Είναι μικρά [στο μάτι] αλλά θαυματουργά. Τα βρίσκεις μόνο σε βιβλιοπωλεία των Εξαρχείων και κοστίζουν από 480 μέχρι 600 λιρέτες Εξαρχείων [δηλαδή 4 και 5 ευρώ]. Κυκλοφορούν λίγο περισσότερο από ένα χρόνο και αυτοί είναι 5 από τους τίτλους τους που μπορείς να αναζητήσεις για αρχή:
1. Κακορίζικη, Ανώνυμου
125 sms βρέθηκαν αποθηκευμένα στον φάκελο ενός τηλεφώνου νόκια που αγοράστηκε από κατάστημα στην πλατεία Κάνιγγος. Τα μηνύματα, τα οποία συντάχτηκαν την περίοδο Σεπτεμβρίου 2005-Σεπτεμβρίου 2006, προορίζονταν όλα για την ίδια γυναίκα. Έχουν γραφτεί σπασμωδικά σε ακατάστατες ώρες και επαναλαμβάνουν εμμονικά το ίδιο ακριβώς παράπονο:
kataramenh penny na na8eis kai na mh guriseis palio kargiola. O keratiarhs o gamhmenos na psofhsete mazi oso pio grhgora ginetai. Katestramenoi, kakomoirhdes.
Μέσα από την αλάνθαστη μέθοδο των παραλλαγών, που χαρακτηρίζει την τέχνη από τις απαρχές της, η ερωτική απογοήτευση, σαν να μην ήταν η ίδια αρκετή, χρωματίζεται από μία γραφή ιδιωματική, η οποία προδίδει έναν επιπλέον πόνο. Τον πόνο της εσωτερικής μετανάστευσης.
Ma mhn pantreuteis pote kargiola penny galata alla, an ginei auto na xwriseis kai nazeis dystyxismeni pali kargiola gia olh th zwh sou.
Τα μηνύματα αυτά διασώθηκαν επειδή δεν στάλθηκαν ποτέ. Διέφυγαν της προσοχής του κλεπταποδόχου, επειδή βρίσκονταν στο λίμπο των μη απεσταλμένων μηνυμάτων, που σώζονται αυτόματα στη συσκευή. Αξίζουν όμως να αντιμετωπιστούν, ακόμα και μέσα στον ενδιάμεσο τόπο όπου ζούσαν, σαν ένα μνημείο του μη εκφερόμενου, ένα χυδαιολογικό ορόσημο της ελληνικής καψούρας.
2. Το καρνέ μιας εταίρας, Griselidis Real
To Καρνέ, γνωστό και ως Μαύρο Καρνέ, της Grisélidis Réal (1929-2005) είναι ένα σημειωματάριο –απαραίτητο εργαλείο στη δουλειά της ως ιερόδουλη– όπου καταχωρούσε τους τακτικούς πελάτες της, μαζί με πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, και φυσικά το χρηματικό ποσό που πλήρωνε ο καθένας. Όταν ξεκίνησε τη συμπλήρωση του Μαύρου Καρνέ, η Réal πλησίαζε τα πενήντα και είχε ήδη πίσω της δεκαετή προϋπηρεσία ως πόρνη, πλήρη ακτιβιστική δράση για τα δικαιώματα των συναδέλφων της, καθώς και την κυκλοφορία ενός αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος. Οι απόψεις της γύρω από την πορνεία, την κοινωνία και τη ζωή γενικότερα ήταν κατασταλαγμένες χωρίς αυτό να σημαίνει ότι φορούσε οποιουδήποτε είδους παρωπίδες. Μ’ έναν μοναδικό και αξιοθαύμαστο τρόπο, το βιοποριστικό της επάγγελμα, τα γραπτά της, τα διαβάσματά της, τα ακούσματά της, οι πίνακές της, η ομιλία της, η συμπεριφορά, το