Άλις Όσβαλντ: Μνημείο Πεσόντων
Με άξονα τους αμνημόνευτους και ατραγούδιστους νεκρούς του ιλιαδικού έπους, η Όσβαλντ ανασυστήνει ολόκληρο τον ομηρικό κόσμο
Βαδίζοντας στα χνάρια του ιλιαδικού κόσμου, νιώθοντας τη σκόνη και τη μεταλλική γεύση του αίματος, η Βρετανίδα Άλις Όσβαλντ στήνει ένα αριστουργηματικό ποιητικό μνημείο με άξονα τους αμνημόνευτους και ατραγούδιστους νεκρούς του έπους, το οποίο με ευστοχία αποκαλεί Μνημείο Πεσόντων.
Κυρίως, όμως, ανασυστήνει με τα ίδια ακριβώς εργαλεία ολόκληρο τον ομηρικό κόσμο, φτάνοντας μέχρι την απλή λεπτομέρεια της αίσθησης του θανάτου που είναι κυρίαρχη σε κάθε απτή παρομοίωση, σε κάθε κίνηση της φύσης, «όπως ένα μουρμούρισμα του ανέμου/ ξεκινά ένα ψιθύρισμα κυμάτων/ μια μακριά νότα δυναμώνει/ Το νερό αναπνέει στεναγμό βαθύ/ Σαν κυματισμό της γης/ Όταν ο δυτικός άνεμος περνάει μέσα από χωράφι/ Λαχταρώντας ψάχνοντας/ χωρίς να βρίσκει τίποτα/ Οι μίσχοι των καλαμποκιών τινάζουν τα πράσινα κεφάλια τους».
Κάθε φύλλο που φυσάει, κάθε δόρυ που ακούγεται βροντερό, κάθε λάμψη ή υποψία σάρκας μοιάζει να προμηνύει το κακό που έρχεται και ουσιαστικά μνημονεύεται εν ονόματι όλων εκείνων των σημείων που έφτιαξαν τα προφορικά έπη
Κάθε φύλλο που φυσάει, κάθε δόρυ που ακούγεται βροντερό, κάθε λάμψη ή υποψία σάρκας μοιάζει να προμηνύει το κακό που έρχεται και ουσιαστικά μνημονεύεται εν ονόματι όλων εκείνων των σημείων που έφτιαξαν τα προφορικά έπη. Δεν πρόκειται για άλλο ένα λυρικό σχόλιο πάνω στο ομηρικό έργο αλλά για ένα εξαίσιο μνημείο της προφορικής παράδοσης που φροντίζει να μας υπενθυμίζει, σε κάθε στίχο και σε κάθε επανάληψη, την καταγωγή της ποίησης ως μελέτης θανάτου.
Η οξφορδιανή Όσβαλντ κρατάει με αξιοθαύμαστη οικονομία τη δωρικότητα του ύφους, εντοπίζει την ισορροπία των μεταφορών, νιώθει το συμβολικό βάρος των παρομοιώσεων και εγκολπώνεται την πιο μικρή λεπτομέρεια της φύσης για να ανασυστήσει το βάρος του θρήνου, καταθέτοντας τη δική της συμβολή σε αυτό που αποκαλείται ποίημα, προφορική παράδοση, μοιρολόι. Σε αυτό είναι τυχερή γιατί συναντά μια μεταφράστρια που, ως ποιήτρια η ίδια, αφουγκράζεται τις ανάσες της και αποδίδει στα ελληνικά με τρόπο ακριβή τον απεικονιστικό της λόγο.
Όπως σημειώνει με εξαιρετική ακρίβεια η Μυρσίνη Γκανά στον πρόλογό της: «Ο λυρισμός των παρομοιώσεων, που άλλες φορές γλυκαίνει το τραγούδι του θανάτου και άλλες το δυναμώνει και το ενισχύει, φέρνει τη μοίρα του ανθρώπου σε αντιπαραβολή με αυτή όλων των άλλων φυσικών πλασμάτων, του ελαφιού, του λύκου, του λουλουδιού, των βράχων και των φύλλων, που ανανεώνονται, χάνονται και εμφανίζονται ξανά, όπως αυτοί οι στρατιώτες, εμείς, οι επόμενοι, που περνάμε σαν κομήτες και φωτίζουμε για μια στιγμή κάποιον ουρανό, για να αντικατασταθούμε στη συνέχεια από άλλους, μπορούμε όμως να ελπίζουμε ότι κάποιοι, χιλιάδες χρόνια αργότερα ίσως να διαβάσουν το όνομά μας και να μας θυμηθούν».