Υπήρχε ένα καφενείο επί της Ασημάκη Φωτήλα, του μικρού δρόμου μεταξύ Εξαρχείων και λεωφόρου Αλεξάνδρας, που δεν υπάρχει πια. Το έκλεισε η αστυνομία μετά από συντονισμένη έφοδο, ώστε σήμερα να χαίρομαι που πήγα κι εγώ εκεί οκτώ- δέκα φορές όλες κι όλες στη ζωή μου.Μη σας ξενίζει η φράση συντονισμένη έφοδος, όποιος έχοντας σώας τας φρένας πέρασε απ' το καφενείο αυτό, του αλλόκοτου και του παράλογου, μόνο δικαιολογημένη απόλυτα θα μπορούσε να κρίνει την εν λόγω δράση της αστυνομίας.
Το εντευκτήριο έφερε το όνομα της αφεντικίνας του, της κυρίας Λεμονιάς και όλοι λέγαμε πάμε στης Λεμονιάς για καμιά κούπα! Και τι κούπα! Πάνω σ' ένα βρωμοτράπεζο βρισκόταν τοποθετημένο ένα πελώριο καζάνι με κόκκινο, αμφιβόλου ποιότητας, κρασί, όπου όλοι πιάναμε μια μεγάλη άδεια ποτήρα, τη βουτάγαμε μέσα του και τη βγάζαμε στην επιφάνεια γεμάτη. Κάποια στιγμή, ως πιτσιρικάς από "σπίτι", τόλμησα να παραπονεθώ στην Λεμονιά για τις λίγο ανορθόδοξες συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν στο μαγαζί της. Πιες το, μικρέ, να γεμίζει η γκλάβα μου απάντησε και κόψε τα πολλά λόγια! Το βούλωσα κι εγώ δίχως δεύτερη κουβέντα...Η Λεμονιά ήταν 65άρα τότε, ξεδοντιασμένη και με καμπουριασμένο κυρτό σώμα. Η άσχημη αυτή φυσική της κατάσταση δεν την εμπόδιζε να έχει αρραβωνιαστεί έναν χοντρό και μουσάτο Κύπριο κατά 30 χρόνια νεότερο της, ο οποίος μόλις είχε αποφυλακιστεί από τον Κορυδαλλό για ληστείες. Όλοι όμως γνωρίζαμε πως η Λεμονιά ήταν ερωτευμένη με μια πολύ νεαρή Αλβανίδα, που την είχε να σερβίρει. Μόνο μ' αυτήν έπαυε να είναι ένας χοντροκομμένος άνθρωπος.
Όποτε το κορίτσι περνούσε από δίπλα της, κρατώντας συνήθως φορτωμένους δίσκους, η Λεμονιά αναστέναζε. Ερωτικά και γι' αυτό απροκάλυπτα. Μάλιστα, για μία στιγμή τα γέρικα χεράκια της μάκριναν επικίνδυνα, φτάνοντας στο σημείο ν' αρχίσουν να θωπεύουν την, ας την πούμε, υπάλληλο μπρος στα μάτια όλων μας. Ε, ρε τι είχε γίνει τότε! Και δίσκοι πέσανε και ποτήρια σπάσανε και στα χέρια πιάστηκαν οι δυο γυναίκες και μπινελίκια ακούστηκαν σε ελληνικά και αλβανικά. Είχε αρχίσει να μου αρέσει πολύ αυτό το στέκι! Συνήθως τα μεσημέρια συναντούσα τον Αντώνη Χατζηκουτσέλη, τον συχωρεμένο πλέον αδερφό του ηθοποιού, του Πάνου, ο οποίος μόνιμα κυκλοφορούσε με το πουκάμισο ξεκούμπωτο, με μια τεράστια κοιλιά που κρεμόταν και τσακίζοντας ολόκληρα μπουκάλια ρετσίνας στην καθισιά του. Ήταν ο μόνος όμως με τον οποίο μπορούσες ν' ανταλλάξεις και μερικές ουσιαστικές κουβέντες, πέραν της θλιβερής συνειδητοποίησης της περιθωριακής θέσης που έπιαναν όλοι εκεί μέσα.
