Μπράιαν Έβενσον: Έσχατες Μέρες
Δεν είναι για όλους, αλλά οι ρέκτες της Λογοτεχνίας Τρόμου θα το απολαύσουν.
Πριονίζοντας τη γραφή
Έχοντας μάλλον καλή εποπτεία του χώρου, αυτό που κυρίως ξέρω μετά από τόσα χρόνια και τόσα genre βιβλία μισοτσαλακωμένα στο κομοδίνο μου είναι πως πολύ-πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να πρωτοτυπήσει, είτε θεματικά είτε από άποψη φόρμας και ύφους. Το παιχνίδι παίζεται αλλού, κυρίως στην αφήγηση, στην ωραία μίμηση, στην έξυπνη πλοκή. Ο Έβενσον παρά ταύτα το κάνει, πρωτοτυπεί θριαμβευτικά, κι όσο και να σπάω το κεφάλι μου δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε αντίστοιχο με αυτό το βιβλίο, τουλάχιστον στα χωράφια τής mainstream Λογοτεχνίας Τρόμου, ή του Αστυνομικού Μυθιστορήματος — του «χώρου», που λέγαμε, ή του ενός και του άλλου genre. Γιατί ο Έβενσον το κάνει και αυτό: γράφει μεν ένα καθαρόαιμο νουάρ, ένα σύγχρονο αστυνομικό, που όμως βραβεύτηκε (από την Ένωση Αμερικανικών Βιβλιοθηκών) σαν το Καλύτερο Μυθιστόρημα Τρόμου τη χρονιά που εκδόθηκε, το 2009. Και, υποθέτω, δικαίως τιμήθηκε μ' αυτό το μεγάλο βραβείο. Ακόμη κι αν εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησαν «καλύτερα» βιβλία στο είδος, αμφιβάλλω αν κάποιο από όλα αυτά θα φόβιζε τους αναγνώστες περισσότερο.
Γιατί οι «Έσχατες ημέρες» είναι ένα πραγματικά τρομακτικό βιβλίο. Εμένα με τρόμαξε. Και δεν τρομάζω καθόλου εύκολα. Με τρόμαξε όσο και το εξίσου νοσηρό «Hostel», ας πούμε —το οποίο παρεμπιπτόντως θεωρώ σημαντικό φιλμ—, και σχεδόν για τους ίδιους λόγους. Έχουμε και εδώ να κάνουμε με μία αδελφότητα, κλειστή και μυστική, που εγκαταβιώνει ή παρεπιδημεί σε συγκεκριμένα περίκλειστα μέρη και διέπεται από κανόνες ιεράς και αυστηρότατης σιωπής. Έχουμε να κάνουμε με τον βασανισμό της σάρκας, με την αποκοπή μελών, με την τελετουργική παραχάραξη των ορίων που θέτει η ίδια η φύση διά του δέρματος (του μεγαλύτερου ανθρώπινου οργάνου). Και έχουμε επίσης να κάνουμε, στο τέλος, με απόδραση, καταδίωξη και εκδίκηση. Υπάρχει βέβαια μία θεμελιώδης διαφορά: στην ταινία το θύμα ήταν πάντα ο άλλος. Εδώ, στις «Έσχατες μέρες», το πρώτο θύμα είναι ο εαυτός. Αλλά ακολουθούν και όλοι οι υπόλοιποι.
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο. Κι όμως: όταν το τελειώνεις, είσαι σίγουρος πως η αφήγηση ήταν πρωτοπρόσωπη. Αυτή η ταύτιση αφηγητή και ήρωα δεν είναι εύκολη υπόθεση, απαιτεί πολλή πείρα και μεγάλη μαστοριά και οξυδέρκεια από τον συγγραφέα. Και ακριβώς εξαιτίας της είναι που νιώσαμε να έχουμε εμπλακεί προσωπικά σ' αυτή την τρελή περιπέτεια των αποκομμένων μελών, σ' αυτό τον εφιάλτη χωρίς τέλος.
Στην αρχή αποτελούσε ένα είδος νωθρής αναζήτησης, ένα ενδιαφέρον για ορισμένες πρωτοχριστιανικές ομάδες γνωστικών, σε συνδυασμό με την αγάπη για κάποια αποσπάσματα των Γραφών, μαζί με την ιδέα ότι η χειρ μας όντως μάς σκανδάλιζε, και γι' αυτό θα έπρεπε να αποκοπεί. Ωστόσο, το άλμα από αυτό το συμπέρασμα μέχρι τη φυσική αποκοπή ενός άκρου είναι ίσως δυσκολότερο να εξηγηθεί. Ήταν συναρπαστικοί καιροί, φίλε Κλάιν.
Η θρησκευτικού τύπου σέκτα των αυτοακρωτηριασμένων είναι ισχυρή, θανάσιμη, παγερή και μυστηριακή. Κυρίως: είναι τρομώδης. Διέπεται από ισχυρούς νόμους και απόλυτη ιεραρχία —στην οποία ανέρχεσαι δι' αποκοπής μελών, βέβαια, πώς αλλιώς;— που δεν μπορεί να παραβιαστεί. Οπότε, όταν ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Κλάιν, ένας πρώην αστυνομικός ντετέκτιβ που τυχαίνει επίσης να έχει αυτοακρωτηριαστεί στο παρελθόν, αν και για άλλους λόγους, κληθεί να διαλευκάνει τη δολοφονία του αρχηγού της, είναι περισσότερο από προφανές ότι θα παγιδευτεί από την πρώτη κιόλας στιγμή σε ένα λαβύρινθο αγνού, απόλυτου τρόμου: το τέλεια φρουρούμενο κοινόβιο των φανατικών είναι μια αρχετυπική παγίδα θανάτου, και, άπαξ και επιλεγείς να μπεις εκεί, άπαξ και συρθείς εκεί μέσα, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι, αν μη τι άλλο, δεν θα βγεις ολόκληρος.