ντύσιμό της αποτελούσαν ένα όλον γεμάτο χιούμορ, γενναιότητα, ανθρωπιά, ειλικρίνεια, αισιοδοξία χωρίς αυταπάτες, ειρωνεία σε υγιείς δόσεις και μία εντελώς προσωπική και ακαταμάχητη μαγεία όπου το Μπαρόκ έσμιγε με την Ανατολή. Δύο χρόνια αργότερα, το 1979, η πρώτη έκδοση του Καρνέ στα πλαίσια ενός λογοτεχνικού περιοδικού προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, τόσο από την πλευρά των πελατών της, όσο και από την πλευρά των συναδέλφων της. Δεν έλειψαν όμως και τα ενθαρρυντικά σχόλια γι’ αυτό το περίεργο συγγραφικό υβρίδιο, κάτι ανάμεσα σε ιστορικό ντοκουμέντο και έργο τέχνης. Η συγγραφική της «καριέρα» συνεχίστηκε για δεκαετίες και το 2005, μερικούς μήνες πριν πεθάνει, κατάφερε να δει και να προωθήσει το Καρνέ στην πλήρη του μορφή ως βιβλίο. Κι αυτό είναι ένα απόσπασμα από μία συνέντευξή της που μιλάει για τα γιαπωνέζικα μυρμήγκια και την τεχνική του βρικόλακα.
Tριάντα χρόνια στο επάγγελμα
Tο κείμενο αυτό είναι ένα είδος διαθήκης. ένας αποχαιρετισμός σε νεκρούς και ζωντανούς. η ζωή, δηλαδή το έσχατο όριό της, μού την είχε στημένη με μια ύστατη πρόκληση, ίσως γιατί έζησα υπερβολικά. Εδώ και τρία χρόνια είμαι παγιδευμένη στα δίχτυα του καρκίνου. Μέχρι στιγμής του ξεφεύγω πληρώνοντας με μεγάλους πόνους το τίμημα ενός ανένδοτου αγώνα. σε σχέση με τις δυστυχίες του πλανήτη, δεν είναι τίποτα. σε σχέση με τις μεγάλες χαρές της ζωής, τις οποίες γεύτηκα χωρίς καμία περιστολή, είναι πολύ σκληρό.
Από το Δεκέμβριο του 1995 κι ύστερα δεν έχω πάει με πελάτη. Τον τελευταίο, έναν κοντό Ισπανό εργάτη, που μ’ επισκεπτόταν καιρό, τον αποκαλούσα κρυφά «το γαριδάκι», μπορείτε να μαντέψετε για ποιο λόγο. Έπρεπε να συμπιεστώ σηκώνοντας τα πόδια στο ταβάνι για να τον αισθανθώ να μπαίνει μέσα, και στη συνέχεια να εκσπερματώσει, προσέχοντας κιόλας να μη μου γλιστρήσει. Έδινε τότε, όπως όλοι οι μετανάστες της εργατιάς, πενήντα ελβετικά φράγκα. Δεν ήταν κουραστικό, ήταν απλά συγκινητικό, κι έφευγε μες στην καλή χαρά, μ’ ένα χαμόγελο ταπεινό και γεμάτο ευγνωμοσύνη, περπατώντας λίγο στραβά, όπως τόσοι άλλοι μετά τον οργασμό, για να πάει να πιει ένα ποτηράκι.
Ήμουν εξήντα έξι ετών όταν σταμάτησα. Σήμερα είμαι εβδομήντα πέντε. Έχω τριάντα χρόνια πορνείας στην πλάτη μου, μαζί με τα διαλείμματα. Η πορνεία είναι τέχνη, φιλανθρωπία, επιστήμη. Το ’χω πει και επαναλάβει και θα το λέω και θα το γράφω μέχρι την τελευταία μου πνοή, στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα γερμανικά, ακόμη και στα γερμανικά, ακόμη και στα ιταλικά και στα ισπανικά αν χρειαστεί.
