Ντάνιελ Κέλμαν : Έπρεπε να είχες φύγει
Η υποδειγματική νουβέλα κοσμικού τρόμου του συγγραφέα-σταρ Ντάνιελ Κέλμαν είναι ένα πανέξυπνο, ανατριχιαστικό λογοτεχνικό οικοδόμημα
Στρίβοντας τη βίδα. Μέσα σε ένα μικρό βιβλίο, κοντά στις 100 όλες κι όλες σελίδες, ο Ντάνιελ Κέλμαν κατορθώνει να συμπυκνώσει όλη την ουσία μίας μακράς λογοτεχνικής παράδοσης, που ξεκινά από το Γοτθικό μυθιστόρημα, περνά από τους Μεγάλους Πατέρες των αμερικανικών Γραμμάτων, επισκέπτεται τη Βικτωριανή πεζογραφία και επιστρέφει στην Αμερική του Λάβκραφτ και της παράδοξης γεωμετρίας του, για να καταλήξει στη Λογοτεχνία Τρόμου των ημερών μας, αφού πρώτα κλείσει το μάτι στον ευρωπαϊκό (και μπορχεσιανό) Μοντερνισμό του 20ού αιώνα. Δεν θα δίσταζα, ως εκ τούτου, να χαρακτηρίσω το «Έπρεπε να είχες φύγει» σαν το «Στρίψιμο της βίδας» του δικού μας αιώνα: μία εύκολη επιλογή, καθώς είναι με αυτό ακριβώς που μοιράζεται τα περισσότερα υφολογικά χαρακτηριστικά, καθώς και το πλαίσιο και τον χώρο της αφήγησης. Κοινά χαρακτηριστικά όμως έχει και με το σινεμά (πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;), και αυτό όχι μόνο επειδή ο κεντρικός ήρωάς του είναι σεναριογράφος. Η νουβέλα του Κέλμαν είναι ό,τι πιο κινηματογραφικό διαβάσαμε τον τελευταίο καιρό — και αυτό φυσικά είναι έπαινος. Στο «Έπρεπε να είχες φύγει» σταματάς πια να είσαι «απλώς» αναγνώστης και γίνεσαι ένας άβολα καθισμένος στην κόκκινη πολυθρόνα του θεατής — σχεδόν ακούς τους ήχους του soundtrack ανάμεσα από τις σκηνές, ο συγγραφέας-σκηνοθέτης σε βάζει να παρακολουθείς τα δρώμενα υπό ποικίλες γωνίες της νωθρής ή ασθματικής του κάμερας, ενώ και το μοντάζ που επιλέγει είναι, με μια λέξη, ευφυές. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό παιχνίδι που κερδίζει ένα πολύ-πολύ δύσκολο στοίχημα. Πανέξυπνο βιβλίο, υποδειγματικά δομημένο. Και ανατριχιαστικό.
Η πλοκή είναι σχετικώς απλή. Ένα ζευγάρι με ένα παιδί νοικιάζουν μέσω AirBnb ένα εξοχικό απόμερο σπίτι για να μπορέσει ο σύζυγος να τελειώσει εκεί το σενάριο μίας ταινίας που πλέον επείγει. Το σπίτι μοιάζει να έχει ένα αλλόκοτο παρελθόν, να είναι, ας πούμε στοιχειωμένο. Υπάρχουν προειδοποιήσεις, γίνονται καβγάδες, μικρές αλλαγές δείχνουν με το δάχτυλο ότι εδώ πρόκειται να συμβεί κάτι «ξένο». Όλα αλλάζουν, ανεπαισθήτως μεν, αλλά με υπόκρουση τυμπάνων:
Η επόμενη στροφή με πέταξε πολύ έξω, και μόλις που πρόλαβα να φρενάρω. Μήπως ήμουν υπερβολικά κοντά στην άκρη; Διαχωριστικά δεν υπήρχαν. Έβαλα όπισθεν, έκανα λίγο πίσω και ξεκίνησα πάλι, πολύ αργά. Ευτυχώς που δεν με έβλεπε κανείς. Η επόμενη στροφή ήταν το ίδιο στενή με την προηγούμενη, η κοιλάδα βρέθηκε ξαφνικά από τη δεξιά πλευρά στην αριστερή, πάτησα πάλι φρένο, σταμάτησα και ξεκίνησα και πάλι σιγά-σιγά, προσπάθησα να μείνω στα δεξιά του δρόμου, αλλά από την επόμενη κιόλας στροφή ξαναβρέθηκα αριστερά — πήγαινε σιγά, σκέφτηκα, δεν βιάζεσαι, αρκεί να γλιτώσεις. Ο ήλιος με τύφλωνε. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό μου. Στην επόμενη στροφή τα πήγα κάπως καλύτερα, πρόσεξα μάλιστα μια παλιά αποθήκη στην άκρη του δρόμου, η στέγη είχε πέσει, τα παράθυρα άδειες τρύπες, αφαιρέθηκα πάλι και είδα τον γκρεμό τόσο κοντά μου, που μου ξέφυγε μια κραυγή.
