Eίναι δύσκολο να «γυρνάς στα θρανία», ακριβώς σαν μια βουτιά ιδιαίτερα αυτή την περίοδο της κρίσης με τη διττή της έννοια - αυτή του κρινόμενου και του κριτή μαζί. Ανάμεσα σε αμήχανες συζητήσεις για το άμεσο μέλλον και την τέχνη σε μπαρ της πόλης με «λερωμένη» άμμο για πάτωμα (μπας και η μετάβαση στο κράσπεδο γίνει πιο ομαλά) και αποτυχημένες προσπάθειες συγκέντρωσης για στοχαστικά κείμενα και σωστό προγραμματισμό για τον «δύσκολο αυτόν χειμώνα που έρχεται», το μυαλό αποδρά πίσω, στο πιο κοντινό παρελθόν των καλοκαιρινών διακοπών και της δημιουργικής, τελικά, ξεκούρασης, μια φαινομενική διακοπή από την καθημερινότητα, γιατί κάτω από μια διαφορετική σκοπιά, τίποτα δεν παύει να συμβαίνει, απεναντίας...
Όταν με κυριεύει το αίσθημα της ευθύνης και της ενοχής για τον καιρό που έλειψα (από πού τελικά;), σκέφτομαι ότι μπορεί και να είμαστε τα τζιτζίκια του μύθου του Αισώπου, τα οποία ίσως δεν άκουσαν τα συνετά μυρμήγκια και τραγουδούσανε όλο το καλοκαίρι χωρίς να σκεφτούν τι έρχεται. Μπορεί και να είναι λάθος-δεν είμαι ακόμη σίγουρη τι εννοούσε ο Αίσωπος, αλλά την ίδια ώρα, η θάλασσα και το καλοκαιρινό φως στην Ελλάδα είναι τόσο απερίγραπτα όμορφα. Πόσο αβίαστα μπορεί κανείς να παραδοθεί;
Καμιά φορά (σχεδόν κάθε χρόνο τέτοια περίοδο), η απάντηση που μου έρχεται σε αυτές τις σκέψεις είναι να κλείσω το μαγαζί ως έχει. Να μεταφερθώ μονίμως «εκεί» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που είμαι όλο το καλοκαίρι. Όλος ο υπόλοιπος πλανήτης θέλει να 'ναι «εκεί» κάθε καλοκαίρι, γιατί όχι εμείς, για πάντα; Και κάθε φορά, όμως, κάτι που πέφτει στην αντίληψή μου μού τραβάει την προσοχή και μπαίνω στη ροή, κι έτσι η ερώτηση μένει αναπάντητη, ή μήπως και γίνεται εντονότερη... εεεεε;
«How one can think freely in the shadow of a temple, 2010» (Πώς μπορεί κανείς να σκέφτεται ελευθέρα κάτω από τη σκιά ενός αρχαίου ναού) είναι ο τίτλος ενός βίντεο του Κωστή Βελώνη, στο οποίο μια διαφημιστική σελίδα σκισμένη από περιοδικό της δεκαετίας του '70 και κρεμασμένη από ένα πρόχειρο κλιπ στον τοίχο, ανεμίζει από ένα ανεπαίσθητο αεράκι που μοιάζει να μπαίνει στο δωμάτιο. Η σελίδα απεικονίζει ένα ζευγάρι που συνομιλεί «κάτω από τη σκιά» ενός ερειπωμένου αρχαίου ναού σε κάποιο μέρος της Ελλάδας. Μπορεί να είναι καλοκαίρι, άνοιξη ή νωρίς το φθινόπωρο, αλλά η γενική ατμόσφαιρα φέρει το κλίμα της ραστώνης, όπως όλοι την έχουμε βιώσει. Ξεφυλλίζοντας το Creamier, την πιο πρόσφατη έκδοση από τη γνωστή σειρά βιβλίων «Cream» του Phaidon (στην οποία παρουσιάζονται κάθε φορά, ως αποτέλεσμα της έρευνας ενός πάνελ δέκα διεθνώς καταξιωμένων επιμελητών, οι 100 πιο σημαντικοί καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο τα τελευταία πέντε χρόνια) πέφτω επάνω στη φωτογραφία αυτού το έργου! Και μαζί με την αναπόφευκτη «εθνική» περηφάνια, συγκινούμαι ακόμη μια φορά από την ικανότητα αυτού του καλλιτέχνη να μπορεί να πιάνει τη λεπτή χροιά της κάθε «ελληνικής» (έστω και κατά φαντασίαν) ψυχής/πραγματικότητας, χωρίς να παραπέφτει σε στερεότυπα. Ελληνική, ίσως και με την έννοια της «ακαλούπωτης».
