Καπετάνισσες.
'Ενα blog των γυναικών αποφοίτων σχολών πλοιάρχων Ε.Ν.
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (σε ναυτική έκδοση)
Αυτοβιογραφικό. Της Δανάης.
"Και απάντηση σε φίλη καλή που χτες, μέρα γενεθλίων, και με τον πόνο να ξεχειλίζει για μια ακόμη φορά που άφησα τη θάλασσα και βγήκα στη στεριά, θέλησε τον καλό λόγο να πει και να με παρηγορήσει με τούτα τα λόγια:
Καπετάνισσα είσαι, έτσι κι αλλιώς!!!!!!!!!!!! Κουμαντάρεις καράβια-παιδιά, με όποιον καιρό, σε ταξίδια όμορφα και περιπετειώδη και σε λιμάνια απάνεμα τα οδηγείς ...!!!!!!!!!!!!!! Δύσκολη και γοητευτική η δουλειά του ναυτικού!!!!!!!!!!! Δύσκολη και γοητευτική η δουλειά του Δάσκαλου!!!!!!!!!!!! Κρατάς γερά το τιμόνι, καπετάν Μαρία!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Ρούλα μου, υπάρχει και αυτή η εκδοχή. Παρομοίωσης των δύο επαγγελμάτων. Ταξίδι το ένα, ταξίδι και το άλλο. Παίρνεις πετρέλαιο από τον Περσικό κόλπο, όπως το έκανα πολλές φορές όταν ήμουν ναυτικός, και το κουβαλάς στα λιμάνια της Ευρώπης. Κυρίως της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Γαλλίας.
Ένας αγωγιάτης είσαι. Όπως κάποτε ο Ηπειρώτης παππούς σου με τα μουλάρια του. Εκείνος κουβάλαγε λάδι. Εσύ πετρόλαδο...
Τίποτε περισσότερο. Ένας υποτακτικός του εφοπλιστή. Του πουλάς την εργατική σου δύναμη για να θησαυρίζει αυτός. Καμιά φορά και τη ζωή σου την ίδια.
Ταυτόχρονα συμμετέχεις στο ξεζούμισμα του πλανήτη από πρώτες ύλες αλλά και στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Έναντι των αργυρίων του μισθού σου.
Δεν είναι όμως αυτό η γοητεία του ναυτικού επαγγέλματος. Αυτά γίνονται χρόνο το χρόνο τα σαράκια της ψυχής σου. Όσο ξυπνάς και αντιλαμβάνεσαι όλο και περισσότερο ποιος είναι ο κόσμος και ποιος είσαι εσύ. Κι αν είσαι και λίγο Καββαδίας, τα βάζεις τα σαράκια σου να τραγουδήσουν. Τα κάμεις τέχνη.
Τι σου προσφέρει όμως ως πραγματικά ανεκτίμητο αντάλλαγμα η ζωή του ναυτικού; Γιατί μιλάω για κάρβουνο αναμμένο και τόσες δεκαετίες μετά πονάει η ψυχή μου που αναγκάστηκα να βγω στη στεριά; Διάβασε την Οδύσσεια του Ομήρου και θα το καταλάβεις. Είναι τα θηρία από τη μια. Είναι τα λιμάνια από την άλλη. Η πάλη με τα στοιχειά της φύσης σε καταστάσεις ακραίες, η πάλη με τον εαυτό σου εγκλωβισμένο στο φοβερό "ανάμεσα ουρανό και θάλασσα".
Και η γνωριμιά με άλλους τόπους, άλλους πολιτισμούς. Ξεκινώντας από την Μπαρτσελόνα. Ταξίδι πρώτο. Και το Hotel Colon. Κολόμβος δηλαδή. Αναμένοντας την Ελαφίνα και να πιάσεις πρώτη φορά το τιμόνι στα χέρια σου.
Παιδί στα 19. Που δε σε άφηναν ούτε σινεμά να πας με τις φιλενάδες σου. Δεν ήξερες πώς είναι τα πάρτι. Κορίτσι από σπίτι που λέμε. Στόμα είχες και μιλιά δεν είχες. Και δυο γονείς εκπαιδευτικούς που έκαναν άλλα όνειρα για σένα. Να μπεις στο πανεπιστήμιο. Να τους φέρεις το χαρτί του γιατρού. Ούτε καν του μηχανικού που ζήταγες εσύ. Γιατί οι μηχανικοί δουλεύουν - έλεγαν - σε γιαπιά. Ανάμεσα σε οικοδόμους. Δουλειά δεν είναι αυτό για κορίτσια. Έτσι έλεγαν...
