Τζέφρυ Πάρκερ & Μπρέντα Πάρκερ: Οι Πέρσες: Από την Περσέπολη στην Τεχεράνη
Όμορφο βιβλίο. Και αυτό όχι μόνο γιατί προσπαθεί να ξεπεράσει τις προκαταλήψεις που μπορεί να έχουμε για το σύγχρονο Ιράν από τις ερμηνείες για τον ισλαμικό φανατισμό, τις εθνικιστικές ενατενίσεις και ενίοτε τον απομονωτισμό.
Η εύληπτη κειμενική γλώσσα που διαρθρώνεται μέσα από ανάλαφρα δοσμένα κεφάλαια με τίτλους όπως «Κύρος με χρυσό χαβιάρι», ώστε το βιβλίο να διαβαστεί από όλο τον κόσμο και όχι μόνο από τους ειδικούς, καθιστά τους Πέρσες των Τζέφρυ και Μπρέντα Πάρκερ (που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης σε ωραία μετάφραση του Παναγιώτη Σουλτάνη) μια σπάνια και πολύτιμη προσφορά.
Οι συγγραφείς, Βρετανοί καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, δεν αρνούνται, στο πλαίσιο και των μετα-αποικιοκρατικών προσεγγίσεων που διατρέχουν τις σύγχρονες ανθρωπιστικές σπουδές, ότι οι μέχρι τώρα ιστορικές αναλύσεις προσπερνούσαν τις πολλαπλές διαστάσεις ενός σπουδαίου πολιτισμού, όπως ο περσικός.
Γι' αυτό και φροντίζουν, εκτός από το να καταγράψουν την ιστορία του Ιράν, να φωτίσουν την επιρροή του περσικού πολιτισμού στη Δύση, από τα εξαιρετικά ποιητικά μνημεία Σεχραζάτ, Σοχράμπ και Ρουστούμ έως την ανατολική τεχνοτροπία που ενέπνευσε το κίνημα arts & crafts του Γουίλιαμ Μόρις.
Το βιβλίο θυμίζει ότι πρώτοι οι Πέρσες έκαναν γνωστή σε όλο τον κόσμο την ύπαρξη του επίγειου παραδείσου κυρίως μέσω με των επιβλητικών κήπων, με αποκορύφωμα τους Κήπους της Βαβυλώνας, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.
Τα περίφημα περσικά χαλιά δεν ήταν απλώς χρηστικά εργαλεία αλλά σπάνια παραδείγματα μιας υπέροχης τεχνοτροπίας, βλέπε τον χαρακτηριστικό τάπητα αρνταμπίλ, ένα από τα πιο φημισμένα τέχνεργα από την εποχή των Σαφαβιδών.
Επιπλέον, οι Τζέφρυ και Μπρέντα Πάρκερ επιμένουν ότι ο Μακιαβέλι είχε στο μυαλό του τον Κύρο όταν έγραφε τον Ηγεμόνα, όπως αντίστοιχα συνέβαινε με άλλους περίοπτους συγγραφείς της Αναγέννησης.
Και φυσικά σπεύδουν να υπερτονίσουν τον σπάνιο μυθολογικό πλούτο του περσικού πολιτισμού, με αποκορύφωμα το Σαχναμέ, το σπουδαιότερο έπος τους, ανάλογο με τη δική μας Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Εκτός, όμως, από την επική ενατένιση του κόσμου, είναι γνωστή η άμεση σύνδεση ελληνικού και περσικού πολιτισμού σε κάθε επίπεδο.
Μνημειώδεις είναι οι πολεμικές συγκρούσεις των ελληνικών πόλεων με τους Πέρσες ηγεμόνες, αν και, όπως τονίζει το βιβλίο, ανέκαθεν υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, όπως καταδεικνύουν τα αρχαιοελληνικά κείμενα, από τον Ηρόδοτο έως τη γνωστή τραγωδία του Αισχύλου Πέρσες.
Η ήττα των Ελλήνων στη μάχη των Θερμοπυλών ήταν τραυματική και ενδεχομένως να έδωσε το βασικό έναυσμα στον Μέγα Αλέξανδρο, πέρα από την ανάγκη επεκτατισμού, για να καταφέρει συντριπτική νίκη κατά των Περσών στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων, κοντά στην αρχαία ασσυριακή πρωτεύουσα Νινευί το 331 π.Χ.
«Η ελληνική φάλαγγα, τελειοποιημένη από τους Μακεδόνες, συνέβαλε αποφασιστικά στην υπεράσπιση των μακεδονικών δυνάμεων απέναντι στην αριθμητικά τεράστια δύναμη που είχαν παρατάξει οι Πέρσες» γράφουν χαρακτηριστικά οι συγγραφείς.
Ωστόσο, για εντελώς αψυχολόγητους λόγους, ο Αλέξανδρος διέταξε, αμέσως μετά τους εορτασμούς, να καταστραφεί η Περσέπολη, στην οποία θα αναβίωναν με συμβολικό τρόπο, αιώνες αργότερα, οι επίσημοι εορτασμοί για τα 2.500 χρόνια από τον σάχη.
