ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ: Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΣΙΛΑΝΑΣ
Η εφηβεία του συγγραφέα επιστρέφει για να τον στοιχειώσει σ’ αυτό το «αυτοβιογραφικά ολισθηρό» βιβλίο από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Η έμπνευση είναι αναμφισβήτητα το απαραίτητο εργαλείο κάθε συγγραφέα. Στην περίπτωση του Γιάννη Ξανθούλη και του καινούργιου του βιβλίου Η εκδίκηση της Σιλάνας η έμπνευση είναι «λοξή» κι έρχεται υπό τη μορφή ενός «αγγέλου» για να τον εκδικηθεί, «οξύνοντας τη μνήμη μου για πράγματα που νόμιζα ότι είχαν παραγραφεί στο πέρασμα των δεκαετιών και των παραλλαγών της αλήθειας», όπως εξομολογείται ειλικρινέστατα ο ίδιος. Η υπερβατική μορφή της Σιλάνας Σαλιάγκου αποτέλεσε αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα, που διαβιούσε λαθραία στο περιθώριο της ζωής του και αποφάσισε, ποιητική αδεία, να τον συναντήσει για να τον βοηθήσει να αφηγηθεί, μεταξύ άλλων, το δύσκολο πέρασμα από την τρυφερή επιείκεια της παιδικής ηλικίας στα «συσσωρευμένα δεινά» μιας απειλητικά άγνωστης εφηβείας.
«Ξαφνικά ο κόσμος που γνώριζα κατέρρεε μέσα σε ολοκαίνουργιες υγρασίες, τις οποίες μάλλον δεν υπήρχε κανείς να με συμβουλέψει πώς να τις διαχειριστώ». Με το γνώριμο σαρκαστικό του ύφος ο Ξανθούλης ξεκινά να διηγείται τα πρώτα εφηβικά του χρόνια, όπως τα βίωσε στην επαρχία, με όλη την οργή, την επαναστατικότητα και τη μοναξιά που μπορεί να νιώσει ένας έφηβος που σέβεται τον εαυτό του, ο οποίος συγκρούεται με ένα οικογενειακό κι ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ανέτοιμο και ανίκανο εν πολλοίς να τον καταλάβει. Μπαίνει σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο με «τρωικό θυμό», ανακαλύπτει πρωτόγνωρα συναισθήματα και καταστάσεις, μετράει απώλειες κι απογοητεύσεις, ψάχνει συμμάχους, και όταν δεν προσπαθεί να επικοινωνήσει -έστω άγαρμπα- με το περιβάλλον του, φτιάχνει το κατάλληλο αμπαλάζ που θα κάνει την πραγματικότητά του λιγότερο επώδυνη και κείνον λιγότερο θήραμα. «... Τότε ήμουν μόνο δεκαπέντε χρόνων.. Βρισκόμουν μονίμως σε άμυνα με τους πάντες. Ειδικά εκείνη τη χρονιά πίστευα πως όλοι με κυνηγούσαν για το κρέας μου. Όχι, δεν είχα καμιά μανία καταδίωξης. Απλώς είχα φτάσει σε σημείο να επιθυμώ το χειρότερο, για να γλιτώσω από τους διώκτες μου...». Κάπου εκεί βρίσκουν τη θέση τους και οι ευφάνταστες στιχουργικές απόπειρες, που ενώ ως παιδί τον έκαναν δημοφιλή και χαριτωμένο, στην εφηβεία αποτελούσαν ανάρμοστη κι αυθάδη πρακτική, δίνοντας διέξοδο στον πληγωμένο του ψυχισμό: «Είκοσι μάρκα μου 'στειλες, / στέλνω σαράντα στίχους / για να θυμάσαι ότι ζω / μέσα σε μαύρους τοίχους. / Απ' το σχολείο τα νέα μου / σκατά, όπως τα ήξερες, / με κάτι καθηγήτριες / που κάνουν τις πολύξερες. / Μόνον ένας φιλόλογος, / πούστης καταπώς φαίνεται, / δείχνει να 'ναι καλύτερος: / μυρίζει ωραία και πλένεται».
Τα περιστατικά που συνθέτουν την ιστορία καθώς και οι στίχοι που τα συνοδεύουν περιέχουν το χιούμορ και το κωμικό στοιχείο που συνήθως χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα αστείο βιβλίο. Η εκδίκηση της Σιλάνας Σαλιάγκου είναι πραγματική, καθώς ανασύρει μνήμες με τις οποίες ο συγγραφέας μάλλον δεν είναι απόλυτα συμφιλιωμένος. Η «αυτοβιογραφική ολισθηρότητα» του βιβλίου συχνά δημιουργεί την αίσθηση του γλυκόπικρου, του ζοφερού κόσμου ενός εφιάλτη από τον οποίο ο έφηβος ήρωας λυτρώνεται μόνο μέσα από μια αρρώστια, που καθώς γιατρευόταν, «όλα άρχισαν να απομακρύνονται με την αλάνθαστη τεχνική του ονείρου».