδώ και καιρό.


Δεν αντέχει άλλο να κάθεται στο σπίτι και αποφασίζει να βγει, να περιπλανηθεί μόνη της στους δρόμους της πόλης, μήπως και ο αέρας γίνει σύμμαχός της και φυσώντας παρασύρει όλες εκείνες τις εικόνες που τις προκαλούν αφόρητο πόνο, μήπως και φανεί γενναιόδωρος και συνδράμει στην πολυπόθητη λύτρωση. Εκείνη επιλέγει δρόμους που δεν είναι πολυσύχναστοι, τα αμάξια που περνούν λιγοστά και το πράσινο, έστω και σε μικρό βαθμό κάνει την εμφάνισή του. Περπατά ώρες, δεν χορταίνει με τίποτα αυτή τη διέξοδο που τυχαία ανακάλυψε για να δραπετεύει από τον καθημερινό «γολγοθά» της. Παρατηρεί τα φύλλα των δέντρων που είναι πεσμένα στο δρόμο, καθώς δεν έχουν θέση πια στα κλαδιά των δέντρων που μέχρι πρότινος φιλοξενούνταν και ταυτίζεται μαζί τους. και εκείνη περισσεύει πλέον από τη ζωή του αγαπημένου της και έχει εκδιωχθεί από αυτήν. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει.


Και με ήλιο και με βροχή εκείνη διασχίζει τους δρόμους. Δεν χάνει με τίποτα τη μοναδική ευκαιρία να απαλύνει τον πόνο της, έστω και σε μικρό βαθμό. Και πάλι έρχονται στο νου της οι όμορφες στιγμές που έζησαν, τα στοργικά χάδια και τα γλυκά λόγια που οι δυο τους είχαν ανταλλάξει. Λόγια που ηχούσαν τόσο αληθινά στα αυτιά της, λόγια βγαλμένα από την ψυχή τους, που τελικά, με την πάροδο του χρόνου αποδείχτηκε ότι ήταν ένα όμορφο παραμύθι, όπως αυτά που λένε οι μανάδες στα παιδιά για να κοιμηθούν ήρεμα και να μη ταράξουν τον ύπνο τους τρομακτικοί εφιάλτες.

Να σε ξεχάσω προσπαθώ...; Facebook Twitter


Υπάρχει, όμως, μια διαφορά. όταν είναι κοντά στη φύση, η θύμηση όλων όσων έζησε δεν της φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Αντίθετα, σχηματίζεται ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη της και το διακατέχεται από το αίσθημα της ευγνωμοσύνης για εκείνα που είχε την τύχη να βιώσει. Αφού, λοιπόν, «οργώνει» τα σοκάκια της πόλης και ξετρυπώνει τα σημεία που έκρυβαν πηγές πρασίνου, διακατέχεται από την επιθυμία να δοκιμάσει και άλλη μια εναλλακτική αποφόρτισης από αυτά που τη βασάνιζαν. Και δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από μια βόλτα στη θάλασσα.


Φορά το μπορντό κασκόλ, που ήταν το τελευταίο δώρο του καλού της, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον νιώσει πάνω της. Το τυλίγει μάλιστα σφιχτά πάνω της, όπως ακριβώς ήταν και οι αγκαλιά του. «ασφυκτική» και παράλληλα, πνοή ασφάλειας και αμέριστης στοργής. Κουμπώνει το μπουφάν της και ξεκινά τη βόλτα της που αυτή τη φορά έχε νέο προορισμό. Την φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ήταν πλέον χειμώνας.


Στην αρχή διστάζει να προσεγγίσει την παραλία, καθώς με αυτό τον τρόπο θα έρθει αντιμέτωπη με πολλές από τις αναμνήσεις της, μιας και συνήθιζε να παιρνά τα βράδια του καλοκαιριού στην ακροθαλασσιά μαζί του. Τελικά, όμως, αντιμετωπίζει το φόβο της και εν συνεχεία επιβραβεύεται γι αυτό, νιώθωντας μια ανακούφιση να την πλημμυρίζει, μια ανακούφιση μεγαλύτερη από την προηγούμενη.
Σταδιακά, η ψυχή της ησυχάζει, ο πόνος μετριάζεται, η ανεξάντλητη αποθήκη των δακρύων έχει τώρα στερέψει. Περπατά στη μουσκεμένη άμμο και μετά από λίγο μένει να κοιτά τα κύματα της θάλασσας που χορεύουν αδιάκοπα. Ο παφλασμός τους είναι ένας έντονος ήχος που πάραυτα της γεννά το αίσθημα της γαλήνης και την ταξιδεύει μακριά απ' όσα παλεύει να λησμονήσει. Ο φρέσκος και καθαρός αέρας, που γεμίζει τα πνευμόνια της, τη λυτρώνει και την κάνει να αναπνεύσει ξανά. Θυμώνει με τον εαυτό της που δεν είχε βρει το θάρρος να έλθει νωρίτερα στο χώρο που είχε τόσες μνήμες, διότι μόνο έτσι θα μπορούσε να ξεπεράσει ως ένα βαθμό τη βαθιά μελαγχολία και τη θλίψη της. Τελικά, ισχύει αυτό που λένε πως για να ξεπεράσεις ένα φόβο σου πρέπει να βρεθείς αντιμέτωπος με αυτόν. Να πολεμήσεις μαζί του, να δώσεις μια μάχη ακόμα και αν είναι αντίρροπη, να τα βάλεις με τον ίδιο σου τον εαυτό! Τότε μόνο η νίκη θα έχει ουσία και νόημα.


Και κάπου εκεί που αναπνέει τον θαλασσινό αέρα σκέφτεται αν θα ήταν καλύτερο να μπορούσε να διαγράψει κάθετι που είχε ζήσει μαζί του. Να ήταν σαν να μην είχε υπάρξει στη ζωή της, σαν να μην τον είχε γνωρίσει ποτέ. Τότε ίσως θα αισθανόταν πιο ανάλαφρη και δεν θα είχε υποφέρει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Και ενώ βυθίζεται σε αυτές τις σκέψεις καταλήγει στο ότι ακόμα και αν είχε τη δυνατότητα να πατήσει ένα οριστικό delete, εκείνη δεν θα το έπραττε.


Επιλέγει να κρατήσει όσα βίωσε φυλαγμένα σε ένα συρτάρι, το οποίο πιθανότατα να κλειδώσει, ώστε να μην μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανασύρει μνήμες από εκεί, αλλά αυτό δεν μας αφορά, αφού στην τελική δεν θα χαθεί τίποτα. Έκείνος ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της που την επηρέασε, την καθόρισε και την άλλαξε σημαντικά ως άνθρωπο. Την ωρίμασε και της έμαθε να αντέχει στο δυσβάσταχτο πόνο. Δεν μπορεί να απαρνηθεί τον ίδιο της τον εαυτό. δεν είναι πρέπον. Μέσα από αγώνες που έδωσε κατάφερε να βγει νικήτρια, όχι αλώβητη, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Έγινε πιο σκληρή και έμαθε να χαμογελά ακόμα και όταν οι δυσκολίες της κρούουν την πόρτα. Άλλωστε, όποιος αρνείται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ζήσει για άλλη μια φορά και εκείνη δεν σκόπευε να το υποστεί αυτό. Με όπλο, λοιπόν, τις όμορφες στιγμές και εμπειρίες, αλλά και τις ατέλειωτες μέρες που έκλαιγε με λυγμούς για χάρη του, αποφασίζει να συνεχίσει να «ζει» και να μη μαραζώνει άλλο. Δεν της αξίζει άλλωστε. Οπότε φορά το πιο γλυκό χαμόγελό της και βγαίνει στον αγώνα της ζωής, έτοιμη για νέες περιπέτειες. Απλά αυτή τη φορά είναι πιο σοφή και συνειδητοποιημένη για το τι επρόκειτο να συναντήσει και πως πρέπει, πρώτα απ' όλα, να διαφυλάξει και να προστατεύσει τον εαυτό της, γιατί δεν θα το κάνει κανείς άλλος.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