Δεν είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι ο κ. Παπανδρέου είναι προδότης ή πράκτορας του εχθρού. Έκανε φοβερά λάθη στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, ιδίως στην αρχή της θητείας του, και αδυνατεί, στη συνέχεια, να διδαχθεί απ’ αυτά. Πιστεύει αφελώς ότι η Μέρκελ και οι διάφοροι Σαρκοζί είναι καλά παλικάρια και έχουν, όπως ο ίδιος, αγαθές προθέσεις: αντί να διαπραγματευτεί, περιμένει να τον βοηθήσουν, όπως οι ελεήμονες τον φτωχό. Αποφεύγει τις συγκρούσεις και έχει πλήρη αδυναμία να συντονίσει μια κυβέρνηση, η οποία, ιδίως στις σημερινές συνθήκες, θα έπρεπε να λειτουργεί όπως οι κυβερνήσεις σε περίοδο πολέμου. Με δυο λόγια, είναι πλήρως ακατάλληλος για πρωθυπουργός.
Έδειξε να το διαισθάνεται στις αρχές του καλοκαιριού, όταν, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν, τηλεφώνησε στον Σαμαρά και προσφέρθηκε ν’ αποχωρήσει απ’ τη θέση του, προκειμένου να βρεθεί από κοινού λύση για τη χώρα. Το γεγονός ότι πήγε να παραδώσει την εξουσία μ’ ένα τηλεφώνημα, τόσο πρόχειρα κι εύκολα όσο την είχε παραλάβει ως απόγονος δυναστείας, είναι πολύ χαρακτηριστικό για τον ίδιο αλλά και για την τραγωδία μιας χώρας που ήθελε βασιλιάδες χωρίς βασιλεία.
Αν τον είχαν αφήσει να προχωρήσει, η παράταξή του θα είχε αποφύγει τα γιαούρτια στις ταβέρνες, τις μούντζες στις παρελάσεις και τα 15% στις δημοσκοπήσεις. Όσο για τη χρεοκοπία που επισημοποιήθηκε με τη Συμφωνία των Βρυξελλών την προηγούμενη εβδομάδα, η χώρα δύσκολα θα πήγαινε χειρότερα: γιατί, αντίθετα από αυτό που εξακολουθεί να πιστεύει ο κ. Παπανδρέου, Γερμανοί και Γάλλοι δεν μας «κούρεψαν» επειδή μας συμπαθούν ή γιατί είμαστε καλοί καρπαζοεισπράκτορες. Αλλά επειδή, προς το παρόν, δεν είχαν άλλη επιλογή.
Το καλύτερο για τον ίδιο τον πρωθυπουργό και για τη χώρα θα ήταν, μετά τη συμφωνία, να πάει για εκλογές. Το κλίμα θα εκτονωνόταν, τουλάχιστον προσωρινά, και ο κ. Παπανδρέου θα μπορούσε να φύγει απ’ την πόρτα του Προεδρικού Μεγάρου, σώζοντας τα προσχήματα. Όμως, για κάποιον λόγο έχει τον τελευταίο καιρό αλλάξει γνώμη και θέλει να παραμείνει στην εξουσία με κάθε τρόπο, αντίθετα με ό,τι σκεφτόταν το καλοκαίρι.
Για να το καταφέρει, στρέφεται εναντίον και αυτής της Συμφωνίας των Βρυξελλών, που καμαρώνει ότι κατάφερε να πετύχει. Σε συνθήκες ακραίας κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης, βάζει τη χώρα στη δοκιμασία ενός δημοψηφίσματος, πιστεύοντας ότι έτσι θα φέρει σε δύσκολη θέση τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους τον συναγωνίζονται σε ανικανότητα. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια προσπάθεια ωμού εκβιασμού όσων θεωρούν ότι ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να πετύχει η χώρα, ελαφραίνοντας το χρέος της, με δεδομένο πάντα το σημείο που την έχει φτάσει η κυβέρνηση.
Μόνο που αυτά είναι εκβιασμοί παρωχημένων εποχών και θα φέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Θα διχάσουν τη χώρα, θα υποβαθμίσουν ένα, υποτίθεται, εθνικό θέμα, ρίχνοντάς το στον φθηνό κομματικό ανταγωνισμό, θ’ αμαυρώσουν ακόμη περισσότερο, αν υπάρχει περισσότερο, την ελληνική εικόνα στο εξωτερικό. Και όλα αυτά δεν θα διαρκέσουν 15 μέρες, όπως θ’ απαιτούσε ένα δημοψήφισμα σε περιβάλλον χρεοκοπίας, αλλά 3 ολόκληρους μήνες. Όσο χρειάζεται δηλαδή για να διαλυθεί ό,τι δεν έχει προλάβει ακόμη να διαλυθεί, με το δημοψήφισμα να παίρνει αναγκαστικά διαστάσεις συμμετοχής ή όχι της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Αν οι φίλοι και σύμβουλοί του άφηναν τον σημερινό πρωθυπουργό να φύγει από την πόρτα του Μαξίμου, ο επόμενος δημαγωγός θα έφευγε με ελικόπτερο. Το σενάριο παραμένει το ίδιο, αλλά η νέα, μοιραία κίνηση του κ. Παπανδρέου θέτει το ερώτημα ποιος θα είναι ο τελευταίος που θα κλείσει την πόρτα. Του ελικοπτέρου, φυσικά.
Στήλες /
σχόλια