Όπως ο παπάς! Ο παπάς του καφενείου της Λεμονιάς ήταν άλλος ένας φοβερός και τρομερός τύπος, που όσο και να έσπαγε το κεφάλι του και ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος, δε θα μπορούσε με τίποτα να τον έχει σκιτσάρει ως χαρακτήρα. Όταν τον πρωτοείδα να πίνει σε μια γωνιά φορούσε κανονικά τα ράσα του, μα αντί για φυσιολογικά υποδήματα είχε προτιμήσει ροζ...παντόφλες- ζωάκια. Ήταν παπάς με τη βούλα που λέμε, ο εν λόγω κύριος, μέχρι που το γύρισε κι αυτός στις ληστείες. Τον καθαιρέσανε, κοινώς του αφαίρεσαν το σχήμα, τον μαντρώσανε και νάτος τότε έξω να μπεκρουλιάζει στης Λεμονιάς. Από τον Χατζηκουτσέλη μάθαινα τις ιστορίες όλων τους, καταλαβαίνοντας πως επρόκειτο πραγματικά για ένα θίασο που απόδρασε από τα βιβλία του Μπουκόφσκι.
Ο παπάς δεν το' χε βάλει κάτω! Συνέχισε να κυκλοφορεί με το δύσοσμο ράσο, περιμένοντας σα Μάννα εξ ουρανού τον εορτασμό των Φώτων. Τελευταία φορά τον διώξανε με μπουνιές από ένα σπίτι, όπου είχε χτυπήσει την πόρτα για τον καθιερωμένο αγιασμό. Μόνο που, ο αθεόφοβος, πετούσε από το μπολ με το ραντιστήρι και το βασιλικό του, αντί για αγιασμό...ούζο! Μύρισε έντονα το ισχυρό αλκοολούχο ποτό, τα έχασαν οι χριστιανοί ιδιοκτήτες κι όταν ο θρασύς παπάς- μαϊμού απαίτησε το κατιτίς του, τον εκπαραθυρώσανε. Και με το δίκιο τους οι άνθρωποι! Άλλος ένας μοναδικός τύπος που ξημεροβραδιαζόταν στης Λεμονιάς ήταν και κάποιος, που τώρα μου διαφεύγει το όνομα του, γι' αυτό και χάριν της αφήγησης ας τον αναφέρω ως Σπύρο.
Ο Σπύρος προοριζόταν για λαμπρή πολιτική καριέρα με τη Νέα Δημοκρατία! Κάποτε μάλιστα, επί των ημερών του Έβερτ στην υποψηφιότητα για εκλογή προέδρου του κόμματος, μπορούσε κανείς να δει τη σενιαρισμένη φάτσα του Σπύρου σε διάφορα προσπέκτους: ο Σπύρος αγκαλιά με τον Έβερτ, σε δείπνο με το ζεύγος Μητσοτάκη κλπ. Ποιος ξέρει τι φλας άναψε ή έσβησε στη ζωή του συγκεκριμένου ανθρώπου κι από κει που ετοιμαζόταν για καριέρα στον πολιτικό στίβο της χώρας βρέθηκε μόνος κι έρμος να μπεκροπίνει δίπλα στα υπόλοιπα ρεμάλια του καφενείου. Υπήρχε πάντως ένας υποβόσκον σεβασμός απ' όλους προς το πρόσωπο του, σηκώνονταν για να καθίσει εκείνος, ασχέτως αν δεν τον είχα πετύχει προσωπικά ποτέ με άλλον ομοτράπεζο του.