Που αγάπαγες το θέατρο δεν τόλμησες καν να το πεις. Έμεινες μόνο να απαγγέλλεις ποιήματα και να εισπράττεις τα εύγε των φιλολόγων και των συμμαθητών. Ή, πιο σωστά, των συμμαθητριών. Γιατί σε σχολειό θηλέων σε έστειλαν. Παρθεναγωγείο νεότερης έκδοσης. Το Ζ' Γυμνάσιο Αθηνών. Που δεν έβλεπε καν θάλασσα. Κάπου στην Ακαδημία του Πλάτωνα βρισκότανε χτισμένο.
Ίδια και τα χρόνια του δημοτικού. Σε ορεινά χωριά της Ηπείρου. Δίπλα στα σύνορα. Πότε στο ένα χωριό και πότε στο άλλο. Ακολουθώντας τους εκπαιδευτικούς γονείς στις μεταθέσεις τους. Σμέρτο Φιλιατών, Πολύδροσο Σουλίου, Παραπόταμος κοντά στον Καλαμά.
Εξαίρεση η πρώτη του Γυμνασίου. Του Γυμνασίου Ηγουμενίτσας. Μια αίθουσα μπουντρούμι. Δίχως φως. Με τοίχους μουχλιασμένους. Απέξω όμως η θάλασσα. Ακριβώς απέξω. Και στα βραχάκια της παραλίας το διάλειμμα. Να μυρίζεις ιώδιο και αύρα θαλασσινή. Και σώπα, δάσκαλε, να ακούσουμε το τραγούδι των κυμάτων. Εκεί πρέπει να έγινε η "ζημιά". Όχι πως δεν έπαιξαν ρόλο τα ταξίδια από τόπο σε τόπο. Και που σαν παιδί δεν πρόλαβες να βγάλεις ρίζες σε καμιά γη. Κι ώσπου να δέσεις φιλίες, τις άφηνες πίσω κι έφευγες.
Αν θέλεις και τα βιβλία. Θέλαν οι δικοί σου να διαβάζεις... Γεμάτο το σπίτι βιβλία. Τα παραμύθια του νονού, τα λαϊκά παραμύθια του Γ. Μέγα. Παπαδιαμάντης. Όλα τα Άπαντα διαβασμένα από δέκα χρονών. Ιούλιος Βερν. Λατρεμένος. Πότε ταξιδεύοντας με αερόστατο, πότε Δεκαπενταετής Πλοίαρχος, πότε Δυο χρόνια διακοπές. Και πότε με το Ναυτίλο του κάπταιν Νέμο. Ήταν ακόμη Τα Ασημένια Πατίνια από την Ολλανδία, ο Ρομπέν των Δασών από την Αγγλία, Οι Τρεις Σωματοφύλακες, οι Άθλιοι από το Παρίσι, Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας, Η μικρή πριγκίπισσα κάπου ανάμεσα Ινδία και Αγγλία, ο Ροβινσώνας χαμένος στα πέλαγα, ο μπαρμπα - Θωμάς στην καλύβα του και στην Αμερική, ο Αλβέρτος Σβάιτσερ στην καρδιά της Αφρικής, η Άννα Φρανκ σε μια σοφίτα, ο Καζαντζάκης ταξιδεύοντας Ιαπωνία και Κίνα, ο Λουντέμης με τις ανθισμένες του κερασιές, ο Ντοστογιέβσκι στις στέπες της Ρωσίας, ο δικός μας Βενέζης στην Ιωνία... Ούτε και θυμάμαι πια τις καραβιές βιβλία που διάβασα. Θυμάμαι όμως καλά τη λαχτάρα. Να τα δω και να τα ζήσω από κοντά όσα διάβασα στις σελίδες των βιβλίων.