Η νουβέλα του Κέλμαν θα πρέπει να διδάσκεται σε σχολές δημιουργικής γραφής.
Τίποτε δεν είναι όπως έπρεπε να είναι. Ο κόσμος έχει διαταραχτεί, η οικιακή παραδοξότητα αλλάζει τα στοιχεία της καθημερινότητας, ο τρόμος έρχεται ντυμένος ξένα ρούχα:
Άνοιξα το σημειωματάριο και άρχισα να διαβάζω τα μηνύματα, τα μισογραμμένα μηνύματα, όλες εκείνες τις φρικτές φράσεις που είχα αντιγράψει, και παράλληλα έπαιζα με τα δάχτυλά μου κάτι που ήταν πάνω στο τραπέζι — το μοιρογνωμόνιο που μου είχε δώσει ο μαγαζάτορας από το χωριό. Από πάνω άκουγα τη Σουζάνα να σιγοτραγουδάει ένα νανούρισμα. Επειδή δεν άντεχα να περιμένω άλλο χωρίς να κάνω τίποτα, γύρισα ένα φύλλο και τράβηξα μία ευθεία. Μετά γύρισα το μοιρογνωμόνιο και τράβηξα προσεκτικά άλλη μία, σε ορθή γωνία. Μετά, το έστριψα έτσι ώστε να διχοτομήσω την ορθή γωνία, και τράβηξα μια τρίτη ευθεία. Το αποτέλεσμα μου φάνηκε παράξενο. Ξαναμέτρησα. Η γωνία κάτω από τη διχοτόμο ήταν σαράντα μοίρες, η γωνία πάνω από τη διχοτόμο σαράντα δύο. Πώς γίνεται; Ξαναμέτρησα την ορθή γωνία: ενενήντα, φυσικά. Και μετά πάλι τις δύο γωνίες που την αποτελούσαν: η κάτω βγήκε πάλι σαράντα, η πάνω σαράντα δύο, άρα πρέπει να έλειπαν κάποιες μοίρες, έλα όμως που δεν έλειπαν, η ορθή γωνία ήταν ορθή γωνία. Τη μέτρησα και πάλι: ενενήντα μοίρες. Μάλλον θα έφταιγε η σύγχυσή μου, έχανα τον κόσμο γύρω μου. όμως νόημα δεν έβγαινε, έτσι κι αλλιώς.
Ο Κέλμαν και η ΔΕΒΘ. Ο Κέλμαν μόνο τυχαίος δεν είναι. Γεννημένος το 1975, έγινε το νεότερο ηλικιακά μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας και εδώ και μερικά χρόνια απολαμβάνει τη φήμη ενός πραγματικού σταρ των Γραμμάτων. Ο δημοσιογράφος του «Βήματος», και από το 2015 υπεύθυνος της σειράς ξένης λογοτεχνίας των Εκδόσεων Καστανιώτη, Γρηγόρης Μπέκος, μας λέει για αυτόν:
«Έχω την αίσθηση ότι η καινούργια νουβέλα του Ντάνιελ Κέλμαν μπορεί να λειτουργήσει και ως ιδανική εισαγωγή στο έργο του. Ο Γερμανός είναι ένας έξυπνος και ψυχαγωγικός συγγραφέας, όποτε τον διαβάζεις περνάς όμορφα μαζί του. Είναι μια ξεχωριστή περίπτωση: το χιούμορ και η συγγραφική ευστροφία συναντούν την ποιοτική λογοτεχνία. Στο "Έπρεπε να είχες φύγει", πέραν όλων των άλλων όψεων του βιβλίου, έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να συνομιλήσει με τους μεγάλους, ως προς την ατμόσφαιρα (Κάφκα, Χένρι Τζέιμς) αλλά και την τεχνοτροπία (Μπόρχες, Καλβίνο). Είναι ένα σοβαρό παιχνίδι με τον χώρο και τον χρόνο μέσω της λογοτεχνίας. Προτείνω όλα του τα βιβλία με την εξής σειρά ανάγνωσης: "Η μέτρηση του κόσμου", "F", "Εγώ και ο Καμίνσκι", "Φήμη"».
