Πιο συγκεκριμένα, οι τρεις καλλιτέχνες καταθέτουν τρεις διαφορετικές εικαστικές –και λιγότερο ευδιάκριτα ψυχικές– διαδρομές, με αναμφίβολη δεξιοτεχνία και ακρίβεια τόσο ως προς το χειρισμό της φορμαλιστικής (εικαστικής) σύνθεσης όσο και του σύγχρονου «εικαστικού μύθου» (όπως πιθανότατα προκύπτει μέσα από την ιστορία της τέχνης). Οι δουλειές τους έχουν με κάποια έννοια αυτό που θα λέγαμε στην καθομιλουμένη «ειδικό» βάρος, προκύπτουν σίγουρα από «σφιχτή» εκπαίδευση στην τέχνη και τον «λόγο γύρω από αυτή», και δεν μοιάζουν με τίποτα να αποτελούν ένα αφελές εγχείρημα ως προς την άκοπη κατάκτηση ενός καλλιτεχνικού τίτλου (artists wannabe). Δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις καλλιτέχνες προέρχονται από τη φημισμένη σχολή της Λιψίας, αλλά αυτό μπορεί να λειτουργεί και σε αμφίδρομες κατευθύνσεις – εξίσου θετικά και αρνητικά. Είναι πιθανόν αυτό το πλαίσιο – το άπιαστο μοντέλο των γνωστών καλλιτεχνών-δασκάλων από τη μία, οι απαιτήσεις και μαζί οι προσδοκίες για μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική δουλειά από την άλλη – να μην αφήνει παράθυρα για λάθη και πειραματισμούς, με αποτέλεσμα την ακέραια καλλιτεχνική κατάθεση – η οποία όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι αναπάντεχη.
Σύνολα τέτοιου τύπου συνήθως προσφέρουν ιδιαίτερη αλλά και μαζί παγωμένη απόλαυση. Κοιτώντας τα δεν μπορείς να αντιδράσεις πραγματικά, γιατί όλα είναι τόσο σωστά δομημένα που συνήθως αναρωτιέσαι γιατί δεν σε εκπλήσσουν, ή καλύτερα γιατί δεν σε κινητοποιούν με κάποιο τρόπο. Αυτό είναι μια συχνή αντίδραση (δική μου και ορισμένων φίλων μου) σε σχέση με την εικαστική δημιουργία τα τελευταία χρόνια, και ίσως το πρόβλημα να είναι προσωπικό! Ίσως να μην έχει να κάνει με την καθαυτή καλλιτεχνική παραγωγή. Στο πλαίσιο όμως της υποκειμενικής κρίσης είναι κάτι που πρέπει να ομολογείται. Ένα αξεπέραστο μούδιασμα μπροστά σε έργα τέχνης όπου τίποτα δεν μοιάζει να πηγαίνει λάθος.
Ακόμη πιο συγκεκριμένα, η έκθεση στην «Ιλεάνα Τούντα» είναι πραγματικά στημένη με ιδιαίτερη –τόσο χωρική όσο και αφηγηματική– ευαισθησία. Οι διαστάσεις των έργων στο χώρο και μαζί ο διάλογος που αυτά αναπτύσσουν μεταξύ τους είναι καλοσχεδιασμένος, αλλά και αρκετά ζωντανός. Παρ’ όλο που πρόκειται «για φιλοξενούμενους» (έργα τα οποία στήνονται εφήμερα), υπάρχει η αίσθηση ότι αναπτύχθηκαν οργανικά μέσα στις αίθουσες, και αυτό είναι πάντα μια μεγάλη επιτυχία σε μια παροδική έκθεση! Την ίδια ώρα, και σε αντίθεση με εκθέσεις που βλέπουμε κατά κόρον τελευταίως, δεν υπάρχει ίχνος καλλιτεχνικής προσποίησης και αβίαστης (χαζοβιόλικης, ακριβέστερα) ελαφρότητας. Η κακώς νοούμενη «πρωτοποριακή, συναισθηματικά οδηγούμενη» αντίδραση, που είναι η μόδα για μέτριους, εδώ απουσιάζει. Οπότε οποιαδήποτε επιμέρους κριτική για τα έργα αποτελεί απλώς ένα fine tuning σε σχέση με προσωπική οπτική.