Ποια άλλη λύση από τα καράβια; Για ένα παιδί μικροαστικής οικογένειας; Το φαγητό δε μας έλειψε ποτέ και το καλό μας ρουχαλάκι. Μα και δεν περίσσευαν χρήματα για πολυτέλειες και ταξίδια.
Καράβι τι θα πει εγώ δεν ήξερα. Μονάχα τα πορθμεία γνώριζα του Ρίου - Αντιρρίου. Που περνάγαμε για να πάμε από την Αθήνα στην Ήπειρο και αντίστροφα. Καμία σχέση οικογενειακή με θάλασσα και ναυτικούς. Μόνο από τα βιβλία! Όπως εκείνο το παλιό αναγνωστικό της Τετάρτης Δημοτικού, με επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας το νονό μου, το Γεώργιο Μέγα. Από τη δική του συλλογή και Η Δικαιοσύνης της Θάλασσας, του Α. Καρκαβίτσα. Με τη φράση "Στην άλλη ζωή" να με στοιχειώνει και να με φοβίζει.
Δυο παιδιά ήμασταν όλα κι όλα στην Τετάρτη του μικρού σχολειού μας στην Ήπειρο. Ο Δημήτρης κι εγώ. Μέσα στα βουνά. Μόνο ένα ποτάμι βρισκόταν κάτου χαμηλά στην κοιλάδα. Θάλασσα πουθενά. Τελειώνοντας το λύκειο γίναμε και οι δύο ναυτικοί!!!
Ταξιδέψαμε, αλωνίσαμε της γης τα μήκη και τα πλάτη. Μετά ο Δημήτρης έγινε παπάς. Εγώ δασκάλα.
Πειράζω τον πατέρα μου καμιά φορά. Και δάσκαλό μας τότε στην Τετάρτη. Έλα, του λέω, πες μου τι παιδαγωγική εφάρμοσες και έβγαλες δυο βουνίσιους μαθητές ναυτικούς... Και να πω ότι ο πατέρας μου αγάπαγε τη θάλασσα; Ούτε να τη βλέπει...
Η μάνα μου τουλάχιστον λατρεύει το κολύμπι. Από μικρά μας έτρεχε στις παραλίες. Να τσαλαβουτάμε. Στον Σκαραμαγκά όταν μέναμε Αθήνα. Να γεμίζουμε πίσσες τα μαγιό μας. Στην Πάργα και στην Ηγουμενίτσα, στα χρόνια της Ηπείρου. Με πήγε και μια φορά Κέρκυρα. Για να ανάψουμε κερί στον άγιο. Κι όταν μεγαλώσαμε και βρεθήκαμε πάλι στην Αθήνα, κάποιες Κυριακές έπαιρνε το σχολικό και μας πήγαινε βόλτα στο Καβούρι.
Τι ήταν για μένα η θάλασσα; Η μεγάλη άγνωστη!
Τι φλας έφαγα στα 19, όπως θα έλεγαν και οι σημερινοί νέοι, δεν ξέρω να το εξηγήσω. Και αντί για σπουδές στο πανεπιστήμιο πήγα και έδωσα εξετάσεις στην Εμποροπλοιάρχων. Σηκώνοντας μπαϊράκι. Γιατί οι γονείς μου έπεσαν να πεθάνουν μόλις το άκουσαν. Το παιδί τους στα καράβια!!! Και μάλιστα η κόρη! Ντροπή! Τι θα πει ο κόσμος; Και πώς μπορεί ένα κορίτσι να ζήσει με τριάντα άντρες μόνο του μέσα στις λαμαρίνες;
Ούτε κι εγώ ήξερα. Το είπα όμως και το έκανα. Σπούδασα στη σχολή δυο χρόνια. Έκανα και δυο μήνες εκπαιδευτικό ταξίδι. Ξετρελάθηκα. Μπάρκαρα μετά. Στην αρχή σε μικρά καράβια φορτηγά. Έπειτα σε γκαζάδικα, σούπερ τάνκερς.
Και ναι. Βρέθηκα εκεί που ονειρεύτηκα.
Διέσχισα τη Μεσόγειο, από την Ισπανία πήγαμε Ιταλία.
Χάθηκα στους δρόμους της Γένοβας. Κοίταξα με τα κιάλια το Λιβόρνο.