Ίσως αυτή η καταστροφική κίνηση του νέου θριαμβευτή Αλέξανδρου να σήμαινε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο το τέλος του κράτους των Αχαιμενιδών και την προσπάθεια αναβίωσης του ελληνισμού.
Είναι γνωστό, όμως, ότι μετά τον πρόωρο θάνατό του δεν βρέθηκε ο ηγέτης που θα μπορούσε να τον διαδεχθεί κι έτσι οι ελληνιστικές πόλεις που ίδρυσε ο στρατηλάτης δέχτηκαν εισβολή από την Κεντρική Ασία, από τους Τούρκους, του Πάρθους και τους Μογγόλους και αποδεκατίστηκαν.
Παρ' όλα αυτά: «Η περσική επίδραση αποτέλεσε τον καταλύτη μιας μεγάλης αλλαγής: ο τόπος όπου πρώτα κυριαρχούσαν οι νομάδες κτηνοτρόφοι ‒οι "βάρβαροι", όπως θα τους αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες‒ έγινε η κοιτίδα ενός από τους λίγους μεγάλους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στην καρδιά της ίδιας της Ασίας».
Επί Δαρείου αξιοποιήθηκε ένα πλήρες οργανωτικό σύστημα διακυβέρνησης με τις λεγόμενες σατραπείες, ενώ οι πόλεις άνθησαν εμπορικά και πολιτισμικά, καθώς πολλές βρίσκονταν πάνω στον περίφημο Δρόμο του Μεταξιού.
Το βιβλίο θυμίζει επίσης ότι πρώτοι οι Πέρσες έκαναν γνωστή σε όλο τον κόσμο την ύπαρξη του επίγειου παραδείσου κυρίως μέσω με των επιβλητικών κήπων, με αποκορύφωμα τους Κήπους της Βαβυλώνας, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.
Ο πλούτος της Μεσοποταμίας είχε εν πολλοίς να κάνει με την αξιοθαύμαστη εκ μέρους των Περσών ανάπτυξη των τεχνικών της άρδευσης που εφαρμόστηκε, για πρώτη φορά, σε ερημικές περιοχές του υψιπέδου, μεταφέροντας νερό από πολύ μακρινές αποστάσεις (η περσική επινόηση αφορούσε στις υδρομαστευτικές στοές, γνωστές ως Κανάτ, που αναπτύχθηκαν και τελειοποιήθηκαν από τον 10ο έως τον 8ο αιώνα).
Γνωστή είναι και η επίδραση των περσικών ποιητικών κειμένων αλλά και των θρησκευτικών αντιλήψεων που έκαναν τους ανθρώπους της Δύσης και τον Νίτσε να γράψουν το Τάδε έφη Ζαρατούστρα, ξεδιπλώνοντας την καταλυτική επίδραση που άσκησε ο ζωροαστρισμός, η θρησκεία των αρχαίων Περσών, στο σύνολο της σύγχρονης σκέψης.
Θεός του ζωροαστρικού σύμπαντος, το οποίο μοιράζεται στο καλό πνεύμα (Σπέντα Μαϊνιού) και στο κακό (Άνγκρα Μαϊνιού) είναι ο Ωρομάσδης, ο οποίος υποτίθεται πως έδινε την εντολή στον Βασιλέα των Βασιλέων, Σαχανσάχ, και στους Αχαιμενίδες.
Ακόμα και σήμερα, αν αναλύσει κανείς βιβλία επιστημονικής φαντασίας, μέχρι και το Star Wars, θα δει αναφορές στις παλιές ζωροαστρικές θεωρίες.
Βέβαια, για τους συγγραφείς ενός βιβλίου που φέρει τον τίτλο Οι Πέρσες αυτές είναι ενδεικτικές της άμεσης σύνδεσης που είχαν με τις αμέτρητες δυναστείες οι οποίες κυριάρχησαν στην περιοχή, έως τη σύγχρονη δυναστεία των Κατζάρ, καθώς οι αυτοκράτορες ήταν εντολοδόχοι του απόλυτου θεού του Ήλιου.
Ωστόσο σημείο ιστορικής αναφοράς ήταν για τους Πέρσες η επέλαση των Αράβων, η οποία, όπως εξηγούν, δεν είναι τόσο μονοδιάστατη όσο ακούγεται.
Η υπερφορολόγηση και η ταξική ανισότητα που είχαν επιβάλει οι δυναστείες έκαναν πιο εύκολη την κατίσχυση του Ισλάμ, το οποίο ενδυναμώθηκε μέσω του σιισμού, της άποψης δηλαδή ότι ο χαλίφης θα έπρεπε να έχει γενεαλογική συγγένεια με τον Μωάμεθ.
Αυτό έδινε τη δυνατότητα στη νέα θρησκεία, λόγω της γενεαλογικής της σύνθεσης, να ενισχύσει ‒ή μήπως να αναπυρώσει;‒ τον εθνικισμό με διάφορους τρόπους, π.χ. με τους ισμαηλίτες (οι οποίοι άσκησαν έντονη επίδραση στη βόρεια Περσία).
