ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ: ΔΕ Μ' ΑΓΑΠΑΣ. Μ' ΑΓΑΠΑΣ. ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου.
Μαδώντας τη μαργαρίτα: ένα ερωτικό σκέρτσο δίνει τον τίτλο στο «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς. Τα παράξενα της μητρικής αγάπης. Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε επιμέλεια Φωτεινής Τσαλίκογλου.
«Σαν θέλω, γυρίζω»γράφει συχνά η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ηΡίτα, στις επιστολές προς την κόρη τηςΜαργαρίτα Καραπάνου. Μια εξ αποστάσεωςσχέση αποσπασματικών κοινών κομματιώνζωής ανάμεσα σε δύο σπουδαίες Ελληνίδεςσυγγραφείς αποτυπώνεται στο βιβλίο Δεμ' αγαπάς. Μ' αγαπάς. Τα παράξενα τηςμητρικής αγάπης. Τα γράμματα τηςΜαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη τηςΜαργαρίτα Καραπάνου που κυκλοφόρησετη Δευτέρα από τις εκδόσεις Καστανιώτησε επιμέλεια και με κείμενα της ΦωτεινήςΤσαλίκογλου.
Οι επιστολές (μόνο τηςΡίτας, δεν διαβάζουμε ποτέ τις απαντήσειςτης Μαργαρίτας αλλά τις εισπράττουμε)αποτελούν το σαφές και απροσπέλαστοόριο ενός δίπολου που όρισε τη σχέσητων δύο γυναικών: παρούσα-απούσα. Στηνεισαγωγή του βιβλίου η ΜαργαρίταΚαραπάνου απευθύνει μια επιστολή στημητέρα της τώρα, επτά χρόνια μετά τοθάνατό της και εκεί, μέσα σε λίγεςφράσεις, αποτυπώνει την είσπραξη τηςμητρικής απεύθυνσης, το μεταβολισμόμιας σχέσης που υποτίθεται πως είναι ηπρωταρχική. «Έφυγε με το θάνατό σου όλοτο διφορούμενο που είχαμε στη σχέσημας. Έμεινε μόνο η αγάπη». Αυτή η αίσθησηοδηγεί και στο καταφατικό νεύμα για τηνέκδοση των επιστολών, χωρίς την αμηχανίαή το ερώτημα του ηθικού που θα προκαλούσεη δημοσιοποίηση επιστολών που δενγράφτηκαν με την προδιαγραφή τηςμελλοντικής δημοσιοποίησής τους. Σταεκτενή κείμενα που γράφει η ΦωτεινήΤσαλίκογλου στο βιβλίο -καθοδηγώνταςτον αναγνώστη στα δύσκολα της ανάγνωσης,εξηγώντας και αναλύοντας επικαλούμενηάλλοτε λογοτεχνικές αναφορές, άλλοτεψυχαναλυτικές θεωρίες και αποδείξεις-σημειώνει: «Τόσο καιρό όπως φαίνεταιμέσα από τα γράμματα, αποφάσιζε η Ρίταγια τη νεαρή Μαργαρίτα. Αποφάσιζε γιατο σύνολο της ύπαρξής της. Τώρα, γιαπρώτη φορά, σαράντα χρόνια μετά, ηΜαργαρίτα αντιστρέφει τους όρους.Αποφασίζει και παραδίδει με τη βούλησήτης τα γράμματα στο δημόσιο βλέμμα.Εκείνη, ως αποδέκτης, νομιμοποιείταινα φέρει στο φως της δημοσιότητας ταγράμματα αυτά. Σαν μητέρα τώρα τηςμητέρας της αποφασίζει για την τύχητους».
Η ανάγνωση του βιβλίου,περνώντας από την άβολη αρχικά θέση τουλαθραναγνώστη μιας σχέσης καθοριστικής,αποκτά γρήγορα έναν αλαφιασμένοβηματισμό, καθώς οι προφανείς ψυχολογικέςμεταπτώσεις, οι δυσκολίες, τα ερωτικάσκιρτήματα, οι υπαρξιακές αγωνίες τηςεξ αποστάσεως κόρης απαντώνται από τιςεπιστολές της Ρίτας, ανάμεσα σε μιαημερολογιακού τύπου ανάλυση της ημέραςτων σκέψεων και τον ονείρων της.Αναγνωρίζουμε μια γυναίκα τολμηρή, μιαδιανοούμενη, με ισχυρό ζητούμενο τηνανεξαρτησία και την ελεύθερή βούλησήτης, που παρά την απόσταση επιθυμεί ναορίζει την κόρη της, να της θέτειπροδιαγραφές και όρια. Κυρίως όσον αφοράτο συστηματικό διάβασμα, τις σπουδέςτης αλλά και την εμφάνισή της -συχνή ηαναφορά στην ανάγκη απώλειας κιλών, δενπαραλείπει να της στείλει και χάπια πουβοηθάνε σε αυτό.
Οι ενοχές προφανώςυπάρχουν -δεν είναι αρκετές όμως;-παρεμβαίνουν σαν λάθη ενός λογισμικούσυστήματος μέσα στη ροή των επιστολών.Ταυτόχρονα όμως αποφορτίζονται, καθώςτονίζεται το βαρύ φορτίο που φέρει γιατην ίδια τη Ρίτα αυτή η εξ αποστάσεωςσχέση: «Όταν δεν έχω νέα σου νιώθω τόσοδυστυχισμένη και τόσο αποκομμένη απ'όλα, απ' τα πάντα.» Αλλά την ίδια στιγμή,μικρά χαστούκια επαναφέρουν την πειθαρχίακαι την επιβεβλημένη απόσταση: «Κοίτανα χρησιμοποιείς πιο ελαφρύ χαρτί ότανμου γράφεις, γιατί είναι η δεύτερη φοράπου αναγκάστηκα να πάω ως το ταχυδρομείογια να πάρω το γράμμα σου και να πληρώσωτη διαφορά στο γραμματόσημο» ή ακόμη«... μην ξαναστείλεις εξπρές, ούτετηλεγράφημα -εκτός αν είναι κάτι επείγον-γιατί με ξυπνάνε στις εφτά το πρωί καιόπως ξέρεις αυτό μου χαλάει τη διάθεση».
Στο βιβλίο ο αναγνώστηςβρίσκει 117 επιστολές που καλύπτουν τοδιάστημα από τις 28 Ιανουαρίου του 1962 (ηΜαργαρίτα ήταν 15 ετών και η Ρίτα 40) ωςτις 28 Ιουλίου του 1974. Η ίδια η ΦωτεινήΤσαλίκογλου προτρέπει: «Τα γράμματααυτά αξίζει να διαβαστούν σαν έναμυθιστόρημα. Όπως σε κάθε μυθιστόρημαθα συναντήσεις κενά, περιοχές σιωπήςκαι απορίας. Όλα αυτά ως ικανός αναγνώστηςμόνος σου θα τα γεμίσεις παρακάμπτονταςτον άχαρο ρόλο του ενός και μοναδικούσχολιαστή».