Η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών είχε εκλέξει τον Ιούνιο του 2016 ως τακτικό μέλος της τον καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, Άγγελο Δεληβορριά, στην προκηρυχθείσα έδρα Αρχαιολογία-Μουσειολογία.
Ο κ. Δεληβορριάς ήταν κλασικός αρχαιολόγος, ο οποίος ασχολήθηκε με τη γενική αρχαιολογία ως επιμελητής αρχαιοτήτων, με την ιστορία της αρχαίας τέχνης στις μελέτες του, με τη μουσειολογία ως επιμελητής αρχαιοτήτων του Δημοσίου και ως διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη.
Επιπλέον, ακολουθώντας το παράδειγμα διακεκριμένων μελών της Ακαδημίας, του Χρήστου Καρούζου, του Μανόλη Ανδρόνικου και του Στυλιανού Αλεξίου, μελέτησε και τις νεότερες περιόδους της ελληνικής τέχνης, της λογοτεχνίας και της ιστορίας και μας έδωσε σημαντικές μελέτες.
Με την αφορμή την επέτειο του θανάτου του, αναδημοσιεύουμε τρία κείμενα από το αρχείο μας. Πρώτον, μια συνομιλία που είχαμε μαζί του γευματίζοντας στην παραδοσιακή ταβέρνα του Φιλίππου στο Κολωνάκι, δεύτερον, ολόκληρο τον αποχαιρετισμό που του απηύθυνε η Αιμιλία Γερουλάνου όταν αποχώρησε από το Μουσείο Μπενάκη, τρίτον το κείμενο που έγραψε για αυτόν η Ευφροσύνη Δοξιάδη όταν τον είχαμε επιλέξει ως έναν από τους σημαντικότερους Αθηναίους του 2010.
Με βαθιά γνώση, με μυαλό ανήσυχο, καθαρό και γρήγορο, με ανεξάντλητη φαντασία και τόλμη, με ήθος και ψυχική γενναιοδωρία που δεν την αφορούν οι μικρότητες της καθημερινότητας, με αφάνταστη νεανικότητα παράλληλα με την απόλυτη επίγνωση των δυσκολιών και κυρίως των ευθυνών του, με άοκνη επιμονή, και έχοντας κερδίσει την ολόψυχη στήριξη μιας συμπαγούς πλέον σήμερα, Διοικητικής Επιτροπής, κατόρθωσε, να μεταμορφώσει το Μουσείο του Αντώνη Μπενάκη σε έναν πολυδιάστατο, έγκριτο οργανισμό.
Γευματίζοντας με τον Άγγελο Δεληβορριά στου Φιλίππου
Από τη Βίβιαν Ευθυμιοπούλου.
Δημοσιεύτηκε στην έντυπη LiFO, στις 23.9.2009
Δεν έχουν περάσει ούτε είκοσι λεπτά από τη στιγμή που καθίσαμε με τον καθηγητή Άγγελο Δεληβορριά στο γωνιακό τραπέζι, ακριβώς απέναντι από την είσοδο του κλασικού αθηναϊκού εστιατορίου «Φιλίππου» στο Κολωνάκι και έχει προλάβει ήδη να δηλώσει τρεις φορές «ελληνομανής». O εβδομηντάχρονος διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, μια από τις σημαντικότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της χώρας, δεν έχει αλλάξει καθόλου από την εποχή που φοιτητές της Φιλοσοφικής ακόμα σπεύδαμε στο αμφιθέατρο να τον ακούσουμε με δέος και θαυμασμό να μιλάει με πάθος για την τέχνη, τον άνθρωπο, την Ελλάδα, αρθρώνοντας έναν λόγο που βρισκόταν στον αντίποδα της πολιτικής ορθότητας, έναν λόγο που δεν περιμέναμε να προέρχεται από έναν διευθυντή μουσείου, μια λαμπερή προσωπικότητα αλλά κι ένα «εξέχον μέλος του κατεστημένου», όπως τον αποκαλούσαμε τότε. Μόλις του το λέω, αρχίζει να γελάει με τον χαρακτηριστικό, τρανταχτό του τρόπο και νεύει το κεφάλι του καταφατικά: «Είναι υποκριτικό να ισχυριστώ πως δεν έχω κάνει υποχωρήσεις, όμως δεν επέτρεψα ποτέ στον εγωισμό μου ή στις προσωπικές μου απόψεις να δημιουργήσουν το οποιοδήποτε πρόβλημα στη λειτουργία του μουσείου και δεν μετανιώνω στιγμή γι' αυτό». Ο σερβιτόρος που μας πλησιάζει για να πάρει την παραγγελία φαίνεται πως τον γνωρίζει καλά - ο Άγγελος Δεληβοριάς είναι θαμώνας του συγκεκριμένου εστιατορίου. Του μιλάει φιλικά και ευγενικά, όπως μιλάει σε όλους, είτε αυτός είναι κάποιος υπουργός, είτε η καθαρίστρια του μουσείου - το λέω γιατί έχω υπάρξει μάρτυρας και σε δύο ανάλογες συναντήσεις.