Οι συγγραφείς επιμένουν ότι οι νέοι αυτοί ισλαμιστές δεν ήταν τόσο αιμοβόροι όσο θέλουν να τους παρουσιάζουν, καθώς «επιχείρησαν να συμφιλιώσουν τον ελληνιστικό γνωστικισμό με το Ισλάμ και επηρέασαν βαθιά τη μεταγενέστερη εξέλιξη της ισλαμικής σκέψης».
Ωστόσο δεν κατάφεραν να στηρίξουν το βάρος της αυτοκρατορίας ούτε να αναχαιτίσουν τις επιδρομές των βαρβάρων, όπως αυτές των Μογγόλων, με αποτέλεσμα μετά τον 16ο αιώνα η Περσία να κινηθεί «σε μια κατεύθυνση παραπλήσια εκείνης των χωρών της Ευρώπης.
Εκεί, με τον κατακερματισμό του χριστιανικού κόσμου και τον σχηματισμό εθνικών κρατών, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, βρισκόταν υπό διαμόρφωση μια μετα-αυτοκρατορική κατάσταση.
Όσα περσικά στοιχεία είχαν επιβιώσει χρησιμοποιούνταν έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια διαφορετική και πιο νεωτερική πολιτική οντότητα που τους επόμενους αιώνες απηχούσε περισσότερο τις γεωπολιτικές δομές της Ευρώπης παρά της Μέσης Ανατολής.
Παρ' όλα αυτά, τον 20ό αιώνα η μνήμη του ένδοξου παρελθόντος αποδείχτηκε πιο ισχυρή απ' ό,τι η επιθυμία συγκρότησης ενός σύγχρονου κράτους και πάνω σε τούτη τη βάση έγινε μια ύστατη απόπειρα ανασύστασης της αρχαίας αυτοκρατορίας.
Σε κάθε περίπτωση, η Περσία δεν έπαψε ποτέ να έχει βαρύνουσα σημασία στον ασιατικό χώρο, επηρεάζοντας καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο μεγάλα τμήματα της ηπείρου εξελίχθηκαν κατά τους νεότερους χρόνους».
Η ανάγκη επανεφεύρεσης του ένδοξου αρχαίου παρελθόντος έφτασε στην αποκορύφωσή της με τις υπερβολές των εορτασμών που οργάνωσε ο σάχης το 1971 για τα 2.500 χρόνια από την ίδρυση της Περσικής Αυτοκρατορίας από τον Κύρο (και όχι τον Δαρείο).
Το Κόμμα της Εθνικής Αναγέννησης που είχε ιδρυθεί μόλις έναν χρόνο πριν είχε σχεδόν αποκλειστικό σκοπό την αποκατάσταση του μεγαλείου του Ιράν σε ολόκληρο τον κόσμο και αυτό φάνηκε πολύ με τους εορτασμούς, που περιλάμβαναν όχι μόνο το κάλεσμα των ηγετών αλλά και την κατασκευή του Πύργου Σαχγιάντ που δεσπόζει ακόμα στην Τεχεράνη.
Όλα αυτά, όμως, αντί να τονώσουν το πεσμένο ηθικό του περσικού κόσμου απλώς πυροδότησαν την απαρχή της λεγόμενης ιρανικής επανάστασης, με τη γνωστή κατάληξη.
Ωστόσο οι συγγραφείς θυμίζουν πως στις απαρχές της η λεγόμενη ισλαμική δημοκρατία είχε συμπεριλάβει ένα πιο μετριοπαθές κομμάτι των Μουτζαχεντίν, οι οποίοι είχαν συγκρουστεί σοβαρά με τον Χομεϊνί (είναι γνωστές, άλλωστε, οι διαδηλώσεις που έγιναν σε όλα τα μέρη της Δύσης υπέρ της επανάστασης).
Η κατάληξη, όμως, του αρχικά υποτιθέμενου ριζοσπαστικού κινήματος ήταν και πάλι η αναχρονιστική επιβολή ενός θεοκρατικού καθεστώτος με τις γνωστές προεκτάσεις, όπως οι απηνείς διωγμοί και η θέση των γυναικών ως υποτελών.
Το κακό είναι, όπως επισημαίνεται στο βιβλίο, ότι «δεν σαρώθηκε το παρελθόν αλλά το ένα παρελθόν αντικαταστάθηκε από ένα άλλο.
Ενώ οι Παχλαβί, για να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους, επικαλούνταν το παρελθόν των Αχαιμενιδών, το νέο καθεστώς βασιζόταν στο ισλαμικό.
Όπως ο σάχης είχε αναζητήσει έμπνευση επιστρέφοντας στον Κύρο, έτσι και ο Χομεϊνί αναζήτησε και εκείνος έμπνευση επιστρέφοντας στον Προφήτη Μωάμεθ».
Όπως και να 'χει, και παρά τις αδιέξοδες πολιτικές που έχουν επιβληθεί στην Περσία, ο ιρανικός πολιτισμός είναι αξιοθαύμαστος και από αυτόν έχουμε διδαχτεί και εξακολουθούμε να διδασκόμαστε.