Οι Εκδόσεις Καστανιώτη στηρίζουν μεγάλο μέρος της παραγωγής τους στην ξένη πεζογραφία, με συγγραφείς από όλο (κυριολεκτικά) τον κόσμο. Τον επόμενο μήνα, θα παρουσιάσουν στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης τις τελευταίες προτάσεις τους, ενώ θα φιλοξενήσουν, συστήνοντάς μας, και δύο από τους ξένους συγγραφείς τους:
«Ανεβαίνουμε στη Θεσσαλονίκη με ενθουσιασμό. Δύο συγγραφείς μας θα βρεθούν στη Διεθνή Έκθεση εφέτος. Ο ένας είναι γνωστός και αγαπητός στους Έλληνες αναγνώστες, ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο. Στο νέο του μυθιστόρημα —ένα από τα καλύτερά του, από τα πλέον διαβαστερά βιβλία του—, με τίτλο "Καρφίτσες στην άμμο", συνδυάζει μια ιστορία ενηλικίωσης (μιας ομάδας αγοριών) με το ταραγμένο Περού, και πιο συγκεκριμένα τη Λίμα, στη δεκαετία του 1990. Ο άλλος είναι ένας συγγραφέας που εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, ο Εσκόλ Νεβό, ο πιο δημοφιλής συγγραφέας αυτή τη στιγμή στο Ισραήλ. Το μυθιστόρημά του "Τρεις όροφοι" είναι το πιο πρόσφατο έργο του. Θα αφήσω όμως τον Άμος Οζ να μιλήσει γι' αυτόν. Λέει λοιπόν πως "ο Εσκόλ Νεβό είναι ένας συναρπαστικός αφηγητής που δίνει στον αναγνώστη μια ευρεία και σύνθετη εικόνα της ισραηλινής κοινωνίας". Και, ναι, είναι σαρωτικός!»..
Μικρό υστερόγραφο για τη νουβέλα. Η νουβέλα είναι πολύ δύσκολο είδος, εξ ου και λίγοι ειδικεύονται σε αυτήν. Δεν είναι μυθιστόρημα, στο οποίο μπορείς να επεκταθείς πολύ, να κρύψεις (μέχρις ενός ορίου) την πολυλογία σου και τα εν πολλοίς άχρηστα κομμάτια που γράφεις επειδή η ιδέα σου δεν είναι εύκολο να γεμίσει πολλές σελίδες («άχρηστο» είναι ό,τι δεν είναι απαραίτητο για να οδηγήσει την πλοκή προς τη λύση της), να «εκφραστείς» μέσα από πολλούς χαρακτήρες και να χτίσεις έναν κόσμο με μία ποικιλία υλικών. Και δεν είναι διήγημα, ένα είδος που δεν υποστηρίζει μία μακρά εξέλιξη: αντιθέτως, όλα εκεί μπορούν να γίνουν γρήγορα, σχεδόν αστραπιαία, σε ένα περιβάλλον λιτό, διαυγές, σπαρτιατικό, με ελάχιστους πρωταγωνιστές. Από την άλλη, η υβριδική, αν θέλετε, νουβέλα χτίζει την ατμόσφαιρα και τους χαρακτήρες της μεθοδικά, με λελογισμένη αργοπορία, με «ταχεία βραδύτητα», και ελέγχει μεν την εξέλιξη της πλοκής με τους τρόπους του μυθιστορήματος, έχοντας όμως παράλληλα τη λιτότητα, την καθαρότητα του διηγήματος. Αυτά σε πολύ γενικές γραμμές. Τώρα, τα είδη συγχέονται συχνά, και συχνά συναντούμε διάφορα περίεργα φαινόμενα, ειδικά σε αγορές με μικρό αγοραστικό κοινό, άρα και με έλλειψη επαγγελματιών editor — όπως στη δική μας, δηλαδή. Βλέπουμε, φέρ' ειπείν, μεγάλα σε όγκο (ή σε τυπογραφικά στοιχεία...) διηγήματα να επιγράφονται μυθιστορήματα, και νουβέλες να ξεχειλώνονται χωρίς λόγο για να μακρύνουν. Είναι κρίμα, γιατί η σαφής διάκριση ανάμεσα στα είδη θα έδινε καλύτερα αποτελέσματα — και καλύτερες πωλήσεις. Για τους υποψήφιους συγγραφείς, ιδού ένας μπούσουλας, όχι τόσο μπακάλικος όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά, που δίνει μία τάξη μεγέθους: Από 1.000 έως 15.000 λέξεις: διήγημα. Από 15.000 έως 40.000 λέξεις: νουβέλα. Από 40.000 και πάνω: μυθιστόρημα. (Αν και πολύ δύσκολα ένας εκδότης θα κυκλοφορήσει ένα μυθιστόρημα μόνο 40.000 λέξεων — οι περισσότεροι ζητούν κείμενα από 60.000-70.000 και πάνω, ενώ είναι πολύ ευχαριστημένοι όταν έρχονται στα χέρια τους βιβλία 100.000 και πάνω. Το ίδιο ευχαριστημένοι, απροπό, είναι και οι αναγνώστες με αυτά τα «μεγάλα» κείμενα). Η νουβέλα του Κέλμαν θα πρέπει να διδάσκεται σε σχολές δημιουργικής γραφής.