Το πρώτο πράγμα που τον ρωτώ είναι πώς αισθάνεται τώρα που το Μπενάκη απέκτησε, επιτέλους, έναν σοβαρό «ανταγωνιστή», το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Μέλος του ΟΑΝΜΑ (Οργανισμός Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης), ο Άγγελος Δεληβορριάς έχει ζήσει από την αρχή όλο το «έπος» της ανοικοδόμησής του. Τον βομβαρδίζω με προβοκατόρικες ερωτήσεις: για το κτίριο του Τσουμί, για τον χώρο που τελικώς επελέγη να χτιστεί, τις ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί για την έκθεση των έργων, τα κουτσομπολιά για τη σχέση του με τον Δημήτρη Παντερμαλή. Χωρίς καμία διάθεση ν' αποφύγει τη συζήτηση και χωρίς ίχνος διπλωματίας, είναι απόλυτος και κοφτός: «Μας ανέθεσαν να χτιστεί το μουσείο. Το καταφέραμε, αφού πρώτα ξεπεράσαμε πολλές δυσκολίες. Τα μουσεία δεν είναι στατικά, αλλάζουν, βελτιώνονται με τον χρόνο, και το Μουσείο της Ακρόπολης είναι ένας μεγάλος και σημαντικός οργανισμός. Ενστάσεις υπάρχουν πάντα, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα είναι θετικό κι αυτό έχει σημασία. Χαίρομαι μάλιστα που μετά από χρόνια και χάρη στο Μουσείο Μπενάκη φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτός ο τρόπος που πρέπει να λειτουργεί ένα μουσείο στις μέρες μας». Περίμενα αυτήν τη φράση για να του κάνω μια ερώτηση που με βασανίζει από τη μέρα που το ανακαινισμένο Μπενάκη άνοιξε τις πόρτες του. Τι θα μου έλεγε αν του επεσήμαινα ότι η έκθεση στο Μπενάκη είναι γραμμική (χρονολογικά) και αναπαράγει την «παπαρρηγοπούλεια» άποψη για τη ιστορία του ελληνικού έθνους. Σκάει στα γέλια και μου νεύει συγκαταβατικά: «Με όλο τον σεβασμό, θα σας έλεγα να πάτε ν' ανοίξετε κάνα βιβλίο κι εσείς κι όσοι μαζί με σας ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, δεν είναι η πρώτη φορά που το ακούω». Μου εξηγεί ότι η Ελλάδα έχει το μεγάλο πλεονέκτημα της έκτασης στο χρόνο: «Τί θέλετε να κάνω; Να σηκώσω τον Αϊνστάιν από τον τάφο για να σας εξηγήσει το πώς λειτουργεί ο χρόνος;» μου λέει και για πρώτη φορά χτυπά το χέρι στο τραπέζι, εκνευρισμένος λες. Στο μεταξύ, έχουν φτάσει τα πιάτα μας: κόκορας με μακαρόνια για τον καθηγητή, μπριάμ για μένα, στη μέση μια πολύ ωραία ντοματοσαλάτα με φέτα. Πίνουμε μπίρα, η οποία έρχεται στη σωστή θερμοκρασία. Τα σοφιστικέ πιάτα της λόγιας επαγγελματικής κουζίνας, καμωμένα με τις πολύπλοκες τεχνικές, τα απεχθάνεται. «Η τροφή μας πρέπει να προέρχεται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, Ελλάδα και Ανατολική Μεσόγειος. Μου αρέσουν αυτά τα φαγητά, της κατσαρόλας». Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω, αλλά θέλω να επιστρέψω στην ελληνομανία. Τον ρωτώ «γιατί η Ελλάδα» και μου απαντάει κοφτά και πολύ σοβαρά το επόμενο, μόλις, δευτερόλεπτο: «Γιατί έχει διάρκεια». Όπως ακριβώς η Αθήνα, του επισημαίνω με τη σειρά μου, για να συμφωνήσει, λέγοντάς μου ότι τον στεναχωρεί που δεν γνωρίζει καλά κι άλλες συνοικίες, εκτός από το κέντρο.