Περπάτησα στα στενά της Νάπολης και είδα το Βεζούβιο. Κατόπιν Μολφέτα και Τάραντας. Μετά για Εδιμβούργο. Πέρασμα του Γιβραλτάρ, οι ακτές της Πορτογαλίας από τη μια, ο Ατλαντικός αχανής από την άλλη. Βισκαϊκός, Μάγχη. Ομίχλη και Σκωτία. Πύργοι μεσαιωνικοί και τέρας του Λοχνές. Έπειτα Άμστερνταμ. Να ρολάρω με ασημένια πατίνια και να βλέπω το σπίτι της Άννας Φρανκ. Ποιος μπορούσε πια να με συγκρατήσει;
Γύρισα στη σχολή για το δεύτερο χρόνο σπουδών και ανυπομονούσα να έρθει πάλι καλοκαίρι. Έφυγα ανθυποπλοίαρχος αυτή τη φορά. Για την άλλη άκρη της γης. Νέα Υόρκη, Βοστώνη, Πόρτλαντ. Ένας άλλος κόσμος. Φορτώσαμε και κινήσαμε για Πακιστάν. Ατλαντικός. Για πρώτη φορά στη μέση ενός ωκεανού. Γιβραλτάρ και ξανά Μεσόγειος. Παραπλέοντας αυτή τη φορά τις ακτές της Αφρικής. Μαρόκο, Αλγερία, Λιβύη, Τυνησία, Αίγυπτος.
Δεν έφτασα ποτέ στο Πακιστάν. Στο Σουέζ τα σχέδια άλλαξαν. Μεταφορά σε άλλο πλοίο της εταιρείας. Και μια νύχτα άγρια και τρομακτική. Ολομόναχη και δίχως φράγκο μες στην τσέπη. Αλλά και πόση ανθρωπιά από αυτούς που εμείς τους λέμε Αραπάδες...
Άφιξη στη Δραπετσώνα. Ξεμπάρκαρα. Σε δυο μέρες βρισκόμουν στη Γερμανία. Φρανκφούρτη. Που ποτέ δε γνώρισα. Με πήρε ο ατζέντης και γραμμή για το Βίλιεμσχάβεν. Γκαζάδικο του Ωνάση. Τριακόσια μέτρα καράβι. Το Ολύμπικ Άρροου.
Έξι μήνες στον παράδεισο. Κουβαλώντας πετρέλαιο από τον Περσικό στην Ευρώπη. Ο γύρος της Αφρικής. Πρώτο πέρασμα του Ισημερινού. Ραστανούρα και πάλι Αραπάδες. Επιστροφή στην Ευρώπη. Πότε Γερμανία, πότε Ολλανδία.
Μια φορά μας έτυχε και Πορτογαλία. Σέτουμπαλ. Κοντά στη Λισαβώνα. Πρωτοχρονιά του 1981. Τι νύχτα κι εκείνη... Να μη βρίσκουμε ταξί να γυρίσουμε στο καράβι... Αναγκαστικό ρεβεγιόν σε ένα πορτογαλέζικο ταβερνάκι...
Ακολούθησε το Andros Orion.
Γκαζάδικο κι αυτό. Με ίδια ταξίδια περίπου. Αυτή τη φορά πέταξα για Παρίσι. Που επίσης δεν πρόκαμα να δω. Γραμμή για το λιμάνι. Παράλια της Μάγχης. Κι από κει για Περσικό. Τι κούνημα, Θεέ μου! Γνώρισα τι σημαίνει θάλασσα 10 μπωφόρ. Και δέκα μήνες μπάρκο. Τους περισσότερους στη γνωστή διαδρομή. Κάποια φορά πιάσαμε και Φως. Δίπλα στη Μασσαλία. Άλλη πάλι στη Σαρδηνία, στη Σικελία... Να περπατάς σε πόλη ξένη και να βλέπεις επιγραφές στα ελληνικά! Ακολούθησε η Νότια Αφρική, το Κέιπ Τάουν. Λευκοί και μαύροι. Άνθρωποι (;) και ζώα. Only white, only black, που έγραψε και ένας θαλασσινός ποιητής και σύντροφος.
