RAINER MARIA RILKE: ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΟΛΦ ΓΚΡΑΦ ΦΟΝ ΚΑΛΚΡΟΪΤ
Το Ρέκβιεμ για μια φίλη και για τον Βολφ Γκραφ φον Κάλροϊτ, από τις εκδόσεις Πάπυρος, προμηνύει το ποιητικό μεγαλείο του Ρίλκε, που δεν άργησε να λάμψει.
Το 1908 ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε ολοκληρώνει το Ρέκβιεμ για μια φίλη, με αφορμή το θάνατο της ζωγράφου Πάουλα Μόντερσον-Μπέκερ, που είχε πεθάνει πολύ νέα μόλις ένα χρόνο πριν. Όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή της Αναστασίας Αντωνοπούλου, στέλνει το κείμενο στον εκδότη του, γράφοντάς του: «Ένα απρόσμενο δυνατό ρεύμα έβγαλε από μέσα μου τις τελευταίες μέρες τούτο το μικρό έργο που σας το παραδίδω αμέσως, γιατί θα ήθελα η αρχική μου αίσθηση απέναντί του να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί από εσάς. Και η αίσθησή μου είναι η εξής: δεν θα ήθελα να δημοσιευθεί το ρέκβιεμ τώρα σε κάποια εφημερίδα ούτε να ενσωματωθεί αργότερα σε κάποια συλλογή, αλλά να εκδοθεί αυτοτελώς ως μικρό βιβλίο». Λίγες μέρες αργότερα, ο Ρίλκε γράφει άλλο ένα ρέκβιεμ για τον Βολφ Γκραφ φον Κάλκροϊτ, έναν νεαρό ποιητή και μεταφραστή που είχε αυτοκτονήσει μερικά χρόνια νωρίτερα, ζητώντας απ' τον εκδότη του να εκδοθούν μαζί τα δύο έργα, όπως και έγινε το 1909.
Έναν αιώνα μετά, οι εκδόσεις Πάπυρος επαναλαμβάνουν το εγχείρημα, εκδίδοντας μαζί τα δύο ρέκβιεμ που συνιστούν, θα έλεγε κανείς, έναν ποιητικό κύκλο ο οποίος προοιωνίζει τα αριστουργήματα που θα ακολουθήσουν, σε μια προσεγμένη, καλαίσθητη έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και επιμέλεια μετάφρασης της Αναστασίας Αντωνοπούλου.
Η Πάουλα Μόντερσον-Μπέκερ και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε συνδέονταν με στενή και ιδιαίτερη σχέση. Ο Ρίλκε χαρακτηρίζει τις ώρες που περνούσαν μαζί «όμορφες και πλούσιες σε επικοινωνία τόσο στις συζητήσεις όσο και στη σιωπή». Συγκεκριμένα, περιγράφει μια βραδιά τους μαζί ως εξής: «Μιλούσαμε για τον Τολστόι, για το θάνατο, για τον Ζορζ Ρόντενμπαχ, για τον Χάουπτμαν, για τη ζωή και την ομορφιά που βρίσκεται σε κάθε βίωμα, για το να μπορείς να πεθάνεις, για την αιωνιότητα και για το ότι και οι δυο μας αισθανόμασταν συγγενείς προς το αιώνιο [...]».
Όσο για τον Βολφ Γκραφ Φον Κάλκροϊτ, ο Ρίλκε δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ προσωπικά, τον γνώριζε όμως από τις μεταφράσεις του, μιας και εκδίδονταν από τον οίκο Insel, με τον οποίο συνεργαζόταν και ο ίδιος. Η μοίρα του νεαρού ποιητή άγγιξε τον Ρίλκε, ο οποίος άρχισε να αλληλογραφεί με τη μητέρα του μετά τη δημοσίευση του Ρέκβιεμ. Στην επιστολή που συνόδευε το αντίτυπο του βιβλίου που της έστειλε, σημειώνει: «Όσο μεγάλη ήταν αρχικά η συστολή και η διστακτικότητά μου να σας στείλω το χειρόγραφο, τόσο μεγάλη είναι τώρα η αποφασιστικότητα και η χαρά μου να σας παραδώσω τούτο το μικρό βιβλίο με το οποίο αισθάνομαι εσωτερικά συνδεδεμένος και προσωπικά θα το στείλω σε πολύ λίγους δικούς μου ανθρώπους».
Και στα δύο ρέκβιεμ εμφανίζεται η ιδέα του «προσωπικού θανάτου», ένα απ' τα κεντρικά θέματα του έργου του Ρίλκε, την οποία ο ποιητής αναπτύσσει και σε επιστολή του αμέσως μετά το θάνατο της Μπέκερ: «Πρέπει να μάθει κανείς να πεθαίνει, αυτό είναι όλη η ζωή∙ να προετοιμάζει από καιρό το ύψιστο έργο ενός περήφανου θανάτου, ενός θανάτου, αργά ωριμασμένου, που δεν θα έχει σχέση με τη σύμπτωση και θα ακυρώνει έτσι ο ίδιος το μισητό του όνομα, εφόσον θα είναι απλώς μια χειρονομία, που θα αποδίδει ξανά στο σύμπαν τους αναγνωρισμένους και διασωσμένους νόμους μιας εντατικά εκπληρωμένης ζωής».