Βλέποντας στην τηλεόραση την κόρη του Μιχαλολιάκου να αγκαλιάζει τον πατέρα της και να το προσφωνεί «μπαμπάκα», το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ο «Κυνόδοντας». Μου ήρθαν στο μυαλό σκηνές από αυτό το παράξενο και για πολλούς ενοχλητικό φιλμ του Λάνθιμου. Η ασφυκτική ατμόσφαιρα της ταινίας, οι ψηλοί τοίχοι της βίλας, το πάρτι γενεθλίων, το αίμα στον νιπτήρα.
Άφησα στην άκρη για λίγο τον θυμό και την λυπήθηκα. Οι οικογένειες μοιάζουν με ρουλέτες. Γεννιόμαστε, μας πετάνε πάνω και όπου κάτσει η μπίλια. Κέρδη, χασούρα, καταστροφή. Και κάποια στιγμή καλείσαι να πορευτείς με το κέρδος, την χασούρα ή την καταστροφή. Να το διαχειριστείς, να καλύψεις κενά, να κάνεις πως δεν τα βλέπεις, να δεις την πραγματικότητα ή να παίξεις ρόλους. «Μην τρώτε τον εαυτό σας. Φάτε τους γονείς σας» έγραφε κάποτε ο Coupland. Όμως όσο και να φαγωθούν είναι αδύνατο να καταπιείς και το παραμικρό ψίχουλο. Τους κουβαλάμε. Άλλοι νικητές, άλλοι κάπου στη μέση, άλλοι ισορροπημένοι, άλλοι ανισόρροποι, άλλοι αετοί και άλλοι πρόβατα. Και κάποιοι ανάμεσα μας ανήμερα θηρία που δεν θα εξημερωθούν ποτέ.
Λυπηθείτε την. Έστω για λίγο. Λυπηθείτε την περισσότερο από τους ήρωες του «Κυνόδοντα». Λυπηθείτε την γιατί «οι τοίχοι της βίλας της» είναι τόσο ψηλοί και ο έλεγχος τόσο αυστηρός ώστε κανένας εισβολέας δεν πρόκειται να περάσει την πόρτα.
Λυπηθείτε την γιατί εκεί που ο πατέρας του «Κυνόδοντα» περιέγραφε την γάτα σαν εχθρό ένας άλλος πατέρας έλεγε ότι «όλοι οι άλλοι εκτός από εμάς είναι εχθροί». Και θυμηθείτε: Για κάποιους οι οικογενειακές αλυσίδες δεν σπάνε πότε. Είτε είναι 25 είτε είναι 75. Γιατί κανένας δεν τους έδωσε ή δεν επιχείρησαν μόνοι τους να πάρουν το κλειδί. Ακόμα χειρότερα κάποιοι έχουν συνηθίσει τόσο την σκλαβιά τους που νομίζουν ότι ο κόσμος είναι αυτό. Όπως ακριβώς οι ήρωες του «Κυνόδοντα» και η κόρη του Μιχαλολιάκου.
σχόλια