Ό,τι έγινε, έγινε
Ωστόσο, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο άσχημα και πιο επικίνδυνα —και πιο κλειστοφοβικά— από όσο μπορούμε να φανταστούμε ξεκινώντας την ανάγνωση και φτάνοντας σιγά-σιγά, μαζί με τον Κλάιν, στο κέντρο του λαβυρίνθου. Πιο άσχημα, πιο επικίνδυνα, πιο βρόμικα και πιο —αν είναι δυνατόν— ρεαλιστικά. Και οι γκροτέσκες φιγούρες που περιβάλλουν τον ήρωα, σχεδόν μπεκετικές ή, αν θέλετε, βγαλμένες από έναν μοντέρνο «Υμπύ Βασιλιά», δεν κατορθώνουν, παρά το κωμικό στοιχείο που αναμφίβολα προσδίδουν στο μυθιστόρημα, να απαλύνουν αυτό το κλίμα τρόμου που σου βαραίνει σαν πέτρα την καρδιά:
Ο υπάλληλος τους κοίταξε καλά-καλά και πήρε τα χρήματα. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και, πριν βγουν καν απ' το δωμάτιο, άπλωσε το χέρι προς το τηλέφωνο.
«Γαμώτο», είπε ο Γκους ανασηκώνοντας το βλέμμα του και στρέφοντας τόσο, ώστε να τον πυροβολήσει. «Ας είχε τουλάχιστον τρόπους», είπε καθώς επέστρεφαν. «Θα μπορούσε να περιμένει να μπούμε στο αμάξι».
«Τον σκότωσες;» ρώτησε ο Κλάιν.
«Μάλλον», είπε ο Γκους.
«Κι αν έπαιρνε την κοπέλα του;» ρώτησε ο Κλάιν, καθώς έμπαιναν μέσα για ν' αρχίσουν πάλι το ταξίδι.
Ο Γκους τού έριξε ένα βλέμμα όλο αηδία. «Γιατί μου το 'πες αυτό τώρα; Για να με κάνεις να νιώσω άσχημα;»
«Συγγνώμη», είπε ο Κλάιν.
«Ό,τι έγινε, έγινε», είπε ο Γκους.
Ο Έβενσον γράφει ύπουλα· παραπλανητικά· νωχελικά: τόσο στο πρώτο μέρος του βιβλίου, το κατεξοχήν ανατριχιαστικό, όπου γνωρίζουμε την αποτρόπαια σέκτα των τρελών, όσο και στο δεύτερο, όπου γινόμαστε μάρτυρες ενός πραγματικού λουτρού αίματος (θα καταλάβετε τι εννοώ), γραμμένου, επαναλαμβάνω, σχεδόν «δημοσιογραφικά», αποστασιοποιημένα, λες και διαβάζουμε την περιγραφή ενός αγώνα από κάποιον ουδέτερο παρατηρητή. Μέγα επίτευγμα αυτό, γιατί έτσι πέφτουμε πολύ πιο εύκολα στην παγίδα (στις πολλαπλές παγίδες) που μας στήνει. Τα πάντα μάς φαίνονται πειστικά, λες και μια τέτοιου ή παρεμφερούς είδους αδελφότητα —λατρείας των αποκομμένων μελών, της παραμόρφωσης του σώματος...— να μπορούσε όντως να υπάρξει, ή έστω να υπήρξε κάποτε, σε κάποιο σκοτεινό παρελθόν, ίσως κατά τον Μεσαίωνα, πριν συντριβεί. Σχεδόν θέλεις να γκουγκλάρεις, καθώς σε σπρώχνει ο ποεδικός Δαίμων της Διαστροφής, για να δεις τι αποκρουστικοί σύνδεσμοι θα σου αποκαλυφθούν, ελπίζοντας φυσικά πως δεν θα βρεις τίποτα. Το έκανα για να βρω φωτογραφίες γι' αυτό το κομμάτι, αλλά βγήκα οφλάιν αμέσως μόλις φάνηκε η πρώτη σελίδα με τα σχετικά αποτελέσματα.
Nota bene
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο. Κι όμως: όταν το τελειώνεις, είσαι σίγουρος πως η αφήγηση ήταν πρωτοπρόσωπη. Αυτή η ταύτιση αφηγητή και ήρωα δεν είναι εύκολη υπόθεση, απαιτεί πολλή πείρα και μεγάλη μαστοριά και οξυδέρκεια από τον συγγραφέα, και δύσκολα διδάσκεται στις οικείες σχολές. Και ακριβώς εξαιτίας της είναι που νιώσαμε να έχουμε εμπλακεί προσωπικά σ' αυτή την τρελή περιπέτεια των αποκομμένων μελών, σ' αυτό τον εφιάλτη χωρίς τέλος.
Ευχές
Καλή Χρονιά.