Δήμητρα Κολλιάκου: Αλφαβητάρι Εντόμων
Η αναγνωρισμένη Ελληνίδα συγγραφέας επιστρέφει μ' ένα βιβλίο που μοιάζει με ιδανικό λαβύρινθο
Όλα ξεκινούν από το εξώφυλλο του Πάρι Μέξη, το οποίο προμηνύει, με τον δικό του τρόπο, όσα εκπληκτικά θα ακολουθήσουν: άνθρωποι δυσδιάκριτοι με την πρώτη ματιά, οι οποίοι από μακριά δίνουν την αίσθηση εντόμου, συνευρίσκονται στο ίδιο πλάνο, χωρίς συγκεκριμένη διάταξη, φανερώνοντας την έμφυτη διάθεση για δημιουργία μιας κοινωνίας.
Μέσα από αυτή την αραίωση ή τη συμπύκνωση δείχνουν να ξεκλειδώνουν το μαγικό «Αλφαβητάρι Εντόμων» της Δήμητρας Κολλιάκου, ένα μοναδικά αταξινόμητο λογοτέχνημα ‒συλλογή διηγημάτων(;)‒ για τη συναρμογή των διαφορετικών τρόπων ζωής ανάμεσα σε έντομα, άτομα και λέξεις που διασταυρώνονται στο μεταίχμιο, σε αυτό το όριο που χωρίζει την αγάπη από τον φθόνο και τη ζωή από τον θάνατο.
Ερμηνεία και σχεδιασμός της δράσης είναι τοποθετημένα με μια σχολαστικότητα που δεν αντιβαίνει ούτε αντικρούει την ιδιαίτερα έντονη τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει η συγγραφέας τις δυνατές κινήσεις της ποιητικής μεταφοράς.
Ομολογώ πως, δυστυχώς, δεν έχω διαβάσει τα πέντε προηγούμενα βιβλία της αναγνωρισμένης συγγραφέως, αλλά ίσως έπρεπε να περιπλανηθώ σε αυτά τα σπαράγματα, όπως ενδεχομένως θα ήθελε να αποκαλούνται η ίδια οι ιστορίες της, τα οποία, μεταμφιεσμένα σε αλφαβητάρι, σαν ιδανικά ίχνη γραμμάτων που οιστρηλατούν έναν ολόκληρο κόσμο, αποκαλύπτουν ένα βιβλίο που φαντάζει ιδανικός λαβύρινθος, όπου η μία αναφορά οδηγεί στην άλλη και όλες μαζί στο όλον.
Καταρχάς, το αλφάβητο είναι ακροφωνικό (λι - λιβελούλα, μυ - μυρμήγκι), με το ένα γράμμα να συνδέεται με το άλλο και άπαντα τα σημεία με έναν τρόπο που φέρνει πολύ στον νου τον Μπόρχες, αποκαλύπτοντας έναν ατελείωτο κόσμο από συναρμογές και αποκωδικοποιήσεις.
Ερμηνεία και σχεδιασμός της δράσης είναι τοποθετημένα με μια σχολαστικότητα που δεν αντιβαίνει ούτε αντικρούει την ιδιαίτερα έντονη τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει η συγγραφέας τις δυνατές κινήσεις της ποιητικής μεταφοράς.
Είναι ο πραγματικά πολύ όμορφος τρόπος που σκύβει η Κολλιάκου τόσο στο «Άσμα Ασμάτων», το οποίο υπάρχει στο κέντρο των δύο πιο ωραίων ιστοριών της, όσο και στο αμφίσημο νόημα ενός ποιήματος της Σαπφούς.
Ο αφιερωμένος στη Λέσβια ποιήτρια «Τέτιγξ» εν προκειμένω δείχνει να βρίσκεται πολύ κοντά στην εβραϊκή ιστορία για το «Ωρολόγιο του θανάτου»: συνομιλούν μεταξύ τους μέσα από κοινούς μύθους, λέξεις και κοινή μεταφυσική (όπως η ερμηνεία της λέξης «νεβρίοισι» ή του ταξιδευτή των τζιτζικιών «Τίθωνα»), ίδιους συμβολισμούς στα χρώματα, όπως το μοβ και ανάλογες αναφορές στους ανθρώπους που παραμένουν πάντοτε απρόβλεπτοι και στο γήρας που χτυπάει πάντα ανελέητα τα σώματα τις ψυχές.
Η αντιστροφή του μύθου, η διαρκής δύναμη της μεταμόρφωσης, είναι ακριβώς η ανεξάντλητη πηγή απ' όπου παίρνει διαρκώς το υλικό της η/ο λογοτέχνης ‒ σε πολλά σημεία η Κολλιάκου φαίνεται να κλείνει με συνωμοτικό τρόπο το μάτι στον Κάφκα.
Και όσο κι αν η μύγα («Ζβουβ», εβραϊκή λέξη που συνδέεται ετυμολογικά με το β' συνθετικό του «Βεελ-ζεβούλ» για τον βασιλιά των μυγών), που παραπέμπει στη δολοφονία έναν μετανάστη από την Γκάμπια, αποκαλύπτει πώς ακριβώς κατασκευάζονται ο φόβος, η βία, οι ψεύτικες αφηγηματικές κατασκευές, άλλο τόσο βαριά και έντονη απλώνεται η σκιά της τρομοκρατίας σε αρκετές από τις ιστορίες.
Συγκινητικό το διήγημα που αντιστοιχεί στο Μ (Μυρμήγκι) για τη σχέση μιας χαρισματικής μαθήτριας που βρίσκεται σύντομα περιθωριοποιημένη και ενός δασκάλου σε ένα σχολείο στη σύγχρονη Γαλλία, όπου η εφηβική αθωότητα τεμαχίζεται κάτω από τη σκιά της τρομοκρατίας και της απομάγευσης σαν το πιο ανυπεράσπιστο έντομο.
Προφανώς, οι πειστικές περιγραφές με τις οποίες αναδεικνύονται διάφορα περιστατικά στην τάξη αναφέρονται στις προσωπικές εμπειρίες της συγγραφέως από την εποχή που ήταν δασκάλα στο περίφημο λύκειο Janson-de-Sailly ή, αντίστοιχα, οι πολλές εβραϊκές λεπτομέρειες άλλων ιστοριών να οφείλονται στην εποχή που άφησε το πανεπιστήμιο για να ακολουθήσει τον Βρετανοϊσραηλινό σύζυγό της στη Γαλλία.
«Πάντα ο λόγος που επιλέγουμε κάτι στο βάθος είναι βιωματικός» γράφει σε κάποια στιγμή στο βιβλίο και πάντα αρκεί ένα τόσο διεισδυτικό βλέμμα, όπως αυτό της Κολλιάκου, για να διακρίνει κανείς τους διαφορετικούς χρωματισμούς, τους ιριδισμούς στην πλάτη μιας πεταλούδας, για να έρθουν κοντά οι διαφορετικοί πολιτισμοί που ενώνουν την Ευρώπη, καθώς ο εμφανής κοσμοπολιτισμός της συγγραφέως μοιάζει με το ρυάκι που διατρέχει τις ιστορίες, όπου τα εβραϊκά παραμύθια συναντάνε τον λυρισμό της Σαπφούς, ο Γέιτς τα Κατά Ματθαίον, η ποίηση πνέει σαν άνεμος και «ο κόσμος συντηρεί την επικράτεια του σαλταδόρου, κι ας μεταβάλλει τις συντεταγμένες με τη φουσκονεριά και τη φυρονεριά» σε αυτόν τον ατελείωτο κύκλο της ζωής.