Σήμερα, κοιτώντας πίσω, αναλογίζομαι τα τριάντα αυτά χρόνια στο επάγγελμα της πόρνης, που λογοτεχνικά αποκαλούμε «εταίρα» ή «παλλακίδα», με άπειρη νοσταλγία και ευγνωμοσύνη. Τα παιδιά μου κι εγώ ζήσαμε με γεμάτο στομάχι.
Το ανθρώπινο σώμα, όπου κατοικεί η ψυχή, είναι ένα μουσικό όργανο και η σεξουαλικότητα το δοξάρι του. Με τις αρετές της λεπτότητας και της βιαιότητας πάλλεται και αγγίζει το ζενίθ της ηδονής και της έκστασης. Η μόνη αυθεντική πορνεία είναι εκείνη των μεγάλων καλλιτέχνιδων, οι οποίες, τελειομανείς και τεχνικά καταρτισμένες, εξασκούν αυτή την ιδιαίτερη τέχνη με ευφυΐα, σεβασμό, φαντασία, φιλότιμο, εμπειρία, και επιδίδονται οικειοθελώς σ’ αυτή, χάρη σε μια κατά κάποιον τρόπο έμφυτη κλίση: πρόκειται για αληθινές επαγγελματίες οι οποίες συνειδητοποιούν τη δύναμή τους και τα όριά της, ξέρουν να μπαίνουν στη θέση του άλλου, ν’ ανακαλύπτουν τις προσδοκίες του, τα άγχη του, τις επιθυμίες του και να τον απελευθερώνουν χωρίς ζημία ούτε για τις ίδιες ούτε για εκείνον.
Καμία πόρνη άξια του ονόματός της δεν θα μπορέσει ποτέ ν’ απαρνηθεί το παρελθόν της, είναι χαραγμένο στο δέρμα της και στην καρδιά της. Όπως έλεγε και μία φίλη μου του επαγγέλματος στο τηλέφωνο: «εμείς πάντα θα καταπραΰνουμε τους πόνους της ανθρωπότητας».
Ό,τι και να λένε οι επικριτές μας, οι ακραίοι οπαδοί της ηθικής και της «αρετής», εκείνης ακριβώς που τους καταπνίγει, εμείς κατέχουμε τα σκήπτρα στο παλάτι μας, το βασίλειο της συμπόνιας, της κομψότητας, και της –τόσο δύσκολα αποκτημένης- γνώσης της ανθρώπινης ψυχής και του ανθρώπινου σώματος.
Γνώρισα εδώ στη Γενεύη, αργότερα στο Παρίσι και στα διεθνή συνέδριά μας, μεγάλες κυρίες των ελεύθερων ηθών: περήφανες για το ταλέντο τους, λαμπερές, απαστράπτουσες από γοητεία, χιούμορ και ηρωική ανθρωπιά, όλων των ηλικιών, όλων των φυλών, όλων των φύλων, από τις πιο ταπεινές μέχρι τις πιο αριστοκράτισσες, λόγιες, καλλιεργημένες, ή φορώντας απλώς στο πέτο την καρδιά τους, το κουράγιο τους και το κουράγιο τους για τη ζωή.
Μονάχα η βία και η απάνθρωπη σκληρότητα που αναγκάζουν τους ανθρώπους, ενήλικες και ανήλικους, να εκπορνεύονται παρά τη θέλησή τους πρέπει να πατάσσονται. Eμείς θα καταδικάζουμε αυτή την αδικία με όλες μας τις δυνάμεις, πάντοτε και παντού: διότι δεν ανήκουμε και δεν θ’ ανήκουμε ποτέ στην κατηγορία των σκλάβων ή των βασανιστών, ούτε θα υποταχτούμε ποτέ στους νόμους που μας αντιτάσσονται ή στις καταχρήσεις της ηθικής.
