STEVEN RUNCIMAN: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ

Το τρίτομο έργο του μεγάλου βρετανού ιστορικού <em>Η Ιστορία των Σταυροφοριών</em> μας θυμίζει ότι η ιστορία είναι είδος κατεξοχήν λογοτεχνικό και ιδιόμορφα επιστημονικό και, πάνω απ' όλα, είναι αφήγηση. Όχι άδικα, θεωρείται το σημαντικότερο έργο που γράφτηκε σχετικά.

Από τον Απόστολο Διαμαντή,7.3.2007

Ο μεγάλος βρετανός βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν (1903-2000),ένας θαλερός φιλέλληνας που αφιέρωσε τη ζωή του όλη στη μελέτη τουμεσαιωνικού ελληνισμού, γράφει στον πρόλογο του τρίτομου έργου του γιατις Σταυροφορίες πως η σημερινή ιστοριογραφία έχει περάσει σε μια εποχήόπου «…η κριτική έχει υπερκεράσει τη δημιουργία. Αντιμέτωπος με τοντεράστιο όγκο των λεπτομερειών της γνώσης και υπό τοδέος του αυστηρού βλέμματος των συναδέλφων του, ο σύγχρονος ιστορικόςκαταφεύγει πολύ συχνά σε εμπεριστατωμένα άρθρα ή σε εξειδικευμένεςπραγματείες που αναπτύσσονται σε στενά πλαίσια, μικρά φρούρια πουμπορεί να τα υπερασπιστεί εύκολα από επιθέσεις. Πιστεύω πως το υπέρτατοκαθήκον του ιστορικού είναι να γράφει Ιστορία, με άλλα λόγια ναεπιχειρήσει να αφηγηθεί σε ενιαία και ρέουσα συνέχεια τα μεγαλύτεραγεγονότα και κινήματα που αναστάτωσαν τις ανθρώπινες τύχες».

ΟΡάνσιμαν κάνει αυτή την οξυδερκή παρατήρηση το 1950, πολύ πρινπαραδοθεί πλήρως η ιστοριογραφία μας σ’ αυτό που φοβόταν, δηλαδή στονχυδαίο θετικισμό και εμπειρισμό. Διότι δεν χωρεί αμφιβολία ότι ησύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία πάσχει από μία δήθεν «επιστημοσύνη»,που είναι καρπός της αγωνιώδους προσπάθειάς της να μιμηθεί τις θετικέςεπιστήμες και να απομακρυνθεί από την όποια ιστοριογραφική ρητορεία τωνπρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Αυτή η κυριαρχία του χυδαίου θετικισμού,που εκδηλώνεται με υπερβολικές κατατμήσεις της θεματολογίας, με μιαστενή εργαλειακή χρήση των πηγών, με την απουσία αξιολογίας και, τέλος,με την απουσία σημαντικών συνθετικών ιστορικών έργων, έχει οδηγήσει σεμια γενικευμένη αποξήρανση του ιστοριογραφικού λόγου. Συνήθως τα έργατων σύγχρονων ελλήνων ιστορικών δεν είναι καθόλου ευχάριστα στηνανάγνωση, καθώς κατακλύζονται από πίνακες, από πληροφορίες, απόυποσημειώσεις και τεχνικές, έτσι ώστε να χάνεται εντελώς η αφηγηματικήτους εικόνα. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος είχε εύστοχα γράψει κάποτε για τουςσύγχονους έλληνες ιστορικούς: «απ’ όπου περνάνε αυτοί μήδε χορτάρι δεφυτρώνει».

Όμως η Ιστορία είναι πάνω απ’ όλα αφήγηση. Πρόκειται για είδος κατεξοχήν λογοτεχνικό, ιδιόμορφα επιστημονικό,το οποίο εντέλει προορίζεται για ανάγνωση. Και όχι μόνον: στοχεύει στηναναβίωση του ιστορικού χρόνου, διαλεγόμενη με την παράδοση και τησυνείδηση – συνείδηση έθνους, γλώσσας, θρησκείας και κοινωνικήςοργάνωσης. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γίνεται προφανής η μεγάλησυνεισφορά του Ράνσιμαν στην Ιστορία, η επικαιρότητα του έργου του.Γράφοντας με βρετανικό στιλ, με ακρίβεια, ελλειπτικό χιούμορ και λιτόύφος, ο Ράνσιμαν διατρέχει τρεις αιώνες ιστορίας χωρίς ποτέ να χάνεταιστις λεπτομέρειες ή στις αφόρητες γενικεύσεις.

