Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου: Ιάκωβος

Ένα παράξενο μυθιστόρημα με κοφτές προτάσεις και γρήγορο ρυθμό

LifO Newsroom,13.3.2017

Ιάκωβος

 

Ένα αντίστοιχο ταξίδι σε έναν άγνωστο χωρόχρονο, αλλά με διαφορετικό τρόπο πραγματοποιεί ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου με το βιβλίο του Ιάκωβος από τις εκδόσεις Αντίποδες. Κάπου σε ένα αδιευκρίνιστο σημείο του κόσμου υπάρχει μια πολίχνη όπου κατοικούν μόνο οι εφιάλτες. Ή καλύτερα τα ανύπαρκτα όνειρα τα οποία δεν δικαιούνται να τρέφουν οι κάτοικοι αυτού του «ερημότοπου» που είναι «άδειος όσο το Διάστημα, που δεν σαρωνόταν ούτε από το πιο αδύναμο αεράκι». Στο ζοφερό ετούτο μέρος βρίσκει τυχαία καταφύγιο ένας άνδρας χωρίς όνομα και ιδιότητα ύστερα από ατύχημα και ως γνήσιος καφκικός ήρωας ζει μονάχα με ερωτήματα, φτάνοντας να σκάβει αναίτια ένα λαγούμι που μοιάζει με διέξοδο στην ελιοτική αυτή «Έρημη Χώρα», χωρίς καν τον ροδώνα. Τίποτα σπουδαίο δεν συμβαίνει εδώ, με αποτέλεσμα οι πιο απλές στιγμές –το μπάνιο, το σφάξιμο των ζώων, η προσευχή– να φαντάζουν απόκοσμες τελετουργίες. Η ελάχιστη λεπτομέρεια αποκτά έτσι ισχύ συμπαντική: το λασπωμένο νερό που βρέχει τα παγωμένα σώματα, η στιγμιαία έκλαμψη του ερωτισμού, η ώρα του δείπνου. Άλλωστε, όταν τίποτα δεν έρχεται, εκτός από την καταστροφή, ακόμα και οι εναλλαγές του καιρού συνιστούν απρόσμενο νέο: ωστόσο «κανένας δεν θα έβλεπε τον ήλιο σήμερα», αφού, κι όταν βγαίνει, είναι «αποδεκατισμένος» και αυτό δεν είναι αρκετό για να ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές. Με μοναδική εξαίρεση εκείνο το σπαρακτικό τραγούδι της πόρνης Μίνας, δεν υπάρχει τίποτα παρηγορητικό στις ανελέητες διαδρομές από τα λασπωμένα χωράφια στο πορνείο και στο μπαρ. Μοναδικό μέτρο των πραγμάτων είναι η επιβλητική μορφή του Ιάκωβου, μιας βιβλικής σχεδόν φιγούρας που παραπέμπει στον γνωστό Απόστολο. Ο Ιάκωβος δεν είναι μόνο η αρχή του νόμου, αλλά και ο θεραπευτής των πάντων, αυτός που θα πιπιλίσει την πληγή, φτύνοντας το δηλητήριο που άφησε πάνω στο σώμα του άγνωστου άντρα το φίδι, ή θα επαναφέρει στη ζωή τον νεαρό στο κεντρικό καφενείο. Σε αυτό το μέρος όπου τίποτα δεν δηλώνεται και δεν γνωστοποιείται, η αποκάλυψη της πραγματικής μορφής του Ιάκωβου ισοδυναμεί με θαύμα: «Ο άντρας κοιτούσε κάτι τριχούλες που είχαν ξεμείνει στο πάτωμα και ύστερα επέστρεψε στο γυμνό κεφάλι του Ιάκωβου. Το πρόσωπό του είχε ξεσκεπαστεί και ήταν όπως ένα σπίτι που του είχε βγει η στέγη και μπορούσες να δεις από ψηλά όλα τα δωμάτια, με μια ματιά, όπως ενώνονται με τις πόρτες, τις μισόκλειστες πόρτες και τις ορθάνοιχτες πόρτες, τα πάχη των τοίχων, τα παράθυρα και τους διαδρόμους, το πάτωμα που σέρνεται από δωμάτιο σε δωμάτιο, όλα φανερώνονταν ταυτόχρονα και υπήρχαν μια και ό,τι ήταν απόκρυφο φανερωνόταν, και όλα αυτά του φάνηκαν τόσο τρομακτικά που τον έκαναν να σκεφτεί πως έπρεπε να φύγει». Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, που αποδίδει ιδανικά η πένα του Χατζηνικολάου, λίγη σημασία έχει η κατάληξη, στον βαθμό που η λογοτεχνία μοιάζει ιδανικά αυτονομημένη. Γι' αυτό και δικαιολογούνται οι όποιες αναληθοφάνειες και υπερβολές, γνώρισμα ενός συγγραφέα που εμπιστεύεται τη γραφή απόλυτα.

Ιάκωβος

Ιάκωβος

Εκδόσεις: Αντίποδες
Σελίδες: 201