Πολλά έχουν γραφτεί για τον Σωτήρη Χατζάκη, τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου τα δύο τελευταία χρόνια – όπως και για την τετραετία 2009-2013, όταν είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΚΘΒΕ. Τις αφορμές προσφέρει αφειδώς ο ίδιος με τις επιλογές του, που δικαιολογημένα προκαλούν έντονες αντιδράσεις και οξύτατη κριτική. (Και επειδή ο «τυποκτόνος» νόμος 1178/81, συμπληρωμένος από τον ν. 2243/1994 του Βενιζέλου, έχει οδηγήσει σε μια προκλητική, και επικίνδυνη για την ίδια τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, «βιομηχανία των αγωγών», να πω εξαρχής κι εγώ, μεταξύ άλλων, το αυτονόητο: όποιος αναλαμβάνει θεσμικό ρόλο, δεν μπορεί παρά να ελέγχεται, να κρίνεται και να αξιολογείται – αλλιώς να κάθεται σπίτι του).
Μένει άφωνος ο θεατής με τα κλισέ που αναπαράγονται κρουνηδόν. Να σταθώ στον υδραυλικό ή στον τραπεζικό υπάλληλο που ζούσαν άχαρες ζωές μέχρι που ανακάλυψαν τον εαυτό τους και το νόημα της ζωής ως εκδιδόμενα τραβεστί;
Δεν θα αναφερθώ στα σοβαρά περί οικονομικής διαχείρισης που έχουν γραφτεί. Ο ιδρυτικός νόμος του Εθνικού (2273/94) προβλέπει ότι ο υπουργός Πολιτισμού «παραγγέλλει οποτεδήποτε έκτακτο έλεγχο που διενεργεί το Ελεγκτικό Συνέδριο, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος ή ανώτερος δικαστικός λειτουργός» – άρα οι όποιες αμφιβολίες δεν είναι δύσκολο να διασαφηνιστούν. Αλλά μπορούσε να μην προκληθεί φασαρία πέρσι τέτοια εποχή, με την απόφαση της διεύθυνσης Χατζάκη να αντικαταστήσει το επιτυχημένο και βραβευμένο λογότυπο του Εθνικού Θεάτρου, που σχεδίασε λίγα χρόνια πριν το δημιουργικό γραφείο ΜΝΡ; Ο σχετικός διαγωνισμός κηρύχθηκε άγονος τελικά και έκτοτε τα προγράμματα του Εθνικού Θεάτρου κυκλοφορούν χωρίς λογότυπο!
Μπορεί να μη σχολιαστεί το γεγονός ότι τη φετινή σεζόν ανέβηκε το έργο των αδελφών Κούφαλη, Συγχώρεσέ με, όταν ο ένας εκ των δύο είναι καλλιτεχνικός σύμβουλος του Εθνικού; Είναι φυσιολογικό να ανεβαίνει το έργο του Γιώργου Μανιώτη (Ο λάκκος της αμαρτίας), από τη στιγμή που ο συγγραφέας είναι αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού, και επιπλέον ο ίδιος να σκηνοθετεί μια άλλη παραγωγή (τις Ευτυχισμένες Μέρες του Μπέκετ);
Μπορεί, τυπικώς, να μην υπάρχει πρόβλημα από τη στιγμή που ο ιδρυτικός νόμος επιτρέπει έως και 2 συμβάσεις έργου με μέλη του Δ.Σ. κατ' έτος. Η εντύπωση, ωστόσο, που δίνεται είναι αλγεινή, όταν μάλιστα στην ίδια παράσταση (τον Λάκκο) τη σκηνογραφία έχει κάνει ένα ακόμη μέλος του Δ.Σ., ο Γιάννης Μεντζικώφ, ενώ και άλλα μέλη του Δ.Σ. έχουν συμβάσεις έργου για διάφορες παραστάσεις (ή διδάσκουν στη Δραματική Σχολή του Εθνικού). Πώς μπορεί το Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου να ασκήσει αμερόληπτη διοίκηση, όταν τα μέλη του έχουν στενές σχέσεις εργασίας με το Εθνικό ή με τη Δραματική Σχολή του;
