TO AΡΘΡΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΙΣ 22/09/2013
Μια επίσκεψη στο διαμέρισμα του Στέλιου, του γιου του Μάρκου Βαμβακάρη, είναι αρκετή για να σε πείσει πως αυτός ο άνθρωπος δεν αποφάσισε όλως τυχαίως να μπλέξει πρώτος στην Ελλάδα τα blues με τα ρεμπέτικα: στον τοίχο του θα δεις παλιά ασπρόμαυρα πορτραίτα του Μάρκου, διακοσμημένα με συριανά κομπολόγια και καθολικά κομποσκοίνια. Παραδίπλα, μία φωτογραφία του ίδιου του Στέλιου με έναν μαύρο δίπλα του με καουμπόικο καπέλο. Ο εν λόγω μαύρος δεν είναι ”όποιος κι όποιος”, αλλά ο Taj Mahal, ο θρύλος των blues, που λίγα χρόνια πριν μοιράστηκε με τον υιό Βαμβακάρη το stage του Barbican Festival στην Αγγλία! Σε μία βιτρίνα θα δεις ακόμη μπουζούκια και μπαγλαμάδες, τα όργανα που πέρασαν απ’ τα χέρια του πατέρα του, όταν αυτός περνούσε δύσκολα κι ακόμη δεν είχε αναγορευθεί σε ”κολόνα της Ακρόπολης”. Από το πάτωμα, επίσης, ντάνες με CD ξεκινούν και φτάνουν ως το ταβάνι: παλιά blues του Σικάγο, όλοι οι πρωτεργάτες της jazz, η περίφημη σειρά ”The White Boy Blues” από το swinging London, καθώς και άγνωστοι εκπρόσωποι της βρετανικής και αμερικανικής ψυχεδέλειας.
Στον Στέλιο αρέσει πολύ ο Ry Cooder και ειδικά το σάουντρακ του για το θρυλικό ”Paris – Texas” του Wim Wenders. Είναι ο μοναδικός Έλληνας συνθέτης, άλλωστε, που πέτυχε να μεταφέρει ένα α λα Ry Cooder κλίμα στη δική του εργασία για τον κινηματογράφο. Αναφέρομαι στο σάουντρακ της ταινίας ”Μια μέρα τη νύχτα” του Γιώργου Πανουσόπουλου. Επρόκειτο για μία από τις πρώτες ελληνικές ταινίες που είχαν συζητηθεί για το ψηφιακό format τους, γυρισμένη από έναν βετεράνο κινηματογραφιστή. Το cd με το σάουντρακ του Στέλιου Βαμβακάρη είχε κυκλοφορήσει από μία ανεξάρτητη δισκογραφική και ξεχώρισε αμέσως για τον ήχο του, ένα κράμα folk, country, blues και ρεμπέτικου, ιδανικό για ”road – movie” καταστάσεις, παρ’ όλο που η ταινία του Πανουσόπουλου δεν ήταν ακριβώς road – movie.
Η μουσική μάλιστα της ταινίας ήταν υποψήφια για το βραβείο στην κατηγορία της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2001 (τελικά μ’ αυτό τιμήθηκε ο Γιώργος Παπαδάκης για τη μουσική του στο ”Μόνο της ζωής του ταξείδιον” του Λάκη Παπαστάθη). Ολόκληρη η ”φιλοσοφία” της μουσικής του Στέλιου Βαμβακάρη συνοψίζεται στο οκτάλεπτο ”Blues του Στέλιου” μεσ’ απ’ αυτό το σάουντρακ. Μία πραγματική μετεξέλιξη της πρωταρχικής συνεύρεσης του με τον Louisiana Red, όπου εκεί απλά συνομίλησε το μπουζούκι με τη slide κιθάρα. Αυτή τη φορά, όμως, πέτυχε τη δημιουργία μιας νοητής…αερογέφυρας μεταξύ Μισισίπι και Κηφισού! Κι ας προτιμάει ο υιός Βαμβακάρης τον όρο ”καραντουζένια” για τη μουσική που φτιάχνει, απ’ αυτόν του ”blues”.
”Καραντουζένια”, όπως μου εξήγησε, ήταν οι δρόμοι του μπουζουκιού που λάνσαρε ο Μάρκος από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 1930 – δρόμοι που είχαν μεγάλη σχέση μ’ αυτούς της κιθάρας των μαύρων bluesmen της ίδιας ακριβώς περιόδου. Κι ας μην είχε γνώση περί blues ο Μάρκος, άρτι αφιχθείς από τη Σύρο στον Πειραιά και όντας μέλος της περιβόητης Πειραϊκής Τετράδας. Το αντίθετο, μια εικόνα που θα μείνει χαραγμένη στον Στέλιο είναι η ακόλουθη: στα τέλη της δεκαετίας του 1950, προτού ο Μάρκος διαγράψει τη δεύτερη καριέρα του και τραγουδηθεί από τον Μπιθικώτση, έπαιρνε τον μικρό Στέλιο και γύριζαν στα μαγαζιά και τις ταβέρνες για κάνα μεροκάματο. Ήταν τότε που είχαν σκάσει μύτη τα πρώτα juke-box και οι θαμώνες προτιμούσαν τις ”πλάκες” με τα τραγούδια του Presley παρά το παρωχημένο πλέον και σαφώς λούμπεν ρεμπέτικο.
Ένα βράδυ που ο πατέρας με το γιο επέστρεφαν σπίτι άπραγοι, ένα παράπονο έπιασε τον υπερευαίσθητο Μάρκο κι άρχισε να σιγοψιθυρίζει μια μελωδία και κάτι στίχους εν είδει μονολόγου: ”Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου”… Μόλις είχε γεννηθεί το ”Απελπίστηκα”, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη με σαφώς blues στίχους, αν υποτεθεί πως η λέξη ”blues” από μόνη της εμπεριέχει το παράπονο και τη μελαγχολία. Κάτι παρεμφερές συνέβη και με τη δημιουργία του ”Blues του Στέλιου”, έστω στο πλαίσιο κινηματογραφικής ταινίας.
Ήταν η απάντηση ενός ορίτζιναλ καλλιτέχνη σε καιρούς που προϊδέαζαν για την κατάρρευση μιας χώρας, δέκα χρόνια πίσω. Η πρόταξη του καλλιτεχνικού σθένους του έναντι ενός life style δισκογραφικού συστήματος που κι αυτό σήμερα κατέρρευσε. Και κυρίως ήταν το παράπονο ενός ανθρώπου με όλη τη συλλογικότητα που οφείλει η τέχνη να έχει. Λίγα χρόνια μετά θα άκουγα σε πρώτη παγκόσμια τον Στέλιο Βαμβακάρη να μου αφηγείται με το μπουζούκι του τα παθήματα του Αμερικανού μπλουζίστα φίλου, του Jason, που άκουγε το ”Κύριε ελέησον” κι όταν ρώτησε ”What is this?”, έλαβε την απάντηση ”Kalamata made in Greece”. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία!