Αποχαιρετώντας, τέλη Σεπτεμβρίου, ένα ετοιμόρροπο σπίτι, είναι σαν να έζησες χρόνια σ’ αυτό, το συνήθισες παρόλη τη σκόνη και τώρα που βρίσκεσαι στη μέση μιας πανοραμικά τρομακτικής διαδρομής ζωντανεύεις στη μνήμη σου ολοκάθαρα τις μικρές και μεγάλες καταιγίδες. Μόνο για λίγο, όμως.
Γιατί Σεπτέμβριο και Οκτώβριο η εκκίνηση για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής θα συναντηθεί με τον αυστηρό τόνο των ανακοινώσεων, των τηλεδιασκέψεων, τις αναφορές, τις δόσεις, τα παράπονα, τις δικαιολογίες και τις διαταγές. Τους προαχθέντες και τους μετεξεταστέους.
Όλα αυτά σού γίνονται πιο αισθητά τώρα, τώρα που ο καιρός αλλάζει και δεν θα μπορέσεις να ξαναβρείς όσα οι παλιές συνθήκες απλόχερα σου έδωσαν σ’ έναν κόσμο τελείως διαφορετικό. Τα υπόλοιπα τα συζητάς, λίγο προτού βραδιάσει, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι και με τους φίλους να ψάχνουν στον καπνό λόγους παρηγοριάς για τους νεοεισερχόμενους. Χωρίς να το ξέρεις, είναι σαν να έφευγες χρόνια από δω.
Στο κέντρο η πόλη παραμορφώνεται, περπατάς και ο πολλαπλός χαρακτήρας της εγκατάλειψης συναντά τον ψαλιδισμένο φθινοπωρινό αέρα απειράριθμα. Διασχίζεις την Πατησίων, ο δρόμος σού μιλάει για πράγματα άδεια πια, σε μια στάση λεωφορείου ένα αποστεωμένο κορίτσι βλέπει τον κόσμο μέσα απ’ το πνιγηρό ναρκοσύννεφο, πίσω απ’ το κενό κρυσταλλικό βλέμμα μπορείς να διαβάσεις όσα το στόμα του δεν μπορεί να πει.
Στην Ομόνοια ξανακοιτάζεις το έργο του Κανιάρη, κάνει κουφόβραση και τα στοιβαγμένα σακιά με το τσιμέντο, τυλιγμένα με τη σημαία, σου μοιάζουν μνήμες ολοκάθαρες των χαμένων ευκαιριών. Πάντα σε ασπρογάλαζο φόντο. Πωλούνται χαμένες ευκαιρίες σε ασπρογάλαζο φόντο. Ωραίος τίτλος για την επόμενη δόση, σκέφτεσαι και ζωντανεύεις το βήμα σου.
Κατηφορίζεις την Αθηνάς. Στα μάτια των ανθρώπων που συναντάς μαντεύεις τον ίδιο κρυφό πόνο. Αρκετά με την παραλυσία και τη μέχρι λιποθυμίας αγανάκτηση. Σχεδόν κανένας σας δεν αναγνωρίζει λόγο ύπαρξης σε αυτό τον ξεθυμασμένο καταναγκασμό. Αιχμάλωτοι των ψευδαισθήσεων την ώρα που όλα χάνονται, με το βήμα να κινείται αποκλειστικά από τον νόμο της αδράνειας. Θα μπορούσατε να κάνετε κάτι άλλο από αυτό που ματαίως επιθυμήσατε.
Λιγο πριν βραδιάσει, ανηφορίζεις την Ερμού. Τώρα μπορείς να μείνεις απέξω απ’ τον τόσο ετερόκλητο αλλά και τόσο ομοιόμορφο κόσμο, δεν ξέρεις γιατί σου συμβαίνει αυτό κι αυτή η αίσθηση έχει γίνει κυρίαρχη, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Προσπαθείς ν’ ακούσεις τη δικιά σου φωνή, μόνο τη δικιά σου φωνή, σαν σε μια άδεια αίθουσα. «Ευτυχώς, απέτυχα», ακούς
τον εαυτό σου να λέει κι η γεύση που σου αφήνει αυτή η παραδοχή σε κάνει παραδόξως πιο ελαφρύ. Θες να ξαναρχίσεις. Διαφορετικός.
Τη φωτογραφία της πόλης που αγάπησες κάποτε την έχεις χάσει πια, πάνε από τότε χρόνια. Είσαι οι χαμένες σου φωτογραφίες μιας ζωής. Μπορείς άνετα να ξαναρχίσεις. Μπορείς;
σχόλια