Το άλλο μεγάλο ζήτημα που απασχολεί πολλούς αφορά το ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου. Είναι καιρός μεγάλης οικονομικής κρίσης και είναι κατανοητό το σκεπτικό που οδηγεί σε έργα/παραστάσεις ελκυστικές για το ευρύ κοινό (όπως, μόνο φέτος, οι Μυστικοί Αρραβώνες του Ξενόπουλου, η μουσικοθεατρική Πιαφ με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη, η Φιλουμένα με την Ελένη Ράντου). Αλλά το Εθνικό Θέατρο οφείλει να νοιάζεται, εκτός από το ταμείο, για την προώθηση της θεατρικής τέχνης και την ανάδειξη της σύγχρονης, ελληνικής και ξένης, δραματουργίας. Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στα ελληνικά έργα που έχουν ανεβεί την περσινή και φετινή σεζόν, θα δει ότι το βαρύ πυροβολικό του ρεπερτορίου (στις μεγάλες σκηνές του Εθνικού) αφορά έργα όπως η Γειτονιά των Αγγέλων του Καμπανέλλη, οι Μυστικοί Αρραβώνες του Ξενόπουλου, η διασκευή του μπεστ-σέλερ της Ντόρας Γιαννακοπούλου, Πρόβα Νυφικού.
Στην αρνητική κριτική για το ρεπερτόριο της τελευταίας διετίας έρχεται να προσθέσει νέα επιχειρήματα ο Λάκκος της Αμαρτίας του Μανιώτη. Γιατί αυτό το έργο, από τα πολλά του συγγραφέα που θα μπορούσαν να προτιμηθούν; Όταν πρωτανέβηκε το 1979 από τον Λεωνίδα Τριβιζά είχε προκαλέσει αντιδράσεις με την τολμηρότητα του περιεχομένου και της γλώσσας του. Πρωταγωνιστούν έξι τραβεστί που κάνουν πιάτσα (η μία αποδεικνύεται, τελικά, ότι είναι μασκαρεμένη δημοσιογράφος που συλλέγει πληροφορίες για ρεπορτάζ). Η παρουσία τους ενοχλεί και προκαλεί κινητοποίηση των περιοίκων (με επικεφαλής τον παπά της ενορίας), που θέλουν να τις απομακρύνουν, επαναφέροντάς τες στον ίσιο δρόμο – να γίνουν και πάλι κανονικοί άνδρες! Τη διαμάχη των δύο πλευρών θα λύσουν, με την παρέμβασή τους, ένας τηλεοπτικός δημοσιογράφος κι ένας «πολιτικός παρατηρητής» (;) – και οι δύο θα θελήσουν να εκμεταλλευτούν το γεγονός κατά τα συμφέροντά τους.
Μένει άφωνος ο θεατής με τα κλισέ που αναπαράγονται κρουνηδόν. Να σταθώ στον υδραυλικό ή στον τραπεζικό υπάλληλο που ζούσαν άχαρες ζωές μέχρι που ανακάλυψαν τον εαυτό τους και το νόημα της ζωής ως εκδιδόμενα τραβεστί; Ή στον ευκατάστατο οικογενειάρχη που βρόντηξε την επιτυχημένη ζωή του για να μπορεί να εκδίδεται κατά βούλησιν σε μια γκαρσονιέρα (όπου κατά τύχη θα τον επισκεφθεί ο γιος του, ο οποίος, σοκαρισμένος, θα τρελαθεί), προτού καταλήξει στον δρόμο;
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι αν το έργο έχει ξεπεραστεί από την εποχή αλλά αν ο Λάκκος της Αμαρτίας, αυτό το ανδρικό, σεξιστικό έργο με τους χυδαία προκλητικούς διαλόγους, καλύπτει τα ποιοτικά κριτήρια που δικαιολογούν την παρουσίασή του από το Εθνικό Θέατρο.