Παθιάζεται όταν μιλάει για τα δικαιώματα των μεταναστών, το αίσχος της ανεπάρκειας της πολιτείας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, την ξενοφοβία κι αυτούς που ξεχνούν την πρόσφατη μεταναστευτική ιστορία της χώρας, αλλά και την ανάπτυξη της πόλης «διά του real estate και τραπεζοκαθίσματος». «Τι βαρβαρότητα είναι αυτή; Πεζοδρομούν την πόλη για να τη γεμίσουν μπαρ και καφετέριες;». «Και από δίπλα και μια γκαλερί» συμπληρώνω για να βάλει τα γέλια: «Το κάθε ντάπα-ντούπα δεν είναι τέχνη» μου λέει με νόημα. Μόλις του επισημαίνω ότι αυτή η φράση είναι η επιτομή του incorrect, σηκώνει τους ώμους: «Μου είναι αδιάφορο. Το ζήτημα είναι, όταν όλοι εμείς φύγουμε, τι θα μείνει πίσω μας, τι από αυτά θα έχει αντέξει στο χρόνο». Στο μεταξύ, η ώρα έχει πάει 2 και το εστιατόριο έχει γεμίσει. «Ξέρετε ποια είναι η κυρία που μόλις μπήκε;». Όταν ομολογώ πως όχι, κουνάει το κεφάλι με απελπισία, μου μιλάει για μια σημαντική θεατρική ηθοποιό της οποίας το όνομα μου διαφεύγει για δεύτερη φορά, αυτήν τη στιγμή που γράφω, όμως βρίσκω την ευκαιρία να τον ρωτήσω την άποψή του για την ποιότητα του κριτικού λόγου, όπως αυτός αναπτύσσεται στις εφημερίδες. Χαμόγελο και μικρή παύση, για πρώτη φορά από την αρχή της συνομιλίας μας. «Ξέρετε, αυτά χρειάζονται μελέτη και ενασχόληση, δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω σε αυτό», όμως παρατηρώ ότι το λέει με μελαγχολία.
Πληροφορούμαι με έκπληξη ότι συνεχίζει τη μάχιμη αρχαιολογία στη Λακωνία, στην ανασκαφή του Ιερού του Απόλλωνος Αμυκλαίου με μια dream team (αναφέρω χαρακτηριστικά πως την αρχιτεκτονική μελέτη του ιερού κάνει ο καθ. Μανόλης Κορρές). «Ωραία η διοίκηση και τα κοσμικά, αλλά με αφορά κατεξοχήν η επιστημονική έρευνα, το διάβασμα και η μελέτη». Μου κάνει εντύπωση που ένας άνθρωπος που γνωρίζει τόσο πολλά απορρίπτει τις κρίσεις σε βάρος των νεότερων και μιλάει συνεχώς για το χρέος της δικής του γενιάς προς αυτούς. «Σήμερα οι νέοι είναι καλύτεροι, παλιότερα υπήρχαν αξεπέραστες δυσκολίες για μας, οικονομικά προβλήματα, διώξεις, δεν είχαμε Δημοκρατία».
Όλη την ώρα που συζητούμε τρώγοντας, χαιρετά τους τακτικούς θαμώνες του εστιατορίου. Κάποιοι από αυτούς, επώνυμοι «παλιοί Αθηναίοι», κάποιοι άλλοι ανώνυμοι, αναγνωρίζουν τον διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη και σπεύδουν να τον χαιρετίσουν με σεβασμό. Εκείνος σηκώνεται κάθε φορά από την καρέκλα του. Μου λέει ότι συχνά τον σταματούν στον δρόμο, άλλοι για να τον ευχαριστήσουν για το μουσείο, άλλοι για να του κάνουν διάφορες παρατηρήσεις. Αυτό είναι κάτι που τον ευχαριστεί, το εισπράττει ως ηθική αμοιβή της σκληρής του δουλειάς, όλα αυτά τα χρόνια.
Πληρώνει τον λογαριασμό, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες μου, είναι δικός μας προσκεκλημένος: «Μην το συζητάτε! Είμαι της παλαιάς σχολής!» με αποστομώνει. Φεύγοντας, του λέω πως η συζήτησή μας με αναγκάζει σχεδόν να επανεξετάσω τη θέση μου απέναντι στην Ελλάδα, αν μην τι άλλο πρέπει να το ξανασκεφτώ: «Κοιτάξτε, καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημα της γενιάς σας με αυτό. Στα επόμενα σχέδιά μου είναι να φτιάξω ένα μουσείο, δεν έχω καταλήξει ακόμα στη μορφή που θα έχει, για τη Γενιά του '30, βέβαια με τη δική μου, υποκειμενική ματιά. Πιστεύω πως αυτό είναι κάτι που χρωστάω σε σας τους νεότερους».