Όπως κάθε τι που μπορεί να αντικατοπτρίσει μια ψυχή με μεγάλη ακρίβεια, Η εικόνα αυτή λειτούργησε θεραπευτικά στις σκέψεις μου και μια συζήτηση γι' αυτό το έργο με τον Βελώνη μου φάνηκε επίκαιρη από όλες τις απόψεις. Τόσο λόγω του σημαντικού γεγονότος της παρουσίας κάποιου Έλληνα καλλιτέχνη στο ολοκαίνουργιο Creamier και της επίκαιρης έκθεσης των τελευταίων έργων του ίδιου από το Αμβούργο (Kunstverein Hamburg) στο ΕΜΣΤ, όσο και για τη συνοχή του συγκεκριμένου έργου με τις σκέψεις της επιστροφής.
«Αυτή η φωτογραφία με ξάφνιασε στο πώς συνόψισε όλα όσα θα ήθελα να συμπεριλάβω σ' ένα έργο που δεν ολοκλήρωσα ποτέ», μου λέει.
«Με είχε παγιδεύσει γιατί αναδείκνυε εκείνες τις στιγμές μέσα στο καλοκαίρι, που απρογραμμάτιστα στοχάζεσαι και συλλαβίζεις ξανά αυτό που έχεις αποδεχτεί ως πεπρωμένο, και ενώ άλλες φορές σου διαφεύγει ή αντιστέκεται, τώρα απλά συμβαίνει, νιώθεις την ανάγκη να αγκαλιάσεις τη σκιά του ναού. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να την εκθέσω ως μια φωτογραφική διαφάνεια σε έναν projector χωρίς καμία άλλη περιττή "συναρμολόγηση", ακυρώνοντας οποιαδήποτε φιλοδοξία να παρουσιαστεί ως μια ιδιότυπη εικαστική γλώσσα. Δυο φίλοι, ένα ζευγάρι, μια συνομιλία με πολλές πιθανές ψιθυριστές εκμυστηρεύσεις σ' έναν χώρο που παράγει νόημα σε σχέση με την ιστορία».
Ο Βελώνης μοιάζει να είναι ο ειδήμων της απεικόνισης της απερίγραπτης αλλά και δεδομένης διπολικότητας. Ο «απρόβλεπτος» αλλά ιδιαίτερα μελετημένος συνδυασμός διαφορετικών πηγών στο έργο του μπορεί και καθρεφτίζει την παρανοϊκή, πολλές φορές, ανθρώπινη κατάσταση, κατά την οποία τα αίτια, οι οργανωμένες προσπάθειες/κινητοποιήσεις και τα αποτελέματα σπάνια έχουν άμεση σχέση.o οποίος, στιγματισμένος από την Ιστορία, εξελίσσεται ανάμεσα σε φόβους και επιθυμίες. Άλλοτε ο Μάης του 1968, άλλοτε ο ρωσικός κονστρουκτιβισμός, ακόμη και η πολιτιστική κληρονομιά της αρχαιότητας -σε αυτή την περίπτωση- σβήνουν μέσα στο πάθος, το τρωτό και τον ρομαντισμό της μοναχικής (ατομικής) πορείας και τον μεταφυσικό χαρακτήρα της στιγμής (του περάσματος του χρόνου). Προδομένα όνειρα χαμένων επαναστάσεων; Η χαμένος, οικειοθελώς, στο δυσερμήνευτο και πολύτιμο διάστημα μεταξύ διαφορετικών «μεγάλων-ιστορικών-αφηγήσεων»; Μέσα από τη γλυκιά σύγκρουση αναφορών από την ηγεμονική εξιστόρηση του πολιτισμού μας με τις πιο εύθραυστες ιδιωτικές στιγμές, μπορεί και αποδίδει τη γενική εικόνα μια ζωής ανάμεσα σε κοινωνικότητα και μοναξιά, ανάμεσα στα φώτα της πόλης και στην έρημο, στην επιτήδευση και στην αφέλεια, στη γνώση και στο πηγαίο ένστικτο. Σαν μια ενήλικη εκδοχή παιδικών παιχνιδιών, τα έργα του αποτελούν πολιτισμικές και προσωπικές παραβολές για έναν κόσμο