Οι περισσότεροι πολίτες στον κόσμο εμπιστεύονται περισσότερο «ένα πρόσωπο σαν κι εμένα» από έναν επιχειρηματία ή πολιτικό. Εμπιστεύονται, επίσης, πολύ περισσότερο έναν εργαζόμενο μιας επιχείρησης από τον πρόεδρο της ίδιας επιχείρησης. Αυτά είναι συμπεράσματα της τελευταίας έρευνας Trust Barometer που παρουσιάζει κάθε χρόνο η Edelman στο Davos.
Κι αν αυτά φαίνονται λίγο-πολύ αναμενόμενα, έχει ενδιαφέρον το ότι οι ελίτ της υφηλίου συσπειρώνονται μετά το 2008 (κρίση λόγω LehmanBrothers) και αυξάνουν την εμπιστοσύνη τους στους τέσσερις βασικούς θεσμούς (πολιτικό σύστημα, επιχειρήσεις, media, ΜΚΟ). Αντίθετα, ο γενικός πληθυσμός παραμένει εξαιρετικά επιφυλακτικός. Σε αυτή την επιφύλαξη ή αμφισβήτηση μπορεί να αποδοθεί, εν μέρει, στο σουξέ του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ ή της Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία. Πιθανόν και οι πολιτικές εξελίξεις σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία, όπου, παρά τις «συστάσεις» των ισχυρών, οι ψηφοφόροι έκλιναν προς αντισυστημικές επιλογές.
Οι ισχυροί οργανισμοί και αρκετές εταιρείες δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει ότι έχουμε περάσει σε μια εποχή που δεν ελέγχουν όσο παλιότερα την έκφραση της κριτικής. Κάθε πολίτης είναι σε θέση να εκφράσει με ένα κινητό μια επίθεση σε έναν οργανισμό, μια κυβέρνηση, μια επιχείρηση, κι αυτή να ενωθεί με αντίστοιχες αντιδράσεις πολλών άλλων πολιτών. Οι ελίτ κερδίζουν δύναμη, χάνουν επιρροή
Ακόμα και η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν μια αντισυστημική έκφραση, όσο και αν φαίνεται ακρότατο παράδοξο. Ένα σεβαστό μέρος της απρόσμενης υποστήριξης που πήρε η υποψηφιότητά του προερχόταν απ’ όσους θέλησαν να ψηφίσουν κόντρα στο ότι είχε απέναντί του τον Κ. Καραμανλή, την Αυγή, ακόμα και την ίδια την οικογένειά του.
Το χάσμα εμπιστοσύνης δεν είναι άσχετο με τη συνεχή αύξηση της ανισότητας των εισοδημάτων: στην τελευταία σύνοδο του Davos αποκαλύφθηκε ότι οι 62 πιο πλούσιοι άνθρωποι του πλανήτη συγκεντρώνουν πλούτο όσο ο μισός πληθυσμός της Γης, δηλ 3,6 δισ. άτομα (πέρυσι ήταν 80 οι πλούσιοι που είχαν τόσο πλούτο, το 2010 ήταν 388, φέτος αρκούν 62 για να «κοντράρουν» τον μισό πληθυσμό του πλανήτη μας). Η έρευνα Trust Barometer επιβεβαιώνει ότι οι μάζες αποκλίνουν από τις ελίτ. Οι τελευταίες συσπειρώνονται και υποστηρίζουν αυτό που ενισχύει το status quo.
Στον δικό μου μικρόκοσμο συναντώ συχνά αυτές τις αντίρροπες τάσεις, όταν π.χ. διαπιστώνω ότι ένας μεγάλος οργανισμός ή μια εταιρεία επιμένει να διαδώσει μια θέση που είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσει την αντίδραση ενός μεγάλου αριθμού πολιτών ή καταναλωτών. Οι ισχυροί οργανισμοί και αρκετές εταιρείες δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει ότι έχουμε περάσει σε μια εποχή που δεν ελέγχουν όσο παλιότερα την έκφραση της κριτικής. Κάθε πολίτης είναι σε θέση να εκφράσει με ένα κινητό μια επίθεση σε έναν οργανισμό, μια κυβέρνηση, μια επιχείρηση, κι αυτή να ενωθεί με αντίστοιχες αντιδράσεις πολλών άλλων πολιτών. Οι ελίτ κερδίζουν δύναμη, χάνουν επιρροή.