Η Αιμιλία Γερουλάνου για τον Άγγελο Δεληβορριά
Πώς αποχαιρέτησε η Πρόεδρος του Μουσείου Μπενάκη τον εμβληματικό διευθυντή του, όταν αποχώρησε το 2014
Έχω την αίσθηση ότι αυτά που ετοιμάζομαι να σας πω σήμερα, λίγο-πολύ τα γνωρίζετε και σίγουρα τα έχετε φανταστεί. Κατά καιρούς μάλιστα κάποιοι από εσάς σε ανύποπτο χρόνο τα είχατε προαναγγείλει. Είμαι σίγουρη ότι η βιασύνη αυτή δεν προερχόταν από διάθεση επίσπευσης πραγμάτων. Προερχόταν ίσως από την επιθυμία δημιουργίας μιας ηχηρής είδησης; Θέλω όμως τελικά να πιστεύω ότι προερχόταν από την ίδια αγωνία που αισθανόμαστε όλοι όταν πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με ουσιαστικές αλλαγές.
Μαζευτήκαμε λοιπόν εδώ σήμερα για να σας ενημερώσουμε από κοντά για ένα θέμα που μας έχει απασχολήσει όλους. Τόσο την Διοικητική Επιτροπή όσο και τον ίδιο τον Άγγελο. Που μας απασχολεί εδώ και αρκετά χρόνια, που το έχουμε συζητήσει μεταξύ μας ξανά και ξανά και που προφανώς προκαλεί σε όλο το Μουσείο μια αγωνία. Ένα θέμα που πάντα, λίγο-πολύ, όλοι το αποφεύγαμε, το αναβάλλαμε ή το βάζαμε στην άκρη.
Πρόκειται, όπως διαβάσατε και στο κείμενο της πρόσκλησης, για την επόμενη μέρα του Μουσείου Μπενάκη, με τον Άγγελο Δεληβορριά στη Διοικητική Επιτροπή και με έναν νέο Διευθυντή στην σημερινή του θέση. Έναν νέο Διευθυντή που ελπίζουμε όλοι να είναι ένας άνθρωπος δυναμικός και χαρισματικός, με δικό του όραμα, ο οποίος με τη βοήθεια όλων μας, θα γράψει την ιστορία των επόμενων χρόνων του Μουσείου.
Τονίζω το "με τη βοήθεια όλων μας", γιατί από τη στιγμή που θα τον διαλέξουμε, θα τον στηρίξουμε. Όπως ξέρει να κάνει το Μουσείο Μπενάκη, το προσωπικό του και η Διοικητική του Επιτροπή. Αυτό είναι άλλωστε ένα από τα στοιχεία που διαφοροποιούσε πάντα το Μουσείο από πολλούς άλλους οργανισμούς. Ο σεβασμός, η συνεργασία και η αλληλο-υποστήριξη.
Έχουμε αναβάλει την συνάντηση αυτή και τη σχετική δημόσια ενημέρωση πολλές φορές, σαν να υπήρχε ποτέ περίπτωση να γίνει πιο εύκολο με τον χρόνο.
Αλλά πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου εύκολο, όσο κι αν έχει κανείς προετοιμαστεί, να χειριστεί μια τέτοια αλλαγή, και ιδιαίτερα από τη θέση του Προέδρου του Ιδρύματος. Πολύ δε περισσότερο που συμπίπτει με μια άλλη σημαντική αλλαγή. Την παραίτηση του Μαρίνου (Γερουλάνου), του ανθρώπου που στήριξε γερά το Μουσείο, το προσωπικό του, και τον ίδιο τον Άγγελο, για πολλά χρόνια από τη θέση του Προέδρου της Διοικητικής του Επιτροπής. Είχε ζητήσει από καιρό να τον αφήσουμε αποσυρθεί στα ενδιαφέροντά του. Εντέλει όμως, είχαμε όλοι συμφωνήσει, ότι τη στιγμή που ο Άγγελος θα ήταν έτοιμος, ο Μαρίνος θα του έδινε την θέση του στο Συμβούλιο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο Αντώνης Μπενάκης προίκισε την Ελλάδα με ένα μοναδικό στο είδος του Μουσείο. Το δημιούργησε, το φρόντισε μέχρι και την τελευταία του λεπτομέρεια και συνέχιζε να το πλουτίζει μέχρι που το δώρισε στο Έθνος. Που το παρέδωσε δηλαδή σε όλους μας.
Δεν υπάρχει, όμως, και καμία αμφιβολία ότι ο Αντώνης Μπενάκης δεν είχε ποτέ τολμήσει να ονειρευτεί, ότι το Μουσείο του θα πέρναγε κάποια στιγμή μετά από αρκετά χρόνια στα χέρια του Άγγελου Δεληβορριά.
Το χρωστάμε όλοι στον Μαρίνο Καλλιγά, ο οποίος το 1973 έχοντας ολοκληρώσει τη θητεία του ως Διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, ήταν τότε μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη. Ο Μαρής, γνώρισε τον Άγγελο και τον εμπιστεύτηκε. Και έπεισε την τότε Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου -η οποία ήταν απείρως πιο συντηρητική και δύσκολη από τη σημερινή- να παραδώσει την τόσο σημαντική αυτή θέση σε έναν νεαρό, 36 ετών.
