Το τελευταίο φυντάνι του HBO που ακούει στο όνομα «The Newsroom» ξεκινά με την εξής παραδοχή: ότι η Αμερική δεν είναι το καλύτερο μέρος να ζει κανείς. Αυτό δεν το παραδέχεται όποιος κι όποιος, αλλά ένας από τους κορυφαίους παρουσιαστές ειδήσεων της χώρας, που τον υποδύεται ο Τζεφ Ντάνιελς. Αυτή η έκρηξη ειλικρίνειας δεν έγινε οπουδήποτε, αλλά στο κατάμεστο αμφιθέατρο ενός μεγάλου πανεπιστημίου στη Νέα Υόρκη.
Η διαπίστωση αυτή κλόνισε τους φοιτητές αλλά και διάφορα άλλα think tanks, που, φαντάζομαι, κάποιον ρόλο θα παίξουν στη συνέχεια της σειράς. Αλλά πέρα από την τηλεόραση και τις σειρές της, υπάρχει και η κανονική ζωή. Και εκεί πλέον είναιολοφάνερο πως όλοι εκείνοι οι τόποι που ασπάστηκαν τελικά τον αμερικάνικο τρόπο παραγωγής και ζωής δεν αποτελούν πια τους καλύτερους για να ζει κανείς. Μέσα σε αυτούς και η χώρα μας.
Τα έντονα φαινόμενα βίας που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία είναι μια μικρογραφία της αμερικανικής. Γκετοποίηση περιοχών, αψυχολόγητες εγκληματικές ενέργειες, ακροδεξιά βία, φόβος που ενισχύεται από τις κορόνες τηλε-ευαγγελιστών. Τα πάντα συνιστούν απειλή σε μια κοινωνία που ό,τι έχει πια το κρύβει καλά για να μην το χάσει κι αυτό, τη στιγμή που έχει χαθεί τελείως η έννοια του κοινού καλού. Η πρόοδος δεν είναι ένα συλλογικό αγαθό αλλά μια ατομική προσπάθεια. Το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας κινείται έτσι, και όταν συμβαίνει αυτό, τότε όλες οι εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας παρασύρονται. Η καινοτομία, όπως διαφημίζεται πια, έχει στόχο το κέρδος πρώτα και μετά το κοινωνικό συμφέρον. Σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει κανένα καλό μέρος στον κόσμο για να ζεις.
Μέσα σε όλη αυτή την αρνητική διάθεση όμως, υπάρχουν και κάποιες αχτίδες αισιοδοξίας. Η ανακάλυψη του μποζόνιου του Χιγκς είναι μια μεγάλη στιγμή του σύγχρονου κόσμου. Δεν αναφέρομαι στη θεωρητική αξία της ανακάλυψης αλλά στον τρόπο που επιτεύχθηκε. Δέκα χιλιάδες άνθρωποι από τα υπόγεια της Αυστρίας και της Ελβετίας μέχρι τη χώρα μας και τα νησιά Φίτζι εργάστηκαν επί χιλιάδες ώρες για να βρουν το καταραμένο σωματίδιο, γνωρίζοντας οι περισσότεροι πως το όνομά τους δεν θα γίνει ποτέ γνωστό, όπως ούτε και η συμμετοχή τους. Το Νόμπελ θα το κερδίσουν δυο-τρεις από δαύτους. Και όμως, υπάρχει κι άλλο κίνητρο εκτός από το κέρδος: ο θαυμασμός.
Όλα αυτά συμβαίνουν κι εμείς ζούμε ένα καλοκαίρι, το ελληνικό καλοκαίρι, που για πολλούς μοιάζει με βάσανο παρά με απελευθέρωση. Και όλοι ρωτάμε, απευθυνόμενοι στο άγνωστο, όπως οι βαθιά θρησκευόμενοι στον θεό τους: «Θα πάνε ποτέ τα πράγματα καλύτερα;».
σχόλια