Αν και μοιάζει περισσότερο με εξομολόγηση, ουσιαστικά το κείμενο αυτό δεν είναι τίποτε περισσότερο από τις σκέψεις που μου γέννησε μια πολύ παλιά φωτογραφία του πατέρα μου, μια φωτογραφία που δεν είχα δει ποτέ ξανά μέχρι πολύ πρόσφατα. Τότε ήταν ένα μικρό παιδί, 10 χρόνων περίπου. Τώρα είναι ηλικιωμένος, αδύναμος και αρκετά άρρωστος. Ξέρω πως σύντομα θα "φύγει". Ίσως το κείμενο αυτό να είναι μια προσπάθεια αποδοχής αυτής της ενδεχόμενης απώλειας. Μια προσπάθεια να την ξορκίσω....
Είναι και εκείνη η φωτογραφία σου. Εκείνη που γελάς, δίπλα στη θάλασσα. Κύματα όνειρα θα σε προσπεράσουν κι άλλες ελπίδες φορτωμένες σε πλοία μακρινά που δε θα πιάσουν ποτέ λιμάνι. Στον ορίζοντα μια μαύρη γραμμή αχνοφαίνεται. Γραμμή ή αρχή είπα; Δε θυμάμαι. Ακούς τη βουή της καταιγίδας; Σα να ψιθυρίζει τη λέξη "απώλεια". Αλλά είσαι τόσο απορροφημένος στη φωτογραφία. Και γελάς. Γονατιστός στις ολόλευκες πέτρες. Αλήθεια, δε σε πόνεσε το γόνατό σου; Σαν να ήσουν συνηθισμένος στον πόνο. Κι αυτό το στραβό, ναυτικό σου καπέλο, έτοιμο να πέσει, μοιάζει να μαρτυρά ένα μέλλον που ακροβατεί.
Πάνω από την ακρογιαλιά, οιωνοί πετούν με φωνές παράπονου, μιμούμενοι τα γλαροπούλια. Πως να τους ξεχωρίσεις; Κι όμως; Το χαμόγελο σου πλαταίνει... Καλύπτει τους πάντες στη φωτογραφία. Ακόμα και τα βλέμματα εκείνων που μοιάζουν θυμωμένοι, με ματιά μισόκλειστα, απέναντι στον ήλιο. Κι ίσως είναι πραγματικά θυμωμένοι. Ίσως δεν κοιτούν τον ήλιο. Αλλά την καταιγίδα...
Σιγά σιγά και οι αναμνήσεις γυρίζουν στο ασπρόμαυρο νομίζω. Λες και η θύμηση μας ξεχνά τις αποχρώσεις. Της παραλίας. Του νερού. Του χαμόγελου σου. Όχι, όχι. Αυτό είναι ακόμα φωτεινό. Παρ 'ότι κάθισες στη γωνία της φωτογραφίας που δίπλωσε, ταξιδεύοντας μέσα σε τόσες και τόσες αγαπημένες τσέπες. Τα τόσα αγγίγματα στο ταξίδι του καιρού, σε έντυσαν με τσακίσματα. Και τα δικά μου ακόμα. Γι' αυτό πολλές φορές, κυρίως όταν μου λείπεις, παίρνω στα χεριά μου τη φωτογραφία σου. Κι αν η γωνία είναι διπλωμένη δεν την ανοίγω καν. Από φόβο. Μήπως δεν είσαι πια εκεί. Και καταλάβω πόσα ήσουν...
Περίεργη φωτογραφία. Είναι σαν να υπάρχεις και να μην υπάρχεις. Μη με ρωτάς ποια; Εκείνη που γελάς. Δίπλα στη θάλασσα. Εκείνη με την τσακισμένη γωνία.