Και τότε άρχισε η τόσο μοναδική, πορεία "απογείωσης", του "τυχερού" Μουσείου Μπενάκη. Και μην φανταστείτε βέβαια ότι η πορεία του Άγγελου τα πρώτα χρόνια ήταν σπαρμένη με ροδοπέταλα. Όμως εκτός από τον Μαρή είχε και την Ειρήνη Καλλιγά. Οι δυο τους δεν άφησαν να του συμβεί ποτέ τίποτα.
Ο Δεληβορριάς το 1973 (δεκαεννέα χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατο του Ιδρυτή του) παρέλαβε ένα Μουσείο με χαρακτηριστικά μιας ιδιωτικής συλλογής το οποίο είχε αρχίσει σιγά-σιγά να παλιώνει, και με ήδη υπάρχουσες αδυναμίες, οι οποίες πολύ γρήγορα, λόγω του εντυπωσιακού εμπλουτισμού των συλλογών, εξελίχτηκαν σε σοβαρά κτηριολογικά και μουσειολογικά προβλήματα.
Ο Δεληβορριάς, όμως, δεν αντιμετώπισε ποτέ το Μουσείο Μπενάκη σαν ένα μικρό αθηναϊκό μουσείο που χρειάζεται "επισκευές ή μερικές αλλαγές".
Με βαθιά γνώση,
με μυαλό ανήσυχο, καθαρό και γρήγορο,
με ανεξάντλητη φαντασία και τόλμη,
με ήθος και ψυχική γενναιοδωρία που δεν την αφορούν οι μικρότητες της καθημερινότητας,
με αφάνταστη νεανικότητα παράλληλα
με την απόλυτη επίγνωση των δυσκολιών και κυρίως των ευθυνών του,
με άοκνη επιμονή,
και έχοντας κερδίσει την ολόψυχη στήριξη μιας συμπαγούς πλέον σήμερα, Διοικητικής Επιτροπής,
κατόρθωσε, να μεταμορφώσει το Μουσείο του Αντώνη Μπενάκη σε έναν πολυδιάστατο, έγκριτο οργανισμό, αναμφισβήτητα τον πιο δυναμικό Μουσειακό οργανισμό στην Ελλάδα, ο οποίος έχει τοποθετηθεί πλέον ψηλά και στην διεθνή κλίμακα του πολιτισμού.
Ο Άγγελος οραματίστηκε το Μουσείο Μπενάκη αλλιώς, και έκανε το όραμά του πραγματικότητα. Μας μίλησε για το όραμά του χθες, πολύ συγκινημένος, όταν συναντήσαμε για τον ίδιο λόγο το προσωπικό του Μουσείου: πως οδηγήθηκε στις επιλογές του, μέσα από την έρευνα σε βάθος των συλλογών του Αντώνη Μπενάκη και από την ιχνηλασία της προσωπικότητάς του. Ήταν σαν να μας διηγόταν μια στενή σχέση, μια πραγματική φιλία δύο ανθρώπων -που όμως δεν γνωρίστηκαν ποτέ.
Τρία, αυτόνομα, σημαντικότατα θεματικά Μουσεία λοιπόν, τα οποία μαζί με τα ολοζώντανα αρχεία του Μουσείου και το κτήριο της Πειραιώς, συνθέτουν ένα, αποκλειστικά δικής του σύλληψης, " διαστημικό, δορυφορικό σύστημα". Τα δημιούργησε, επιμελήθηκε μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια, και το σπουδαιότερο: τα υποστήριξε επιστημονικά. Γιατί και το επιστημονικό εύρος του Άγγελου δεν το συναντάει κανείς εύκολα.