Αλλά η επικαιρότητατου Ράνσιμαν δεν περιορίζεται, φυσικά, στα ζητήματα μεθοδολογίας καιμορφής – παρ’ ότι αυτά είναι τα σημαντικότερα. Η θεματολογία τουπροκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον παγκοσμίως, προσέδωσε μεγάλο κύρος στιςβυζαντινές σπουδές, και ο ίδιος εντάσσεται στην ομάδα των μεγάλωνβυζαντινολόγων του 20ού αιώνα – κυρίως των Γάλλων Λεμέρλ και Γκιγιού, και των Γερμανών Μπεκ και Χούνγκερ – που αποκατέστησαν στη διεθνή ιστοριογραφία τη θέση του Βυζαντίου και του μεσαιωνικού ελληνισμού.

Διότιδεν πρέπει να ξεχνάμε πως το Βυζάντιο θεωρείτο –στον κλασικιστικό 19οαιώνα–μια εποχή σκοτεινή, ανάξια· ένα «σεσηπώς πτώμα», όπως έλεγε οδικός μας Παύλος Καλλιγάς. Τότε η ρομαντική Ευρώπηέστρεφε τα μάτια της προς την κλασική Ελλάδα, κι έτσι διέγραφε – αρχήςγενομένης από την εποχή του Διαφωτισμού – τη βυζαντινή περίοδο ωςθεοκρατική και έντονα ανατολίτικη για τα ευρωπαϊκά γούστα.
Χρειάστηκε πρώτα να έρθει ο Γερμανός Καρλ Κρουμπάχερ,στις αρχές του 20ού αιώνα, για να αρχίσει να αλλάζει το κλίμα στηνΕυρώπη, και να αποκαλυφθεί έτσι ένα ελληνικό Βυζάντιο γεμάτο χάρη, ζωή,γεμάτο πολιτικούς νεωτερισμούς, με αυτοδιοίκηση και δημοκρατία, γεμάτοτέχνη αξεπέραστη, γεμάτο φιλοσοφία ελληνική – αρχαία ή χριστιανική.Μαζί με τη βυζαντινή ζωή ξεπήδησε επίσης ολόκληρος ο κόσμος οελληνικός, που ζούσε αδιατάρακτα, με ήθη, έθιμα και παραδόσεις ενιαίες,με γλώσσα και εκκλησιαστική εμπειρία επίσης ενιαίες. Ανέβλυσε έτσι –καιμε τις λαογραφικές μελέτες– μια συνεχής ελληνική ζωή αιώνων.

Εδώ στα δικά μας, θα πρέπει να μνημονεύσουμε τον κορυφαίο έλληνα λόγιο, τον Λευκαδίτη Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, και φυσικά τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο,οι οποίοι –πολύ πριν τον Κρουμπάχερ– είχαν αποκαταστήσει την τεράστιαιστορική σημασία της βυζαντινής περιόδου όχι μόνον ως σταδίου τηςσυνεχούς ιστορικής πορείας του ελληνισμού, αλλά και ως κρίσιμηςιστορικής περιόδου για την παγκόσμια σκηνή. Σήμερα το ξέρουμε καλάπλέον: η πρώτη μεγάλη Αναγέννηση έγινε στο Βυζάντιο τον 11ο αιώνα. Τοπρώτο ουμανιστικό ρεύμα εκεί επίσης, τον 9ο αιώνα, με τις μεταγραφέςτων κλασικών έργων της ελληνικής γραμματείας. Το πρώτο πανεπιστήμιοεκεί επίσης, τον 5ο αιώνα. Και ολόκληρη η θεολογική και φιλοσοφικήσυζήτηση, για περισσότερους από δέκα αιώνες είχε το κέντρο της στηνΚωνσταντινούπολη, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια. Τέλος, το ξέρουμεεπίσης ότι ολόκληρη η δυτική σκέψη πηγάζει από την αστείρευτηπνευματική παρακαταθήκη της ελληνικής πατερικής γραμματείας.

Ο Στήβεν Ράνσιμαν είναιένας πιονιέρος σ’ αυτή τη θριαμβευτική είσοδο του μεσαιωνικούελληνισμού στη διεθνή σκηνή. Μελέτησε την τεράστια αυτή περίοδο με τηνορμή εφήβου, ακόμη και όταν έφτανε στα 90. Οι Σταυροφορίες του – που εκδίδονται τώρα από τον Γκοβόστη, σε μια πολύ καλή μετάφραση της Άγγυς Βλαβιανού–,ένα τρίτομο έργο της δεκαετίας του ’50, το πλέον σημαντικό για το θέμααυτό παγκοσμίως, δεν είναι μια ιστορία μόνον των πολεμικών γεγονότων.Είναι εξίσου μια καταβύθιση στις απαρχές του δυτικού κόσμου, ο οποίοςσυγκροτείται κυριολεκτικά μέσω των Σταυροφοριών. Διότι, δεν πρέπει νατο ξεχνάμε, η Δύση αναβλύζει μέσα από τα ερείπια των νορμανδικώνκαταστροφών του 5ου αιώνα, σε αντιπαλότητα αρχικά με το Βυζάντιο, τηνκοσμοκράτειρα δύναμη της εποχής. Και είναι ο Πάπας της Ρώμης πουαναλαμβάνει αρχικά αυτό το έργο, να δώσει δηλαδή στη Δύση τηνανεξάρτητη ιστορική της διαδρομή.

