Όλη η σημασία είναι το ρολ. Χτύπημα και μετά παύση. Ακριβώς. Τα έχει πει όλα ο Κιθ Ρίτσαρντς με αυτήν τη φράση. Το ρολ είναι που μετράει, όχι το ροκ. Η παύση, το μεσοδιάστημα, ο σταματημένος χρόνος πριν από το επόμενο ρολάρισμα, τα δευτερόλεπτα μέχρι ν’ αλλάξεις την πλευρά σε ένα βινύλιο ή σε μια κασέτα ή τα λεπτά, οι ώρες που είσαι στην εθνική οδό σε ένα αυτοκίνητο. Παραμένοντας συνειδητά εδώ και πολλά χρόνια τα Σαββατοκύριακα στην Αθήνα και απέχοντας από το κλισέ των μικρών αποδράσεων, τον τελευταίο καιρό απολαμβάνω αυτό το μικρό σταμάτημα πριν από το ρολ, όπου στο μυαλό μου ισοδυναμεί με τα χιλιόμετρα μιας οδικής αρτηρίας, τις διαγραμμίσεις στην άσφαλτο που πάντα μου θυμίζουν τη ΧαμένηΛεωφόρο και το «I’ m deranged»του David Bowie, τα truck stops που πουλάνε μελομακάρονα όλο τον χρόνο, τα βενζινάδικα που σταματάς για κατούρημα, τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που χάνονται (μια όπερα στο Τρίτο Πρόγραμμα μπορεί μεταμορφωθεί σε άσμα του Παντελή Παντελίδη), τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο (και μετά άλλο ένα), τα μπιφτέκια στην ταβέρνα του Γκλατζούνη στον Καραβόμυλο με τα δεκάδες λάβαρα των ομάδων που έχουν σταματήσει εκεί για φαγητό, τις μπίρες που χύνονται στις μεγάλες στροφές, γέλια και φωνές στο πίσω κάθισμα – σαν ένα μαγικό tour bus, που μας πηγαίνει κάθε φορά σε μια άλλη πόλη, για μια ακόμα συναυλία μιας εξουθενωτικής τουρνέ.
Αυτό το Σαββατοκύριακο πήραμε τους δρόμους για βόρεια, με αφορμή την παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης της αυτοβιογραφίας του Κιθ Ρίτσαρντς που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό (σειρά Λατέρνατιβ). Λάρισα και Θεσσαλονίκη. Chromatics, Metronomy και Χατζιδάκις στα ηχεία. Η Ζωή Φυτούση τραγουδούσε σπαρακτικά το «Ο ταχυδρόμος πέθανε». Μετά, τα «Κορίτσια στον ήλιο», το lounge αριστούργημα του Ξαρχάκου. Διόδια και μετά ξανά διόδια. Η Αθήνα όλο και ξεμάκραινε στο Google Maps. Διακόσια πενήντα τέσερα χιλιόμετρα ακόμα για τη Λάρισα. Στην εθνική με τα μεγάλα, όπως ήταν κι ένα παλιό θεατρικό έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Ο δρόμος πια έχει μεγάλες ευθείες, από αυτές που ξεχνιέσαι, ο οδηγός πατάει το γκάζι, φτάνει τα 200 και είναι σαν να είσαι σταματημένος. Οι δρόμοι, ακόμα και τα Σαββατοκύριακα, είναι σχεδόν άδειοι, κανένας δεν κάνει μεγάλες αποστάσεις, τα καύσιμα είναι πανάκριβα. Μόνο λίγες νταλίκες, και αυτές αραιά και πού. Ο δρόμος είναι δικός μας. Μπορείς να κλείνεις τα μάτια και να νιώθεις ότι το αυτοκίνητο καταπίνει τα χιλιόμετρα σαν ένας χαμαιλέοντας μια μύγα που βρέθηκε μπροστά του. Ένα χλαπ είναι πια η εθνική οδός.
Γεμάτη αναφορές στις αναμνήσεις σου ή σε πράγματα της ειδησεογραφίας που επιστρέφουν στο μυαλό σου ως έκτακτη είδηση. Συκούριο (α, από εδώ έκλεψε τις ρουκέτες η 17Ν), Βιοκαρπέτ (τα μεγάλα μπλόκα των αγροτών), Πλαταμώνας (το ετήσιο meeting των Ελλήνων μοντάδων), Τέμπη (τα ατύχηματα με τα πούλμαν
που μετέφεραν μαθητές το ένα και οπαδούς του ΠΑΟΚ το άλλο). Κάθε χιλιόμετρο και ένα pop up στο παρελθόν.
Και μετά, σε μια στροφή στο Καλοχώρι, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη (στο ίδιο χωριό που κάποτε σε μια λωρίδα γης που έμπαινε μέσα στη θάλασσα, σε ένα αγγελοπουλικό no man’s land υπήρχε η καλτ ψαροταβέρνα Μπαγκλαντές), ένα ξημέρωμα Κυριακής βρεθήκαμε ανάμεσα σε συνεργεία, μάντρες αυτοκινήτων και το truck stop του Χάρμπαλη, ο όποιος, σε ένα παράπηγμα λειτουργεί και ένα από τα τελευταία ίσως καλτ απομεινάρια της παλιάς εποχής. Πρώτο τραπέζι πίστα, γηπεδικά συνθήματα, μαραμένα γαρίφαλα στην πίστα, έξω έχει ξημερώσει για τα καλά.
Όλα είναι δρόμος, που έλεγε κι αυτή η υπέροχη ταινία του Παντελή Βούλγαρη, που σε μια από τις τρεις ιστορίες της ο Γιώργος Αρμένης, πάνω σε έναν μεγάλο νταλκά, δίνει 30 εκατ. δραχμές για να ισοπεδώσουν το μπουζουξίδικο Βιετνάμ. «Ηλία, ρίχ’ το».
σχόλια