Από τον «λάκκο της αμαρτίας» θα περάσει ένας καταπιεσμένος γέρων ακαδημαϊκός αλλά κι ένας νεαρός που θα συνευρεθεί, πάλι κατά τύχη, με τον προ ετών εξαφανισμένο αδελφό του – τον αναγνωρίζει από σημάδι του κορμιού! Εννοείται ότι όσοι ζουν μια κανονική, στρέιτ ζωή δεν μπορεί παρά να είναι καταπιεσμένοι υποκριτές που ονειρεύονται απαγορευμένες ηδονές τρίτου τύπου. Και, φυσικά, είναι απαράδεκτοι ρατσιστές οι γείτονες που έχουν να αντιμετωπίσουν κάθε μέρα μπροστά στα σπίτια τους μια ομάδα ανθρώπων που εκδίδονται, βρίζουν και χειρονομούν χυδαία – δεν μπορούν, βλέπετε, να δεχτούν την ετερότητα!
Στα 35 χρόνια που μεσολάβησαν, στην Αθήνα, και σε άλλες μεγάλες πόλεις, καθιερώθηκε το Gay Pride (την πρώτη χρονιά που διοργανώθηκε στην Αθήνα, το 2005, είχε την επίσημη υποστήριξη της τότε Δημάρχου Αθηναίων Ντόρας Μπακογιάννη), πλήθος δημοφιλών καλλιτεχνών και τηλεοπτικών προσώπων μιλά ελεύθερα για το δικαίωμα στη σεξουαλική αυτοδιάθεση, στην περσινή Eurovision η Ελλάδα έδωσε την ανώτατη βαθμολογία στην εκπρόσωπο της Αυστρίας, την καλλικέλαδη κούκλα με τα μούσια, Κοντσίτα. Εξακολουθούν να υπάρχουν οπισθοδρομικοί και ρατσιστές (παπάδες, πολιτικοί, απλοί πολίτες), αλλά το δικαίωμα στη διαφορά είναι σεβαστό από τους συντριπτικά περισσότερους. Το σημαντικότερο ίσως: η λέξη «τραβεστί» είναι παρωχημένη και από τα επίσημα όργανα των διεμφυλικών υιοθετείται η λέξη «τρανς».
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι αν το έργο έχει ξεπεραστεί από την εποχή αλλά αν ο Λάκκος της Αμαρτίας, αυτό το ανδρικό, σεξιστικό έργο με τους χυδαία προκλητικούς διαλόγους, καλύπτει τα ποιοτικά κριτήρια που δικαιολογούν την παρουσίασή του από το Εθνικό Θέατρο. Όσο για την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Πέτρος Φιλιππίδης (δεύτερη σκηνοθεσία του στο Εθνικό, όταν δεν έχουν προσκληθεί πολλοί άλλοι αξιόλογοι σκηνοθέτες), η κριτική σηκώνει τα χέρια ψηλά από το θλιβερό θέαμα: το πρώτο μέρος στήνεται ως μιούζικαλ (με τραγούδια του Δ. Παπαδημητρίου!), το δεύτερο ως τηλεοπτικό δράμα με interactive πινελιές. Ο πολυμελής θίασος προσπαθεί μάταια να διασώσει το «εγχείρημα», αλλά τόσο η πρώτη ύλη, όσο και η γενικότερη συνθήκη δεν βοηθούν. Είναι δυνατόν, λ.χ., να εγκρίνεται αυτό το σκηνικό (του Γ. Γαβαλά), παλέτες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη, σε διαφορετικά ύψη; Όταν φοράς ψηλοτάκουνα, το να ανεβοκατεβαίνεις σκαλοπάτια είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τα γόνατα – προβλέπω μέχρι τη λήξη των παραστάσεων οι έξι που υποδύονται τους τρανς να τρέχουν σε ορθοπεδικούς. Τα κοστούμια του Γιάννη Μεντζικώφ παρέπεμπαν σε αισθητική κακής επιθεώρησης.
Ο λάκκος της αμαρτίας
του Γιώργου Μανιώτη
Σκηνοθεσία: Πέτρος Φιλιππίδης
Ερμηνεύουν: Γ. Βογιατζής, Μ. Βακούσης, Π. Δαδακαρίδης, Αλ. Παντελάκη.
Εθνικο Θεατρο- Χωρα
Αμοργού 29, Κυψέλη,
210 8611200, 210 7234567
Τετ., Πέμ., Παρ., Σάβ. 20:30, Κυρ. 19:00. Εισ.: €10-15