Είμαστε ελεύθερες και θα παραμείνουμε. Ελεύθερες να κάνουμε ό,τι θέλουμε με το σώμα μας, με το πνεύμα μας και το χρήμα που κερδίσαμε με τον ιδρώτα του μουνιού και του μυαλού μας. Ελεύθερες, και σαν αποδημητικά πουλιά με αστραφτερά χρώματα πετούμε πολύ ψηλά πάνω απ’ τον απαίσιο βούρκο όπου θα ήθελαν να μας χαντακώσουν.
Γενεύη, 16 Ιανουαρίου 2005
Απόσπάσματα από το καρνέ
ALBERT (1) – Γυαλιά, μαύρο μούσι, λίγα μαλλιά, μοιάζει κάτι σαν καθηγητής-ψυχίατρος-παπάς, κατά τ’ άλλα χαμηλών τόνων, καλλιεργημένος, πνευματώδης, πεθαίνει για κωλοδάχτυλο αλλά δεν τολμά (πρωκτός παρθένος και πολύ σφιγμένος) – τσιμπούκι, γαμήσι (μαλακοκαύλης). 100 φράγκα.
CLAUDE (5) – Ωρίμου ηλικίας – διανοούμενος τύπου επιστήμονας – κάνει τσιριμόνιες (εκσπερματώνει γρήγορα), μεγάλη ψωλή τρομερά υγρή – τσιμπούκι (κυρίως τ’ αρχίδια) – γλωσσόφιλα – 100 φράγκα. (Του πρότεινα δεύτερο γύρο για 150 φράγκα). (Για να τον παρηγορήσω που έχυσε πολύ γρήγορα στη χούφτα του ενώ με φιλούσε!)
DEDE (1) – Γκριζομάλλης με λιγοστά, ψαρά μαλλιά, γυαλιά χωρίς σκελετό, ξυλουργός(;). (Ένα βράδυ ήρθε με ροκανίδια μέσα στα σανδάλια του!), γεροδεμένος, θέλει σώνει και καλά να με κάνει να χύσω (χαϊδεύει ακόμα και τα βυζιά μου!), κάργα τσιμπούκι με μπόλικα βογκητά για το θεαθήναι – 80 φράγκα.
3. KLF, Πώς να κάνετε μία νούμερο ένα επιτυχία
Ιστορικό εγχειρίδιο για το πώς να γίνεις νούμερο ένα σταρ, έστω και διάττοντας αστέρας. Οι KLF ήταν ένα καταπληκτικό σχήμα. Έφτιαξε δύο ιστορικούς δίσκους και αρκετά single [σαν Timelords με το Doctorin the Tardis και σαν KLF ανέβηκαν όντως στο νούμερο ένα], γνώρισε μέρες δόξας και μετά έκαψε τα λεφτά που κέρδισε σε art project. Το βιβλίο αυτό είναι ιδανικό δώρο για νέους μουσικούς που ονειρεύονται την επιτυχία. Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τότε που το έγραψαν, αλλά το εγχειρίδιο δεν πάλιωσε ποτέ.
4. Ναυρού, το ρημαγμένο νησί, Luc Folliet
Το Ναουρού, ένα νησί με εννέα χιλιάδες κατοίκους, μια κουτσουλιά στη μέση του Ειρηνικού, υπήρξε τη δεκαετία του ’70 η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο. Τα τεράστια αποθέματα φωσφορικού άλατος –απαραίτητο συστατικό των λιπασμάτων- που βρισκόταν στο υπέδαφός του, μετέτρεψαν μέσα σε λίγα χρόνια τους φτωχούς ψαράδες σε εισοδηματίες και τη μικρή δημοκρατία σε ένα οικονομικά εύρωστο κράτος, με τεράστιες επενδύσεις στον Ειρηνικό και όχι μόνο.