Στο καφενείο της Λεμονιάς, επίσης, είχα την τύχη να συμφάγω δύο φορές με την κυρία Μπέττυ, μια από τις πρώτες επαγγελματίες πουτάνες της Αθήνας. Καθόταν κι αυτή μόνη πάντα παραμέσα, να μη φαίνεται έξω, απ' τη βιτρίνα του καφενείου, με χτενισμένα κάτασπρα μακριά μαλλιά και έντονα βαμμένο γκροτέσκ πρόσωπο. Θα είχε περάσει τότε σίγουρα τα 80! Ξεκίνησα να κάνω πιάτσα αρχές του ΄30 μου εξομολογούταν και μέσα στην επόμενη δεκαετία είχα "πάρει" ένα ολόκληρο γερμανικό στράτευμα! Χείμαρρος η κυρα- Μπέττυ! Αλλά κι εγώ! Στα μάτια την κοιτούσα, χαιρόμουν που χαιρόταν με την ανοχή ενός πιτσιρικά. Την είχα ρωτήσει, θυμάμαι, αν πόζαρε ποτέ για τον Μπαλάφα. Ο αφελής πίστευα πως άλλη δουλειά δεν είχαν οι πουτάνες του ΄30 και του ΄40, για καλλιτεχνικά πορτρέτα θα τρέχανε! Κρίμα που έφυγε αυτή η γυναίκα και δεν πρόλαβα να την κινηματογραφήσω. Θα στηνόταν άνετα ολόκληρο ντοκιμαντέρ στο πρόσωπο της. Ενδεχομένως ασπρόμαυρο με κάμερα στο χέρι, με κουνημένα φλουταρισμένα βρώμικα πλάνα!
Το κορυφαίο το άφησα για το τέλος: όλοι μέσα στα καφενεία ή τα μαγαζιά γενικότερα έχουμε δει να περιφέρεται κάποιο σκυλί ή γατί. Συνηθισμένο θέαμα. Και όμως, το καφενείο της Λεμονιάς πρωτοτυπούσε και σ' αυτόν τον "τομέα"! Ανάμεσα απ' τα πόδια μας κυκλοφορούσε όχι ένα όποιο κι όποιο οικόσιτο ζωάκι, αλλά ένα...κουνέλι. Κουτσό κιόλας, τελείως γκρίζο με ένα χρώμα όχι εκ του φυσικού του, αλλά σίγουρα απ' την καπνίλα που συσσωρευόταν μεσ' στο χώρο και κάποιες φορές γινόταν ανυπόφορη.
Είχα καιρό να ξαναπάω, ώσπου πριν καμιά δεκαριά χρόνια πέτυχα στο δρόμο τον Χατζηκουτσέλη. Πάμε απ' τη Λεμονιά για καμιά κούπα; τον ρώτησα. Α, δεν τα ξέρεις; απάντησε ο συνονόματος μου έκανε ντου η αστυνομία και τους μαζέψανε όλους! Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη τη στιγμή που τ' άκουσα, κάτι έσπασε μέσα μου. Ένα αίσθημα οίκτου γι' αυτά τα αξιολύπητα όντα που ένας θεός ξέρει μόνο αν βρίσκονται ακόμη στη ζωή. Μετά από λίγες μέρες ήρθαν και τα μαντάτα για τον Αντώνη...μ' αυτό το νέο δεν κρατήθηκα, λύγισα. Και μέχρι σήμερα που τα χρόνια έχουν περάσει, δεν έχω ξαναπεράσει από την Ασημάκη Φωτήλα. Το αποφεύγω, παίρνω συχνά το δρόμο μπροστά απ' την πλατεία Εξαρχείων και βγαίνω κατ' ευθείαν Αλεξάνδρας, στο ύψος του πεδίου του Άρεως. Όσο για το καφενείο της Λεμονιάς, το πιο cult ίσως καφενείο που άνοιξε ποτέ στην Αθήνα, οι πληροφορίες μου λένε πώς έγινε...φούρνος.
Στο video του post, ο τροβαδούρος Graham Nash ερμηνεύει το Τραγούδι της Φυλακής (The Prison Song) από τα 1972.
σχόλια