Ξέρετε, δεν είναι καθόλου απλό να μιλάει κανείς για τα αποτελέσματα μιας τέτοιας πορείας. Πάντα υπάρχουν επιτεύγματα που ξεφεύγουν. Είναι όμως αδιανόητα πιο δύσκολο να περιγράψει κανείς ποιά ακριβώς ήταν η πορεία της πραγματοποίησης ενός τέτοιου οράματος, πολύ περισσότερο σε μια χώρα σαν τη δική μας. Πόσος κόπος απαιτήθηκε, πόσες και ποιες θυσίες, πόσος χρόνος αφοσίωσης, πόσες απογοητεύσεις, αλλά και πόσες χαρές. Ξέρω ότι ο ίδιος συχνά αισθάνεται μη αναγνωρισμένος. Δεν είναι όμως έτσι Άγγελε. Αν δεν αναγνώριζαν όλοι το έργο σου, δεν θα είχε το Μουσείο Μπενάκη σήμερα τη θέση που έχει στο μυαλό και στην καρδιά τόσων ανθρώπων. Εδώ και παντού.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολλές ώρες. Για τις αμέτρητες δωρεές που δέχτηκε το Μουσείο στα χρόνια του Δεληβορριά, για τον απερίγραπτο ρυθμό του εμπλουτισμού των συλλογών και των αρχείων που ακολούθησε, για την πρωτοφανή ευκολία πρόσβασης των ερευνητών στο υλικό του Μουσείου, για τα κτήρια που του κληροδοτήθηκαν, για αυτά που αναπλάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν, για την ανάπτυξη του Μουσείου, για την εξωστρέφεια και τη συνεχή του παρουσία του στο εξωτερικό, η οποία -ειρήσθω εν παρόδω- βρίσκεται σήμερα σε μια εντυπωσιακή ακμή, για τα προγράμματα που τρέχουν πάντα, για την εμπιστοσύνη του κόσμου, για την αναγνώριση της επιστημονικής κοινότητας. Του οφείλονται όλα.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που το προσωπικό του Μουσείου Μπενάκη ανέλαβε την πρωτοβουλία για την έκδοση ενός τιμητικού τόμου αφιερωμένου στον Άγγελο. Είναι αστείο, αλλά ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν ότι, από την πρώτη καταγραφή του υλικού που θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και των ανθρώπων που θα ήθελαν να συμμετάσχουν, το έργο γινόταν τετράτομο!
Με την πεποίθηση ότι το Μουσείο Μπενάκη είναι ένα τυχερό Μουσείο, "ένα Μουσείο που το αγαπάει ο Θεός" όπως λέει ο ίδιος ο Άγγελος, ελπίζω ότι θα βρούμε τον κατάλληλο άνθρωπο για να έρθει στη θέση του Άγγελου. Όχι προς Θεού έναν άλλο Άγγελο. Αυτό δεν υπάρχει. Ούτε και θα το ψάχναμε ποτέ έτσι.
Είμαι όμως βεβαία ότι θα βρεθεί εκείνος που θα κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων μας, που θα αγαπήσει το Μουσείο όσο όλοι εμείς και θα του αφιερωθεί με όλη του τη ψυχή. Που θα χαράξει την δική του πορεία και που θα μπορεί στο τέλος να βάλει και την δική του υπογραφή.
Θα αναζητήσουμε έναν επιστημονικό διευθυντή με ειδικότητα σε ένα από τα πολλά πεδία που ορίζουν οι συλλογές του Μουσείου Μπενάκη.
Η προκήρυξη έχει ήδη ετοιμαστεί, την έχει εγκρίνει και η Διοικητική Επιτροπή και ο Άγγελος. Σε λίγες μέρες θα δημοσιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ζητώ από όλους τη βοήθεια σας για να φτάσει σε όποιον θα μπορούσε να ενδιαφέρεται. Και στη συνέχεια, θα επιλέξουμε τον καλύτερο. Θα αφιερώσουμε όσο χρόνο χρειαστεί.
Στο μεταξύ, το Μουσείο θα λειτουργεί, όπως και τώρα, με τον Άγγελο, τυπικά τουλάχιστον, στο ρόλο της λήψης αποφάσεων και όχι της εισήγησης.
Ξέρω καλά ότι ο Άγγελος θα ήθελε να έχει τελειώσει η θητεία του αλλιώς. Ξέρω καλά ότι τον βάρυναν αφάνταστα τα τελευταία χρόνια, όταν το Μουσείο αναγκάστηκε να περιορίσει το προσωπικό του και τις ώρες λειτουργίας του. Ισχύει για όλους μας. Ελπίζω όμως, μέσα από αυτή την καινούργια του θέση στο Μουσείο να δει τα πράγματα να καλυτερεύουν και η λύπη του να μαλακώσει.
Ως Πρόεδρος λοιπόν της Διοικητικής Επιτροπής, θέλω να καλωσορίσω τον Άγγελο στο νέο του αυτό ρόλο, να του ευχηθώ να είναι γερός και δυνατός και να του πω, ως συνεργάτης τόσων χρόνων και πραγματική του φίλη, ότι χαίρομαι ειλικρινά που θα συνεχίσει να προσφέρει στο Μουσείο που τόσο αγαπάει, με όλη του δύναμη και όλη του την ψυχή.