Μερικές δεκαετίες μετά, το Ναουρού είναι μία από τις πιο φτωχές χώρες στον κόσμο, με το πιο υψηλό ποσοστό παχυσαρκίας παγκοσμίως. Ο διαβήτης έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας και το προσδόκιμο ζωής έχει πέσει κάτω από τα πενήντα χρόνια. Χρεοκοπημένο πλέον, το κράτος μετατρέπεται σε παράδεισο φοροδιαφυγής και νοικιάζει τα εδάφη του για να χτιστούν κέντρα κράτησης μεταναστών. Τι συνέβη; Πώς εξαφανίστηκαν τόσα δισεκατομμύρια δολάρια από τα ταμεία του κράτους; Πώς κατέστρεψε ο καπιταλισμός την πλουσιότερη χώρα του κόσμου; Ο Luc Folliet μεταδίδει ζωντανά από την άκρη της Γης.
5. Όταν οι Μαύροι Πάνθηρες πήρανε τα όπλα, Bobby Seale
Τον Οκτώβριο του 1966 ο Μπόμπι Σιλ και ο Χιούι Π. Νιούτον ιδρύουν το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων στο Όκλαντ της Καλιφόρνια. Ο Σιλ αφηγείται τα γεγονότα που σημάδεψαν τους πρώτους μήνες της οργάνωσης, ως τον Μάιο του 1967: το πρόγραμμα των δέκα σημείων, την οργάνωση της μαύρης κοινότητας, τους τσαμπουκάδες με τους μπάτσους στους δρόμους και τις πρώτες ένοπλες αντιπαραθέσεις, τη θρυλική είσοδο οπλισμένων Πανθήρων στο Καπιτώλιο.
"Ο αγώνας μας είναι ταξικός και όχι φυλετικός" τονίζει ο Σιλ. Επιτίθεται όχι μόνο στην άρχουσα τάξη και τη ρατσιστική δομή της εξουσίας, αλλά και στις αστικές αισθητικές αξίες και συμβάσεις: ξεγυμνώνει το λόγο του από κάθε λογοτεχνική φιοριτούρα και συνθέτει ένα τραχύ, πολυρρυθμικό κείμενο, το οποίο μοιάζει με φρι τζαζ σύνθεση, όπου η φράση "ο Χιούι είπε" κρατά το ρόλο του ριφ.
6. Κατακάθι: μανιφέστο για την εξάλειψη των ανδρών, Valerie Solanas
"Όσο η ζωή σ' αυτή την κοινωνία είναι, στα καλύτερά της, απόλυτα βαρετή και όσο οι διάφορες εκφάνσεις της δεν αφορούν καθόλου τις γυναίκες, δε μένει στα πολιτικοποιημένα, υπεύθυνα και περιπετειώδη θηλυκά των πόλεων τίποτε άλλο παρά να ρίξουν την κυβέρνηση, να εξαλείψουν το χρηματικό σύστημα, να εγκαθιδρύσουν την απόλυτη αυτοματοποίηση και να καταστρέψουν το αρσενικό φύλο.
[…] Το ΚΑΤΑΚΑΘΙ θα συνεχίσει να καταστρέψει, να λεηλατεί, να σαμποτάρει και να σκοτώνει μέχρι το σύστημα χρήματος-εργασίας να μην υπάρχει πια και η αυτοματοποίηση να θεσμοθετηθεί πλήρως ή μέχρις ότου αρκετές γυναίκες να συνεργαστούν με το ΚΑΤΑΚΑΘΙ, τόσες πολλές που δε θα χρειάζεται βία για να επιτευχθούν οι στόχοι του, δηλαδή μέχρις ότου αρκετές γυναίκες, είτε σαμποτάρουν είτε παρατήσουν τις δουλειές τους, αρχίσουν να λεηλατούν, αφήσουν τους άνδρες τους και αρνηθούν να υπακούσουν όλους τους νόμους που δεν αρμόζουν σε μια πραγματικά πολιτισμένη κοινωνία."
[οι φωτο είναι από το σάιτ του kinfolk]
σχόλια