Οι ελίτ έχουν ενισχύσει τη δύναμή τους ως προς τον πλούτο που ελέγχουν, αλλά χάνουν διαρκώς από τη δύναμη της επιρροής. Είναι απίστευτο πώς ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί υψηλή δημοτικότητα, ενώ πάει κόντρα στα πιο ισχυρά τμήματα του κατεστημένου των ΗΠΑ και της υφηλίου. (Αυτό, βεβαίως, δεν έχει σχέση με την ουσία των θέσεών του, που είναι επικίνδυνες και θλιβερές). Οι περισσότεροι απ’ όσους νιώθουν απόκληροι στις ΗΠΑ έχουν ενώσει τις ψήφους τους κόντρα σε ό,τι θεωρούν ότι τους έχει ρίξει. Σε άλλες περιοχές της Γης, ο λαϊκισμός είναι αριστερός − όσοι νιώθουν κατατρεγμένοι ψηφίζουν ό,τι είναι πιο πρόσφορο για να διαδηλώσουν την απέχθειά τους για το κατεστημένο.
Τα ξόρκια κατά του λαϊκισμού δεν αρκούν για να αποτρέψουν διαρκείς αλλαγές και ανατροπές που αυξάνουν το έλλειμμα ασφάλειας προσώπων, στρωμάτων, χωρών. Μέσα σ’ αυτή την κινούμενη άμμο, το 85% των απλών πολιτών, αυτών που δεν έχουν υψηλή μόρφωση ή μεγάλο εισόδημα, προτιμά να κλείνεται στο καβούκι του: μιλάνε περισσότερο με τον περίγυρό τους, κάτι που περιχαρακώνει τις όποιες απόψεις τους ή ενισχύει τις προκαταλήψεις τους. Επίσης, προσλαμβάνουν τις εξελίξεις μέσα από τις ειδήσεις που μεταφέρει ο κύκλος των συναναστροφών τους από τα social media. Έτσι, ενισχύεται ο κύκλος της εσωστρέφειας και της αυτοαναφορικότητας. Με αυτό τον τρόπο παραμένει ισχυρός ο Tραμπ, παρότι τον πολεμούν τόσο το κατεστημένο όσο και οι δυνάμεις της λογικής και οι υπέρμαχοι μιας ανοιχτής κοινωνίας.
Ένα σενάριο είναι ότι οι ελίτ θα επικρατήσουν, θα διατηρήσουν το status quo και θα αυξηθεί η ανισότητα των εισοδημάτων. Ένα δεύτερο σενάριο θέλει τις δυνάμεις του λαϊκισμού να κερδίζουν κι άλλο έδαφος, να γκρεμίζουν κάποια κατεστημένα, αλλά να οδηγούν στο χάος και σε περαιτέρω φτωχοποίηση. Ο ενδιάμεσος δρόμος, όπου θα ανασχεθεί η καταισχύνη της αυξανόμενης φτώχειας, χωρίς να πέσουμε στα χέρια σαλτιμπάγκων, είναι ο πιο δύσκολος και ανηφορικός. Λείπουν οι ηγεσίες που θα περιορίσουν εμπράκτως την απληστία και θα σπάσουν τα καθρεφτάκια των λαοπλάνων. Κάποιες φωνές πολιτικών και ορισμένες ομιλίες στελεχών επιχειρήσεων, για την ώρα, απλώς περιγράφουν το πρόβλημα.
Το ερώτημα είναι τι τίμημα θα πληρώσει η ανθρωπότητα μέχρι να βρεθεί μια ισορροπία που θα βάλει όρια τόσο στους αχόρταγους, όσο και στους τσάμπα-μάγκες δημαγωγούς.