Πόρος, Δεκέμβρης.
Ξύπνησε στις 12. «Πρέπει να κάνω κρέπες». Ξερόβηξε, έτριψε τα μάτια του. Πήγε στην κουζίνα, πλύθηκε στο νεροχύτη και μαγείρεψε. «Α, ρε Μπούφο, με σένα έμεινα, σου μιλάω κιόλας»· ο γάτος τριβόταν στα πόδια του, «μη μου πεις ότι θες και κρέπες», μουρμούρισε. Θυμήθηκε την Άννα που θα έφτανε με το πρωινό πλοίο. Βρίζοντας τον παλιόκαιρο μέσα απ' τα δόντια του – το πήγαινε για βροχή, έκανε και κρύο, την πήρε τηλέφωνο. «Βολτάρω! Τα λέμε μετά;», του πέταξε· φόρεσε το μπουφάν και το τραγιασκάκι του και κατέβηκε με το μηχανάκι στο νησί. «Φίλε, πιάσαμε Δεκέμβρη», μονολόγησε.
Ήρθε κι εκείνη μετά από μία ώρα για καφέ. Του 'χε λείψει, είχε να τη δει μήνες. Του 'χε φέρει τσίπουρο, λέει, θα το έπιναν; Σκεπτόμενος ό,τι είχε πιει τις δύο τελευταίες εβδομάδες, του φάνηκε η φυσική εξέλιξη στο δρόμο προς τον αλκοολισμό.
Έβρεχε όταν βγήκαν έξω, αλλά μιας και είδε την Άννα μες στο κέφι, να μη σκοτίζεται για τη βροχή, τον έπιασαν τα γέλια κι αυτόν. Ποτέ της δεν κατάφερε να ανέβει στο μηχανάκι. «Μου είσαι και σαν χίπισσα με αυτές τις παντελόνες! Κράτα με γερά!». Φοβήθηκε πως θα τους έπιανε καμιά πνευμονία τόση ώρα μες στη βροχή, αλλά μόλις την είδε να χαϊδεύει τον Μπούφο με το που μπήκαν στο σπίτι, χαλάρωσε, πάει να πει πως δεν την ένοιαζαν αυτά.
Στο σπίτι, η Άννα ήθελε να βγάλει την μπλούζα της για να στεγνώσει, μα δίσταζε. Μιλούσαν και έπιναν, ώσπου ήρθε ο Φίλιππος δίπλα της και πήγε να την αγκαλιάσει, τελικά τη φίλησε, και βρέθηκε να της ψιθυρίζει «βγάλε την μπλούζα σου» κι αυτή να καίγεται όπου την άγγιζε και παράλληλα να σκέφτεται πως δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλει καμία μπλούζα. Γύρευε που καταλήγει κανείς με μια βγαλμένη μπλούζα.
Ήρθε η ώρα να φύγει. Ο Φίλιππος ήθελε να μείνει, της το 'πε, εκείνη ήθελε να μείνει και του το 'κρυψε. Την κατέβασε στο λιμάνι να προλάβει το βαρκάκι για απέναντι και σκεφτόταν πόσες φορές του είπε όχι τα δύο αυτά χρόνια. Γιατί, διάολε, τού είπε όχι πάλι; Δεν ήξερε πως κάθε χειμώνα, με το που έπιαναν τα κρύα, την έπιαναν οι φοβίες της· φοβόταν πως θα τη βρει λίγη, φοβόταν να του πει ότι τον θέλει.
Ο Φίλιππος, στο λιμάνι, να βρίζει την τύχη του που τον άφησε με μια κοπέλα που τη σκέφτεται όταν τη βλέπει μόνο (τον υπόλοιπο καιρό έχει άλλα στο νου του) και που του λέει πάντα όχι. «Μία της προκοπής βρήκα και δεν ξέρει τι θέλει», να μουρμουρίζει και οι κεραυνοί να πέφτουν, ποτάμια οι δρόμοι του νησιού. Και η Άννα, στο βαρκάκι, να μη φοβάται − θυμόταν το χέρι του στο γόνατό της· στο μηχανάκι, του ανέβασε την κουκούλα του μπουφάν του να μην κρυώσει κι αυτός την άγγιξε, της είπε «Θα τα πούμε πάλι, βρε».
Τον ίδιο χειμώνα αυτή έφυγε μακριά κι αυτός έμεινε για πάντα στο νησί. Τον επόμενο χειμώνα, ακόμη είναι ο Φίλιππος στο νησί, ακόμη η Άννα μακριά, ακόμη ο Μπούφος ονειρεύεται εκείνες τις κρέπες.
σχόλια