Αιμιλία Γερουλάνου
Πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη
Συνάντηση με τους Δημοσιογράφους
31 Οκτωβρίου 2014
Η Ευφροσύνη Δοξιάδη για τον Άγγελο Δεληβορριά
Το κείμενό της όταν η LiFO τον είχε επιλέξει ως ένα από τους σημαντικότερους Αθηναίους του 2010
Ο Άγγελος Δεληβορριάς αποτελεί για μένα μια όαση μέσα στην έρημο. Και για να εξηγηθώ: μέσα σε μια Ελλάδα που έχει πάθει αγκύλωση από τη διαδεδομένη γραφειοκρατία στο δημόσιο τομέα και όπου από το πρωί ως το βράδυ ακούει κανείς τις φράσεις «Αυτό είναι αδύνατον!», «Δεν γίνονται εδώ αυτά τα πράγματα», ο Δεληβορριάς έχει διαψεύσει αυτούς τους ψυχοπλακωτικά απαισιόδοξους, που ήσαν και οι περισσότεροι, και κατάφερε μέσα στην πολιτιστική «έρημο που ονομάζουν Αθήνα» της εποχής που πρωτοανέλαβε να δημιουργήσει σημεία πολιτισμού που δεν είναι άλλα από το Μουσείο Μπενάκη και τα νεότερα τμήματά του. Ο Άγγελος έχει την ικανότητα να κόβει τον γόρδιο δεσμό της παγιωμένης απραξίας με το σπαθί του, αδιαφορώντας για οποιαδήποτε πελατειακά ή ιδιωτικά συμφέροντα. Στα μάτια μου είναι ένας αληθινός δημοκράτης που έχει δουλέψει για το κοινό καλό από τη θέση του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη τα τελευταία τριάντα οχτώ χρόνια.
Έχω την τύχη να τον γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια και να είναι φίλος μου από το 1997, όταν συνεργαστήκαμε για την οργάνωση της έκθεσης «Από τα πορτρέτα του Φαγιούμ στις απαρχές της βυζαντινής ζωγραφικής», εμπνευστής της οποίας είχε υπάρξει ο αείμνηστος Νίκος Γιανναδάκης, τότε έφορος της Βικελαίας Βιβλιοθήκης του Ηρακλείου. Θυμάμαι τον Άγγελο τότε, πόσο υποστήριξε τον ήδη πολύ άρρωστο από την επάρατο νόσο Γιανναδάκη. Ο Γιανναδάκης, σαν ένας ιδεολόγος οραματιστής που ήταν, ξεκίνησε με τις φθίνουσες φυσικές του δυνάμεις να οργανώσει μια διεθνούς κύρους κι ενδιαφέροντος έκθεση, μεταφέροντας ολόκληρες μούμιες από την Αγγλία και την Ιταλία, οι οποίες έφεραν τα αρχαία ζωγραφιστά πορτρέτα που ανήκαν στην αρχαία ελληνική παράδοση. Όταν άρχισε να υλοποιεί το όνειρό του, ο Δεληβορριάς του συμπαραστάθηκε με έναν τρόπο που εγώ τουλάχιστον δεν είχα ξαναδεί να κάνει άλλος: του έλυσε δισεπίλυτα προβλήματα που έμοιαζαν ανυπέρβλητα, οικονομικά και άλλα, δίνοντάς του έτσι τη δυνατότητα να προχωρεί χωρίς εμπόδια για την έκθεση αυτή. Επισκέφτηκε κατά τη διάρκεια της δωδεκάμηνης προετοιμασίας της έκθεσης τον πολύ άρρωστο πια Γιανναδάκη τέσσερις τουλάχιστον φορές, πετώντας στο Ηράκλειο και δίνοντας απλόχερα τη ζεστασιά της ψυχής του στην οικογένεια αλλά κυρίως στον ίδιο τον Νίκο. Δεν θα ξεχάσω το λαμπερό του χαμόγελο που, έτσι όπως γίνεται με όλα τα λαμπερά χαμόγελα που φέγγουν από μέσα από την ψυχή, φώτιζε μια πολύ σκοτεινή πραγματικότητα που ζούσαμε όλοι τότε. Όλοι όσοι αγαπούσαμε τον Νίκο. Μια μέρα μου είπε ο Γιανναδάκης πόσο τον έχει συγκινήσει η προσφορά του Δεληβορριά που, υπερβαίνοντας κατά πολύ την επαγγελματική συνεργασία, είχε γίνει γι' αυτόν πηγή δύναμης και έμπνευσης. Πόσο λίγοι άνθρωποι στον δημόσιο βίο εκπέμπουν ζεστασιά ψυχής τόση ώστε να γίνονται η έμπνευση και η υποστήριξη των άλλων!
