Αναρωτιέμαι συχνά πώς μπορεί να εξαφανιστεί κάποιος στην Αθήνα. Πώς να σβήσει τις πατημασιές του στο αθηναϊκό νυχτερινό «χιόνι» και τα ίχνη του από τις κλασικές του διαδρομές, ειδικά κάποιος σαν όλους εμάς που κινούμαστε με μονομανία στο ιστορικό κέντρο και θεωρούμε ότι χρειαζόμαστε τουλάχιστον διαβατήριο για να περάσουμε τα σύνορα του Δήμου Αθηναίων (που ορίζονται από αυτές τις άθλιες αρχαιοπρεπείς πινακίδες που έστησε κάποτε ο Αβραμόπουλος). Να αρχίσει, ας πούμε, να βγαίνει στο Χαλάνδρι, στη Γλυφάδα, στο Κεφαλάρι ή στη Νέα Ερυθραία – στις περιοχές όπου αναπτύσσονται τελευταία διάφοροι «εναλλακτικοί» πόλοι ως ανάχωμα στην «ανασφάλεια» του κέντρου. Το έχω τολμήσει κι εγώ και ξέρω και αρκετούς ακόμα που έκαναν το ίδιο. Νομίζω ότι τα αποτελέσματα είναι ισοπεδωτικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ωραία μαγαζιά εκτός των αθηναϊκών «συνόρων». Αλλά η εγγενής οικειότητα που σου προσφέρουν τα μαγαζιά του κέντρου (ακόμα και αυτά που δεν σου αρέσουν) καταρρίπτει εύκολα τους όποιους ενδοιασμούς για ενδεχόμενο ιδρυματισμό.
Πρόσφατα, για παράδειγμα, επισκέφθηκα το ραγδαία νυχτερινά αναπτυσσόμενο Χαλάνδρι, το «νέο Γκάζι» της νυχτερινής Αθήνας. Παγωμένα γιαούρτια, μοντέρνες σουβλακερί, λουκουμάδες, τεράστια καφέ-μπαρ αμφιβόλου αισθητικής, κυριλο-εναλλακτικός κόσμος, κίνηση, κόρνες, μια ατμόσφαιρα νησιού (μάλλον της Φολεγάνδρου). Η αλήθεια είναι ότι το Χαλάνδρι έχει φτιάξει μια πιο καλή κατάσταση από το Γκάζι, κυρίως γιατί ήταν και είναι μια μαζικά κατοικημένη περιοχή που δύσκολα μπορεί το nightlife boom της να αλλοιώσει τον χαρακτήρα της. Και έχει και ωραία μπαρ. Όπως ο Σπόρος, που πήγε κι έστησε ένα beach bar στο αίθριο ενός εμπορικού κέντρου και είναι τόσο κουλ, σαν να βρίσκεσαι, ας πούμε, στον Κέδρο της Δονούσας. Ή το μπαρ Κομμωτήριο, που είναι απέναντι από το εμβληματικό Blue και για κάποιον λόγο μου θυμίζει την παλιά Cafeina στο Μοναστηράκι (όχι στη διακόσμηση).
Στα Νότια πήγα στο Balux ένα μεσημέρι Σαββάτου, με τον πρώτο καυτό ήλιο αυτής της άνοιξης να μας καίει το λευκό δέρμα. Ό,τι και αν έχει να του προσάψει ο φανατικός pellegrino του κέντρου, είναι ένα καλαίσθητο μαγαζί που θα ζήλευε οποιαδήποτε παραλία της Côte d’ Azur (sorry, αλλά όταν είχα πάει στις Κάννες με την καφέ θάλασσα, τα παραλιακά προβεβλημένα μαγαζιά είχαν πλαστικές καρέκλες και βότκες με 12 ευρώ). Τα παιδάκια αλωνίζουν στον παιδότοπο, οι μεγάλοι παίζουν Pro αραχτοί στους καναπέδες, οι πιτσιρικάδες πίνουν φραπουτσίνο με θέα τη θάλασσα και σχεδιάζουν τις διακοπές τους στην Πάρο. Εμείς οι χίπστερ ανοίξαμε τις ξαπλώστρες πάνω στην άμμο και κλείσαμε τα μάτια (αλλά ανοίξαμε ταυτόχρονα και το instagram). Κάποιοι έπαιζαν beach volley στο γειτονικό γήπεδο (και μάλλον τους ζηλέψαμε).
Πήγα και στο Μαρούσι για τον τέταρτο αγώνα της προημιτελικής σειράς της Euroleague μεταξύ Παναθηναϊκού και Μπαρτσελόνα. Ένα τεράστιο κλαμπ μέσα στην πόλη με 30.000 ανθρώπους στοιβαγμένους σε μερικά τετραγωνικά, ένας κοινωνιολογικός ψίθυρος-καμπανάκι για όσους έχουν επιλέξει να κλείνονται μέσα
στον μικρόκοσμό τους. Η ελίτ της Πολιτείας και η κατώτερη τάξη του Περάματος, οι άρχοντες και τα παλικάρια, ο ένας δίπλα στον άλλο. Τσαμπουκάδες για ψύλλου πήδημα, πρωτόγονες ιαχές, παπάκια και Πόρσε, σημαιάκια και ρεψίματα. Το κάθε εκτυφλωτικό πρίσμα της ελληνικής κοινωνίας σε εξωστρέφεια. Αρκεί να κοιτάξεις μια αριστερά και μια δεξιά για να καταλάβεις όλο το «παιχνίδι». Ο τσάμπα μάγκας, ο ρομαντικός, ο χούλιγκαν, ο πωρωμένος οπαδός, το καλό παιδί, ο ψυχασθενής, όλοι είναι εκεί μαζί.
Μόνο στο γήπεδο, τελικά, μπορείς να εξαφανιστείς. Και ας πάω μια φορά στα δέκα χρόνια. Γιατί, όπως είχε γράψει και ο Μπρετ Ίστον Έλις στο Less than zero: Disappear Here / The syringe fills with blood / You ’re a beautiful boy and that’s all that matters / Wonder if he’s for sale / People are afraid to merge / To merge.
σχόλια