Έτσι, η πρώτη σύγκρουση στοεσωτερικό της χριστιανοσύνης, που γίνεται έτσι με το Σχίσμα του 1054,είναι σύγκρουση θεολογική και πολιτική ταυτόχρονα. Η Δύση μέσω τωνΣταυροφοριών καταλαμβάνει στη συνέχεια ηγεμονική θέση στη σύγκρουσηχριστιανισμού και Ισλάμ, καθώς το Βυζάντιο δείχνει να χάνει σταδιακά τοδυναμισμό του, την ικανότητά του να προστατεύει. Ο Ράνσιμαν στον πρώτοτόμο δίνει έξοχα την ισλαμική εξάπλωση, την οποία συνδυάζει με τηνπαρακμή της στρατιωτικής ισχύος του Βυζαντίου, ενώ ταυτόχρονα αναλύειμε σαφήνεια τις ιστορικές σχέσεις του ελληνικού και του αραβικούκόσμου. Θα πρέπει να τονιστεί εδώ ο ακριβής τρόπος με τον οποίο οΡάνσιμαν προσδιορίζει την πνευματική κυριαρχία του ελληνισμού πάνω στοναραβικό κόσμο, του οποίου οι ανώτερες πολιτικά και κοινωνικά τάξειςμιλάνε και σκέφτοναι ελληνικά – το Ισλάμ είναι η θρησκεία των φτωχώνΑράβων, μια θρησκεία της υπαίθρου. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οχριστιανισμός ήταν κυρίως μία μεταγραφή της βιβλικής ιστορίας στουςκώδικες της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, με πρωταγωνιστές του έλληνεςΠατέρες. Και όλη η χριστιανική Ανατολή ήταν, κατά κάποιον τρόπο, απόπνευματική άποψη ελληνική. Στον βυζαντινό βασιλιά έστρεφαν το βλέμμα,Άραβες και Έλληνες.
Ωστόσο το Βυζάντιο μετά τον 11ο αιώνα αρχίζεινα χάνει τη δύναμή του. Οι Άγιοι Τόποι, οι οποίοι για αιώνεςπροστατεύονταν αποτελεσματικά από τον βυζαντινό αυτοκράτορα,κατακτημένοι τώρα από το ορμητικό Ισλάμ, είναι τόποι που βλέπουν πλέονστην ενωμένη, φεουδαρχική χριστιανική Δύση τον νέο προστάτη. ΟιΣταυροφορίες ξεκινούν έτσι ως ζήτημα προστασίας, αλλά στηνπραγματικότητα είναι ένα ζήτημα κυριαρχίας της χριστιανικής Δύσης.

ΟΡάνσιμαν εξιστορεί λεπτό προς λεπτό τις τέσσερις Σταυροφορίες, πουκατέληξαν στη μεγάλη καταστροφή της Κωνσταντινούπολης το 1204, από ταζηλόφθονα, εξαθλιωμένα πλήθη των βάρβαρων Φράγκων. Οι σφαγές και οιλεηλασίες της Βασιλεύουσας, και ο πλούτος που μεταφέρθηκε τότε από εκείπρος τη Βενετία και τις άλλες πόλεις της Δύσης ήταν τέτοιας έκτασηςπου, όπως λέει ο Ράνσιμαν και οι πηγές του, ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμήδεν είχε δει η ανθρωπότητα.

Αυτή ήταν η τελευταία πράξη στην πορείαιστορικής αυτονόμησης της Δύσης από τη βυζαντινή κυριαρχία. Έκτοτε ηΔύση θα συντρίψει οικονομικά το Βυζάντιο, και θα κυριαρχήσει πνευματικάμε τη δική της Αναγέννηση. Ο Ράνσιμαν περιγράφει έξοχα αυτές τιςτραγικές τελευταίες στιγμές του ένδοξού μας βυζαντινισμού, που είναιταυτόχρονα και οι πρώτες του Νέου Ελληνισμού. Η γνώση της ιστορίας τωνΣταυροφοριών γίνεται έτσι δική μας αυτογνωσία, καθότι τότε τελειώνει ομεσαιωνικός και αρχίζει ο νέος ελληνισμός. Ή, όπως το είπε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «…Το έθνος εσώθη…αλλά εσώθημεν κυρίως δι’ έργων εν ημέραις δουλείας παρασκευασθέντων».

Με το σταυρό στο χέρι...

Με το σταυρό στο χέρι...

Εκδόσεις: Γκοβόστης
Μετάφραση: Άγγυ Βλαβιανού
Σελίδες: 70
Τιμή: 1,422