Η διαδρομή στην έκθεση πάει έτσι: Η πρώτη στάση αφορά μια σύνθεση σχεδίων –διαδικασία αυτόματης σκέψης και φωτογραφιών-αυτοπροσωπογραφιών– της Grit Hachmeister, η οποία σε πρώτη όψη θυμίζει την εικονογράφηση της σημερινής «ψευτοτσακισμένης» (κυρίως από υπερβολική δόση ναρκισσισμού) νεολαίας στα περιοδικά μόδας, ή εκσυγχρονισμένο Wofgang Tillmans. Δεν είναι όμως τελικά ακριβώς έτσι. Η αίσθηση που δημιουργείται μέσα από αυτές τις φωτογραφίες έχει τη δυνατότητα να μας μεταφέρει σε ένα καταραμένα συνειρμικά οικείο πεδίο και όχι απλώς στην προσομοίωση αυτού, όπως γίνεται στα περιοδικά Ανελέητος ναρκισσισμός, αβάσταχτη μελαγχολία και συναισθηματική ανεπάρκεια, που λειτουργούν για όλους εμάς ως ψεύτικο καταφύγιο από την πραγματικότητα χωρίς άλλο λόγο ύπαρξης, μασκαρεμένη ανία και κενότητα, προσκόλληση στην εφηβεία ή την παιδική ηλικία – όποιος και να ’ναι αυτός ο χώρος για τον οποίο μιλάμε, η Hachmeister δημιουργεί μια καίρια συνάντηση –ακόμη και με το άρρωστο εγώ μας– χωρίς προσομοιώσεις και ηρωισμούς, χωρίς σκηνοθετικό χαρακτήρα, αλλά τελικά με αυθεντικότητα και μαύρο χιούμορ. Κατά τη γνώμη μου είναι το πιο ενδιαφέρον ίσως και συναισθηματικό έργο σε αυτή την έκθεση, το οποίο καταφέρνει να συναρπάσει σχεδόν υποδόρια και βραδυφλεγώς, και μοιάζει να ενεργοποιεί την αντιμετώπιση ενός αποκρουστικού τελικά ειδώλου πριν να είναι τόσο «ιδιαίτερα» αργά.
Στο επάνω όροφο της γκαλερί, και σε διαφορετικό κλίμα – πάντα κάτω από την παρόμοια κεντροευρωπαϊκή συννεφιά (κατά τη διάρκεια της οποίας τελικά συμβαίνουν σοβαρότατες δημιουργίες), τα έργα της Peggy Buth –μια περισσότερο φορμαλιστική κατά τη γνώμη μου έρευνα– δεν καταφέρνουν να με συναρπάσουν εξίσου. Παρά την ακέραια σύνθεσή τους και την επιβλητική παρουσία τους μέσα στο χώρο, παρά την αδιαμφισβήτητη εικαστική αίγλη τους – που μεταφέρει όλες τις «καλές ποιότητες» της ιστορίας της τέχνης (οι οποίες πια δεν ορίζονται παρά μόνο μεταφυσικά) – τα έργα αυτά μού δημιουργούν κυρίως μια απορία, παρά μια δυνατή αίσθηση! Τι ακριβώς δεν πάει καλά εδώ; Συμβολικά και τραβηγμένα, σκέφτομαι τη διαφορά μεταξύ σπασίκλα και διάνοιας. Πιο ενδιαφέροντες μου φαίνονται οι πίνακες της Andrea Meng. «Πιστά ακόλουθα» μιας ζωγραφικής σχολής, οι πίνακες αυτοί εμπεριέχουν ωστόσο μια διάθεση για πειραματισμό στη ζωγραφική δομή (που είναι πιο επιτυχημένη από την εννοιολογική τους αναζήτηση), την οποία μπορεί κανείς να αντιληφθεί μέσα από λέξεις που εμπεριέχουν, όπως reset ή allianz (με αναφορά στην πολυεθνική ασφαλιστική εταιρεία).
Αν η αλήθεια είναι κάτι που θα μπορούσε να οριστεί ως ένα σύνολο διαφορετικών αυθεντικών εμπειριών και αυθεντικών στάσεων, και η αντανάκλαση κάτι τέτοιου θα ήταν η ομορφιά, σε αυτή την έκθεση υπάρχει κάτι επιπλέον πολύ όμορφο. Η αυθεντική και διαρκής αναζήτηση μιας εικαστικής γλώσσας μέσα από διαφορετικά –«οπτικά» καταρχήν– σοβαρά πειράματα, με κάποια σχετική συνάφεια και όχι μέσα από πολιτικές δημαγωγίες, θεαματικές σούπερ μάρκετ παρουσιάσεις ή ψυχαγωγικές βραδιές.