Βίκυ Τσελεπίδου: Αλεπού, αλεπού τι ώρα είναι;
Γυναίκες διαφορετικών ηλικιών και περιστάσεων μαθαίνουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει βία με τον πιο οδυνηρό τρόπο
Έρχεται η Ιστορία πολλές φορές να σε γραπώσει από τον λαιμό και να αφήσει πάνω σου τα σημάδια, μεταφερμένα από γενιά σε γενιά, σαν εκείνη την κατάρα που στοίχειωσε το γένος των Ατρειδών.
Να σε κρατήσει σαν μέγγενη ώστε ό,τι και να κάνεις να μην μπορείς να ξεφύγεις από το βάσανο ενός βάρβαρου ξεριζωμού ή μιας αναγκαστικά επιβεβλημένης ταυτότητας: έτσι και οι γυναίκες που διαμορφώνουν τη μικρή και τη μεγάλη ιστορία και γίνονται οι ηρωίδες ενός σπιτιού ή μιας οικογένειας που διαλύεται στα πιο μικρά σπαρακτικά της κομμάτια, αλλά σπάνια έχουν ρόλο πρωταγωνιστικό.
Εδώ όμως οι ρόλοι αντιστρέφονται από κάθε άποψη: Το Αλεπού, αλεπού τι ώρα είναι; της Βίκυς Τσελεπίδου από τις εκδόσεις Νεφέλη είναι ένα θαρραλέο σκαμπίλι στα παραδεδομένα της αφήγησης που όχι μόνο θεμελιώθηκαν, ειδικά στην Ελλάδα, από τον ανδρικό κανόνα αλλά έσπευσαν ταυτόχρονα να προσδώσουν στη γυναίκα τον ρόλο της συμπρωταγωνίστριας ή ακροάτριας.
Πολύ έξυπνα και πολύ ωραία η συγγραφέας παραθέτει στην αφήγηση, εκτός από τους ετερόκλητους τρόπους γραφής, κομμάτια από εφημερίδες, ντοκουμέντα, λαϊκά περιοδικά, όπως το «Ρομάντζο», υποτιθέμενα επιστημονικά κείμενα που απηχούν τις αντιλήψεις της εποχής και μοιάζουν να ειρωνεύονται τη μυθιστορία (ξεπερνώντας κάποια στιγμή κάθε φαντασία).
Γυναίκες διαφορετικών ηλικιών και περιστάσεων οι οποίες μαθαίνουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει βία με διαφορετικό, οδυνηρό τρόπο στον μικρό αλλά και μεγάλο περίγυρο.
Σαν πονηρή αλεπού και ξεχωριστή συγγραφέας, η Τσελεπίδου δεν αρθρώνει φεμινιστικό λόγο παρά αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν και τις κοινωνικές προκαταλήψεις να αποκαλυφθούν μέσα από τη χροιά του αυθεντικού και της πραγματικότητας όπως καταγράφεται μέσα από τις εφημερίδες, δίνοντας μια ειρωνική χροιά στον μεστό λόγο της αφήγησης.
Γι' αυτό ακριβώς και στο τέλος δεν μπορείς με ακρίβεια να διαχωρίσεις ποια είναι η πραγματική κατάληξη που επεφύλασσε η ζωή, η Ιστορία ή η μοίρα για τη γιαγιά Αναστασία, για τα παιδιά της ή για την εγγονή της Λουκία: κάποιες σελίδες μάλιστα, όπως εκείνη ενός σπαρακτικού θανάτου στο εγκαταλελειμμένο σπίτι, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τον Μάρκες.
Γυναίκες διαφορετικών ηλικιών και περιστάσεων οι οποίες μαθαίνουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει βία με διαφορετικό, οδυνηρό τρόπο στον μικρό αλλά και μεγάλο περίγυρο.
Εκεί, στο εσωτερικό των σπιτιών αλλά και στα περιθώρια της κοινότητας, στις πύλες των επαρχιακών πόλεων, ανάμεσα σε Θάσο, Καβάλα και Δράμα, ξετυλίγονται ιστορίες ξεριζωμού και διαγράφονται τα επόμενα δράματα και τα μικρά ή μεγάλα περιστατικά βίας.
Μικρά παιδιά που πεθαίνουν, βιασμοί από Βούλγαρους στρατιώτες, όπως αυτός της κόρης της Αναστασίας, Πελαγίας, σόγια που ποτέ δεν ενώθηκαν πραγματικά με ψυχικούς δεσμούς ενσυναίσθησης γιατί σκλήρυναν κι έγιναν απάνθρωποι.
Για χρόνια, αυτοί οι κάτοικοι θα μοιάζουν με νεκροζώντανα όντα που θα περιμένουν και θα εκλιπαρούν από μέσα τους για αναβιωμένα μαγικά καθαρμού που ποτέ δεν θα έρχεται.
Η μνήμη, άλλωστε, «όπου και να την αγγίξεις πονεί» όπως έγραφε ο Σεφέρης και εδώ η μνήμη κυριολεκτικά ματώνει.
Αρχικά οι εικόνες από τα ωραία πρωινά στην Καππαδοκία, από τις γεύσεις και τα ωραία σουαρέ επιστρέφουν για να χτυπήσουν σαν καρφιά τις μνήμες της γιαγιάς Αναστασίας, η οποία δεν το έβαλε ποτέ κάτω ούσα αυτή η αρχή και το τέλος της οικογένειας. Σκληρή και ακλόνητη πάντα, έκλαιγε ωστόσο για έναν Ιορδάνη, για κάτι ανεκπλήρωτο που έμεινε πίσω σαν ανοιχτή υπόσχεση ομορφιάς.
Γύρω από αυτήν ξεδιπλώνεται το πρώτο μέρος της αφήγησης, καθώς ο θάνατος είναι το μεταίχμιο του παρελθόντος με το μέλλον στο κατώφλι της μετάβασης που πραγματοποιείται όταν οι συγγενείς ενώνονται με αφορμή τον θάνατό της, το πραγματικό και όχι μόνο το συμβολικό τέλος της αρχηγού της οικογένειας που μπορεί να συμβιβάστηκε με έναν γάμο που δεν ήθελε με έναν κοντό, όπως τον αποκαλούσε πάντοτε, άνδρα, αλλά άντεξε για χάρη του Σάββα, της Πελαγίας του Νάκη.
Τότε τα παιδιά και οι οικογένειες λειτουργούσαν σαν ένας αόρατος ενωτικός κρίκος σε αντίθεση με τη μοναξιασμένη εγγονή που υφίσταται τη διαπροσωπική βία και τα αδιέξοδα του υποκειμενοποιημένου χώρου: πόσες, αλήθεια, είναι οι γυναίκες που κακοποιούνται καθημερινά και δεν μιλάνε;
Σε μια εποχή κατά την οποία οι καταγγελίες ακούγονται κυρίως από τα αστραφτερά σαλόνια του Χόλιγουντ, το βιβλίο της βραβευμένης από την Ακαδημία Τσελεπίδου έρχεται να μας θυμίσει τι σημαίνει ανοιχτή πληγή από διαφορετικές γενιές γυναικών και, το σημαντικότερο, περίτεχνη και πολυεπίπεδη αφήγηση που παραμένει ολοζώντανη μέχρι το τέλος.