Σε μια Αθήνα σε πολιτιστικά κωματώδη κατάσταση ο Δεληβοριάς με την ευφυΐα, τη δύναμη ψυχής, την αίσθηση δικαίου, την ανθρωπιά του και με τον βαθύτατο πολιτισμό που έχει μέσα του -αλλά θα τολμούσα να πω και με το duende του- κατάφερε να φτιάξει διάσπαρτες νησίδες πολιτισμού με την τελειότητα που χαρακτηρίζει τα τμήματα του Μουσείου Μπενάκη. Ζωντάνεψε κι επέκτεινε το αρχικό κτίριο της οδού Μουρούζη και αναβάθμισε το πωλητήριο που ξεπερνάει σε ποιότητα και γούστο αυτά των μεγάλων διεθνών μουσείων. Δημιούργησε το Μουσείο της Οδού Πειραιώς που χάρη στην κλίμακά του πληροί τις προδιαγραφές ενός μεγάλου πολιτιστικού κέντρου με διεθνή κριτήρια, όπου γίνονται εκθέσεις μεγάλης κλίμακας και εμβέλειας από σύγχρονη τέχνη και παλαιότερη, είτε αυτή εκφράζεται ζωγραφικά, γλυπτικά, φωτογραφικά είτε αρχιτεκτονικά. Έφτιαξε το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης στην οδό Αγίων Ασωμάτων στην περιοχή του Κεραμεικού, όπου μαγεύεται ο επισκέπτης με τον τρόπο που έχουν στηθεί τα εκθέματα και κυρίως με τη γενική σύλληψη του έργου. Στην οδό Κριεζώτου ετοιμάζεται τώρα το Μουσείο της Γενιάς του '30, το οποίο θα ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό σε λίγες μέρες. Το Μουσείο Παιχνιδιών και Παιδικής ηλικίας στο Παλαιό Φάληρο προετοιμάζεται κι αυτό μεθοδικά, και με τη γνωστή τελειοθηρία του Δεληβορριά θα αποτελέσει μια μέρα ένα μουσείο μοναδικό στο είδος του.
Πώς κάποιος πετυχαίνει ένα τόσο δύσκολο έργο μέσα σε μια Ελλάδα όπου τίποτα δεν λειτουργεί σωστά; Πώς, χωρίς πόρους, βρίσκει ο Δεληβορριάς τρόπους να προικίζει την πόλη μας με τόσους θησαυρούς; Στις πέντε το πρωί το καλοκαίρι και στις έξι το πρωί τον χειμώνα, αν περάσεις από την οδό Βασιλίσσης Σοφίας και κοιτάξεις μέσα στον κήπο με τα γιασεμιά, θα δεις φως στο γραφείο του. Έχει ήδη έρθει ο Άγγελος και έχει ήδη αντιμετωπίσει τα βουνά από υποχρεώσεις και υποθέσεις που συνεπάγεται η διεύθυνση ενός μεγάλου μουσείου. Θυμάμαι έναν σοφό αυτοδημιούργητο φίλο του πατέρα μου, τον Walker Cisler στην Αμερική, πρόεδρο της Detroit Edison, της μεγαλύτερης εταιρείας ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, που μου είχε πει ότι εάν ένας επικεφαλής μιας ομάδας δεν είναι ο πρώτος που θα πάει στο γραφείο του το πρωί, πριν φύγει καν ο νυχτοφύλακας και πριν φτάσει καν ο πρώτος συνεργάτης, τότε του έχει ξεφύγει ήδη το παιχνίδι. Στη ζωή μου έναν άνθρωπο έχω δει να το κάνει αυτό στην Ελλάδα: τον Δεληβορριά.
Τον θαυμάζω γιατί έχει το θάρρος να δίνει απλές λύσεις σε δαιδαλώδη και δυσεπίλυτα προβλήματα, έτσι ώστε να ξεμπλοκάρει τις εφιαλτικά μπλοκαρισμένες διόδους προς την υλοποίηση έργων. Ενώ είναι ένας διάσημος αρχαιολόγος με τις μέγιστες διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο -είναι ένας από τους διάσημους αρχαιολόγους της εποχής μας με προσωπικό έργο μέγιστης αξίας-, έχει την απλότητα να ασχολείται ταπεινά με κάθε πρακτικό πρόβλημα που προκύπτει, όταν διευθύνει κάποιος ένα σημαντικό μουσείο. Τίποτα δεν είναι πολύ ταπεινό για τον Άγγελο. Σκύβει και στα ταπεινά, δίνεται και στην καθημερινότητα, ενώ συγχρόνως καθοδηγείται από τα μεγάλα οράματά του για το μουσείο, για τον πολιτισμό, για τον τόπο ετούτο που δεν αξιώθηκε να έχει πολλούς αγγέλους να τον φροντίζουν. Για ετούτον, λοιπόν, εδώ τον Άγγελο αισθάνομαι ευγνωμοσύνη, γιατί μας έχει προσφέρει την πολυτέλεια να έχουμε στην Αθήνα ένα μουσείο υψηλού επιπέδου. Ευχαριστώ τον Θεό που έστειλε έναν τουλάχιστον Άγγελο να μας βγάλει από την κακομοιριά μας!