Χθες στο αντιφασιστικό συλλαλητήριο στάθηκα για λίγο δίπλα σε μια παρέα. Ξεχώριζαν γιατί φορούσαν την «στολή». Μια λωρίδα καρό έκοβε τον λαιμό τους, ένα Rolex μάλλον πάλευε με τον νόμο της βαρύτητας στα χέρια τους, μια τσάκιση στο υφασμάτινο παντελόνι τόνιζε ακόμα περισσότερο το καλοπληρωμένο τους «ράσο», με ακριβό δέρμα πατούσαν την γη του Συντάγματος. Την εικόνα τους συμπλήρωναν σακούλες με ακριβές φίρμες που κρατούσαν στα χέρια.
Μέσα στις φωνές με τα αντιφασιστικά συνθήματα, τον θόρυβο του κόσμου και τα ουρλιαχτά που έβγαιναν από τα μεγάφωνα (σ.σ Δεν ξυπνάει κάποιος επειδή φωνάζεις δυνατά από τα μικρόφωνα αγαπητέ. Ξυπνάει επειδή θέλει να ξυπνήσει) αυτοί παρέμεναν ακίνητοι. Με ένα απλανές βλέμμα άκουγαν την εκπρόσωπο των γερμανικών συνδικάτων, να μιλάει για τα 11 τελευταία θύματα του ρατσισμού στη Γερμανία όπου ανάμεσα τους ήταν και ένας Έλληνας. Σαν να προσγειώθηκαν στο Σύνταγμα από έναν άλλο πλανήτη. Ένα κούτσουρο που ταξίδευε μέσα σε ένα αφρισμένο ποτάμι.
Λοιπόν, εμένα αυτό το «κούτσουρο» χθες μου είπε περισσότερα από το ποτάμι. Αυτή η αταραξία των τελευταίων χρόνων απέναντι στον ναζισμό, αυτή η απάθεια που άλλοτε είχε την μορφή της βουβής συγκατάθεσης και άλλοτε την μορφή μιας πλακίτσας, αυτή η χαζομάρα από ανθρώπους καλοζωισμένους που νόμιζαν ένας Θεός ξέρει τι νόμιζαν ότι είναι αυτό που περνάμε, έσκασε σε ένα βράδυ με ένα γδούπο.
Ελπίζω μετά τις τελευταίες εξελίξεις και το τελευταίο «κούτσουρο» να κατάλαβε τι ακριβώς είναι ο ναζισμός. Με αυτή την ευχή έφυγα αργά το βράδυ από το Σύνταγμα.
σχόλια