Eric Rickstad: Ούτε λέξη
Το πεσιμιστικό, αλλά καλογραμμένο, αγωνιώδες αστυνομικό μυθιστόρημα του Eric Rickstad διαθέτει εκτός από έξοχη πλοκή και μερικά πιεστικά ερωτήματα για τις εκτρώσεις και το γυναικείο σώμα
Ένα μεγάλο μέρος του προγράμματος της καλωδιακής-συνδρομητικής τηλεόρασης στηρίχτηκε στο αστυνομικό και σε ποικίλα υποείδη του, και πλέον ―εδώ και χρόνια, για να είμαστε ακριβείς― πολλά αστυνομικά γράφονται επηρεασμένα εξίσου από τους παλαιότερους συγγραφείς, αλλά και από τις καινούργιες τηλεοπτικές σειρές: πράγμα καλό και για τα δύο Μέσα. Εξ ου και δεν είναι καθόλου παράδοξο, ίσα-ίσα, που το «Ούτε λέξη» χαρακτηρίστηκε σαν «το "True Detective" του Βερμόντ». Γιατί, εν πολλοίς, είναι.
Στο καλογραμμένο, δυναμικό, εσωστρεφές, σκληρό και πεσιμιστικό μυθιστόρημα του Eric Rickstad, όλα βέβαια ξεκινούν με την ανακάλυψη ενός πτώματος. Η εισαγωγή στη σκηνή είναι καθηλωτική και γραμμένη με τρόπο που σου μένει ― και που σε παρακινεί να συνεχίσεις με αγωνία το διάβασμα. Αυτό ακριβώς θα σε συντροφεύσει μέχρι το τέλος. Το «Ούτε λέξη» μπορεί δικαίως να περηφανευτεί πως, απλούστατα, «δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου». Ακούγεται κλισέ, αλλά τα κλισέ λένε την αλήθεια. Και τη λένε κι εδώ.
Το τοπίο, σε όλο το βιβλίο, είναι συνώνυμο με την παρακμή. Και με αυτό που οι άνθρωποι κρύβουν (ή δεν κάνουν και πολύ μεγάλο κόπο για να κρύψουν) μέσα τους.
Αυτά ήταν κτίσματα της μεγάλης οικοδομικής άνθησης της δεκαετίας τού '80, που είχε σβήσει όσο απότομα είχε γεννηθεί, συχνά αφήνοντας μισοτελειωμένα συγκροτήματα κατοικιών με υπόγεια πλημμυρισμένα από στάσιμα βροχόνερα που μετατρέπονταν σε σούπα από πράσινη γλίνα και ψόφια βατράχια. Οι οικοδομές του συγκεκριμένου δρόμου ήταν μεν τελειωμένες, αλλά αρχαιολογικά ευρήματα από την εποχή της ακμής τους, το 1987, ήταν ορατά παντού. Ξεθωριασμένα αυτοκόλλητα σε παράθυρα. Μπασκέτες δίπλα στα δρομάκια από χαλίκι των σπιτιών, με τα μεταλλικά ταμπλό τους σημαδεμένα από γκρίζα και γκρίζα κουρελιασμένα δίχτυα που ανέμιζαν με το αεράκι σαν ξεφτισμένα κορδόνια παλιάς σφουγγαρίστρας.
Κάπως έτσι είναι και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Παλιός αστυνομικός επιθεωρητής και νυν ιδιωτικός ντετέκτιβ που συνεργάζεται παρά ταύτα, διακριτικά και ανεπίσημα, με την αστυνομία. Σκληροτράχηλος αλλά κουρασμένος, με μεγάλα μυστικά να τον βαραίνουν, βαρύς ούτως ή άλλως από την εγκατάλειψη του σώματός του, πλαδαρός και με προβλήματα στη μέση του, που τον πεθαίνει από τον πόνο ― αυτό που παλιά λέγαμε «ευνουχισμός του ήρωα» (για να θυμηθούμε τον λευκοπλάστη στη μύτη του Τζακ Νίκολσον στο «Λος Άντζελες εμπιστευτικό»).
Στα δύο πρώτα χρόνια της καριέρας του ως ντετέκτιβ, ο Ραθ είχε ήδη μάθει ότι η έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης ήταν μια αυταπάτη. Οι αστυνομικοί απλώς αντιδρούσαν, δεν μπορούσαν να εμποδίσουν τα εγκλήματα. Η βία είναι συνυφασμένη στο ανθρώπινο DNA. Οι αστυνομικοί ήταν για το ξεκαθάρισμα και, αν όλα πήγαιναν καλά, για τη σύλληψη του δράστη. [...] Ο εγκληματικός βίος ήταν μια νοητική κατάσταση απόλυτη όσο και η πίστη σε μια θρησκεία. Αμεταμέλητη και αυτοδικαιούμενη. Και η πίστη δεν φυλακίζεται.
Για ανθρώπους σαν κι εμάς που αγαπάμε βασανιστικά το καλό αμερικανικό θρίλερ, και που αν συμβεί κάτι το πρώτο που θα σκεφτούμε θα είναι να πάρουμε το... 911, το «Ούτε λέξη» είναι ιδεώδες.
Όπως δεν φυλακίζονται και οι διαρκείς εφιάλτες του Ραθ, οι σκέψεις του για τη βία που ελλοχεύει παντού, για τη βία που διαπερνά τα πάντα και που είναι απλώς αδύνατον να της ξεφύγεις. Άλλωστε, έχει και ο ίδιος μια κόρη δεκαοχτώ ετών. Και τρέμει για την τύχη της:
Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Ένα μοναχικό κορίτσι. Ένα αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο κόβει ταχύτητα. Ανοίγει η πόρτα του συνοδηγού. Το φως της οροφής δεν ανάβει. Το πρόσωπο του οδηγού είναι κακοφωτισμένο, αλλά γελαστό. Φαίνεται καλός. Και νοστιμούλης. «Θέλεις να σε πάω κάπου;», ρωτάει χαμογελώντας. Το κορίτσι σκύβει προς το εσωτερικό. Ο οδηγός χτυπάει με την παλάμη του την άδεια θέση. «Κάνει κρύο. Έλα. Μπες μέσα». Το κορίτσι διστάζει. Γέρνει λίγο το κεφάλι σαν ζωάκι του δάσους που ακούει ένα ξερό κλαδί να σπάζει. Ένα πρωτόγονο ένστικτο μέσα της την προειδοποιεί ότι το να μπει στο αυτοκίνητο ενός αγνώστου είναι κόντρα σε όλους τους κανόνες αυτοπροστασίας που διδάχτηκε από μικρή.
Και φυσικά το κορίτσι θα μπει στο αυτοκίνητο. Συμβαίνει συχνά. Στο βιβλίο, στο Βερμόντ, αλλά και στην πραγματική ζωή, πολλά κορίτσια χάνονται, είτε επειδή έκαναν κάτι κόντρα σε όλους τους κανόνες αυτοπροστασίας, είτε επειδή απλώς ήταν κορίτσια. Είτε, επίσης, επειδή πήγαν κόντρα στην τρέλα κάποιων φανατικών, χριστιανών και άλλων.
Και ειδικά για αυτό το θέμα ο Rickstad έχει να πει πάρα πολλά. Εντυπωσιακά πολλά και εντυπωσιακά σκληρά. Και μπράβο του. Μπορεί εδώ στην Ελλάδα το ζήτημα των εκτρώσεων να μας απασχολεί μόνο από μεμονωμένα περιστατικά (όπως αυτό των αναισθησιολόγων της Σάμου), όμως στην Αμερική είναι μείζον, και ταλαιπωρεί χιλιάδες κόσμο. Και είναι ένα από τα βασικά, από τα κεντρικά θέματα του «Ούτε λέξη».
«Μη νομίσεις ότι είναι τίποτα γραφικές κυρίες. [...] Είναι οργανωμένες, είναι ταραχοποιά στοιχεία. Για μια Καλύτερη Κοινωνία, τάχα. Σκατά. Πιστεύουν ότι το σώμα της γυναίκας είναι Σώμα του Θεού και το παιδί της Παιδί του Θεού. Και, αφού αυτές και η κλίκα τους είναι οι Εκλεκτοί του Θεού, έχουν δικαίωμα να τρομοκρατούν κοριτσόπουλα. Κάλεσαν κι αυτό τον ψυχασθενή συντηρητικό γερουσιαστή υποψήφιο να μιλήσει εδώ. [...] Μιλάμε για αρρώστια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι όλοι άρρωστοι».
Ο ιδιωτικός, πλέον, ντετέκτιβ Ραθ θα περάσει πολλά μέχρι να βρει τη λύση του μυστηρίου, να σώσει και να σωθεί. Η διαδρομή μέχρι εκεί ―οι περιγραφές, η δράση, τα συναισθήματα, η απεικόνιση και η διάδραση των ηρώων, που είναι διακριτοί και ολοζώντανοι, οι παγίδες και το αίμα, η αγωνία και το χτυποκάρδι, το ανατριχιαστικό τέλος με το twist που δεν περιμένει κανείς― θα αποζημιώσει όλους τους αναγνώστες, πέραν πάσης αμφιβολίας. Για ανθρώπους μάλιστα σαν κι εμάς που αγαπάμε βασανιστικά το καλό αμερικανικό θρίλερ, και που αν συμβεί κάτι το πρώτο που θα σκεφτούμε θα είναι να πάρουμε το... 911, το «Ούτε λέξη», στην πολύ καλή μετάφραση της Γωγώς Αρβανίτη, είναι ιδεώδες. Και φυσικά θα έχει και συνέχεια.