Ήρθε και το τελευταίο ταξίδι. Το πιο όμορφο. Φορτώσαμε από τις ακτές της Αφρικής στη Μεσόγειο. Φύγαμε για Κορέα. Φυσικά από την έξω μεριά της Αφρικής. Φορτωμένο το καράβι δε χώραγε στη διώρυγα του Σουέζ. Γιβραλτάρ, Λας Πάλμας ρέντιο στο Κανάρια, Πράσινο Ακρωτήρι, Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας... Ανοιχτήκαμε μετά στον Ινδικό. Πήραμε και το τηλεγράφημα για τον κυκλώνα. 19 του Φλεβάρη του 1982. Δεν ήταν το γραφτό μας να πνιγούμε. Περάσαμε από το Μπαλί. Με τα κιάλια και πάλι...
Φτάσαμε Κορέα. Ένας τελείως διαφορετικός κόσμος. Πουσάν... Τι να λες τώρα και τι να περιγράφεις; Αυτά τα πράγματα μόνο να τα ζεις μπορείς. Κι έπειτα να τα θυμάσαι μια ζωή με την αχλύ του παραμυθιού. Λες: Πήγα κι εγώ κάποτε στην Κορέα! Γνώρισα τους Κορεάτες. Που τους ήξερα μονάχα από μια μπάντα στον τοίχο του παιδικού μου δωματίου. Δώρο του θείου Σπύρου στη μάνα. Από τον πόλεμο που πολέμησε στην Κορέα...
Εγώ τους έφερα μπουφάν. Τα βρήκα σε φτηνή τιμή. Κι ένα αγαλματάκι του Βούδα. Από την Texas street. Τι δουλειά έχει το Τέξας την Κορέα; Έλα μου ντε... Για νότια Κορέα μιλάμε.
Ιαπωνία στη συνέχεια. Ναγκασάκι! Και βέβαια επίσκεψη στο μουσείο της ατομικής βόμβας.
Βιβλίο ολόκληρο να σου γράψω για τους Γιαπωνέζους. Τους ανονέδες και τα αριγκατό τους. Και για το Φούτζι Γιάμα που ήξερα μόνο από τον Καζαντζάκη... Πλέον κρέμεται μόνιμα στο σαλόνι μου. Πίνακας. Με ανθισμένες κερασιές...
Την περσινή Πρωτοχρονιά. Και στο τραπέζι το παλιό αναγνωστικό της Τετάρτης Δημοτικού. Με τη φράση φωτιά: "Στην άλλη ζωή..."
Τώρα πλησιάζουν και πάλι Χριστούγεννα. Στο σπίτι δε στόλισα ακόμη. Στολίσαμε στην τάξη. Να δεις ενθουσιασμό τα μικρά μου αγγελούδια! Αυτά τα φοβερά Πρωτάκια από τις τρεις ηπείρους, Ευρώπη, Αφρική και Αμερική!
Φυσικά στον πίνακα, όπως εσύ Ρουλάκι μου με την κοφτερή σου τη ματιά πρόσεξες προχτές, είναι ο γερο - χρόνος με τα δώδεκα παιδιά του. Να θυμίζει σε μένα, να μαθαίνει στα μικρά μου, για του χρόνου του γυρίσματα...
Χτες τους είπα και το Κοριτσάκι με τα σπίρτα... Κρέμονταν από τα χείλη μου. Είναι ο καιρός πια να λέω παραμύθια. Και να γίνομαι πάλε κοριτσάκι. Που ανάβει σπιρτάκια και βλέπει στη λάμψη τους εικόνες μαγικές...
Και το συγκεκριμένο. Που ξεκίνησε από το Hotel Colon της Βαρκελώνης. Σώθηκαν όμως τα σπιρτάκια.
Μια μακριά σειρά σβησμένα πίσω....
Κι εγώ που τόσο πόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακριές Ινδίες...
εξακολουθώ να είμαι εγκλωβισμένη σε μια αίθουσα πένθιμη σχολική και να λέω δασκαλίστικα: "Ανοίξτε τα βιβλία!" (παράφραση του γνωστού τραγουδιού του Καββαδία, για τους ιδανικούς και ανάξιους εραστές των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων - φτιαγμένη μια μέρα του Φλεβάρη του 1985, τότε που πήγα για πρώτη φορά σε σχολειό να διδάξω (...)".