Χθες έφυγε από τη ζωή ο πολυσχιδής Νίκος Φώσκολος, πλήρης ημερών, αφού είχε γεννηθεί τον Νοέμβριο του 1927 και άρα ήταν 86 ετών.
Όσο και να σνομπαρίστηκε από το κινηματογραφικό κατεστημένο, ειδικά αυτό από τη Μεταπολίτευση και μετά - θα δούμε παρακάτω τους λόγους -, οφείλουμε να του αναγνωρίζουμε ότι αν μη τι άλλο αντιμετώπισε το λειτούργημα του με απόλυτο επαγγελματισμό, υπήρξε ο πρωτεργάτης των εγχώριων blockbusters, κάποιες φορές μάλιστα και με καλλιτεχνικό ενδιαφέρον (σενάριο στο γουέστερν...σοσιαλιστικού ρεαλισμού Το χώμα βάφτηκε κόκκινο του Βασίλη Γεωργιάδη), ενώ σε αρκετά ώριμη ηλικία, στα 70 του, κατάφερε να καθηλώσει τους Έλληνες νοικοκυραίους επί σειρά ετών με τα τραγελαφικά παθήματα του Γιάγκου,της Βίρνας, της Σελήνης και δε συμμαζεύεται. Πάντως, το κατάφερε! Εικόνα αλησμόνητη από νοσοκομείο των αρχών του 1990 ήταν να καθυστερεί το βραδινό γεύμα στους ηλικιωμένους ασθενείς, αφού αυτοί δεν ξεκολλούσαν από την τηλεόραση, αν δεν τελείωνε η Λάμψη.
Μια φορά θυμάμαι που ήμουν στη σχολή κινηματογράφου με συμφοιτητές και δεν πήγαμε στο μάθημα, αλλά καθόμασταν στο παραπλεύρως καφενείο και πίναμε κονιάκ. Η τηλεόραση έπαιζε Λάμψη. Μπαίνει μέσα ο δάσκαλος, ο σκηνοθέτης Δήμος Θέος.
- Τι βλέπετε; μας ρωτάει.
- Τη Λάμψη, απαντάμε.
- Του Κιούμπρικ;
- Όχι, του Φώσκολου.
- Ρε, δεν πάτε στο διάολο;
Και η αλήθεια είναι πως η δική μου γενιά τον Φώσκολο τον έζησε και τον έμαθε μέσω της Λάμψης και του Καλημέρα Ζωή, δυο σήριαλ που μόνο ως τρασιές βλέπονται σήμερα σαν ανατρέχει κανείς στο youtube.
Προσωπικά, προτιμώ τη Λάμψη από τη Νο 1 εμπορική επιτυχία του Νίκου Φώσκολου και του ελληνικού σινεμά, την Υπολοχαγό Νατάσσα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την οποία δύναμαι να δεχτώ μόνο διασωληνωμένος και δεμένος στο κάθισμα μου. Κι ας χαράξαμε κάποτε μαζί με ένα φίλο, που όπου κι αν πηγαίναμε νιώθαμε ότι μας κυνηγούσε η Λάμψη, το παρακάτω σύνθημα σε τοίχο των Εξαρχείων: Εκ της πένας του Φωσκόλου προκύπτουν σήριαλ του κώλου...
Την προτιμώ δηλαδή και από την Έξοδο Κινδύνου με τη σέξι Όλγα Καρλάτου που κυνηγούσε τον τζάνκι Αλμπέρτο Εσκενάζι μεσ' στα μαύρα μεσάνυχτα, μα μόλις αυτός άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της και χανόταν, έξω ήταν ντάλα μεσημέρι, λες και δεν ήξεραν καν τότε το φίλτρο day for night στο φακό ή το σκριπτ που κρατούσε τα ρακόρ την έπινε αγρίως σαν και τον Εσκενάζυ.
Τον Άγνωστο Πόλεμο, πάλι, δεν τον πρόλαβα. Δεν θα μου άρεσε όμως, εν αντιθέσει, λόγου χάριν, με το μικροαστικό μεν, αθωότατο δε, Λούνα Παρκ του Δαλιανίδη. Ε, λίγο η χούντα, λίγο οι ένστολοι, στους οποίους είχε μια αδυναμία ο μακαρίτης, δε θέλει και πολύ νιονιό για να καταλάβεις ότι ο τύπος πρόσφερε στο λαό άρτο και θέαμα, ενώ τα ξερονήσια και η Μπουμπουλίνας αναστέναζαν την ίδια στιγμή από τα βασανιστήρια.
Διότι, ο Φώσκολος δεν έκρυψε ποτέ τη δεξιά του τοποθέτηση μαζί φυσικά με τη δεξιά αισθητική του, οπουδήποτε έβαζε την υπογραφή του. Από τις υστερίες της δικαστικού Βίρνας - Κάτιας Δανδουλάκη που όσους φονιάδες - βιαστές της έφερναν μπροστά της, αυτοί θα ήταν σίγουρα από τα Ταμπούρια ή τη Δραπετσώνα μέχρι τις απίστευτες παπάρες που ξεστόμιζε σύσσωμος ο τηλεοπτικός φωσκολικός θίασος:
Μια μέρα βλέπαμε ένα επεισόδιο με τη μάνα μου, στο οποίο ο Σέβος, ο αδερφός του Γιάγκου Δράκου ετοιμαζόταν να παντρευτεί κάποια. Θυμάμαι σαν και τώρα τη στιχομυθία:
- Ξέρεις, Γιάγκο, αποφάσισα να παντρευτώ.
- Και διάλεξες την 28η Οκτωβρίου;
- Ε, ναι λοιπόν, αφού το ξέρεις πως όλοι έχουμε στιγμές προσωπικής Παλιγγενεσίας!
Έμεινα μαλάκας! Τι έγραψε ο άνθρωπας, είπα μέσα μου και σκοτείνιασα. Γυρνώντας, βλέπω τη μανούλα μου να με κοιτάει όλο απορία, να παίρνει όσο θάρρος της είχε απομείνει μετά από τέτοια βαθυστόχαστη ατάκα και να με ρωτάει αργά- αργά: Βρε παιδί μου, μπορείς να μου εξηγήσεις τι ήθελε να πει αυτός τώρα; Μαλακίες, ρε μάνα, να περνάει η ώρα της απάντησα κι εγώ...
Τέλος πάντων, ήρθε η στιγμή που τελείωσε και η Λάμψη, δικαιωμένη μάλιστα από τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος δε δίστασε να τη χαρακτηρίσει σύγχρονη τραγωδία αρχαιοελληνικού τύπου (τα χάπια μου, Help!)...Το έπος του Βυζαντινού αυτοκράτορα του ΑΝΤ1, του ΓΕΕΘΑ και της ΕΛΑΣ έλαβε τέλος μετά από 15 συναπτά έτη και έκτοτε ο ίδιος αποτραβήχτηκε από τη δημοσιότητα και τα ΜΜΕ, όντας πια σε μεγάλη ηλικία.
Θέλουμε - δε θέλουμε, ωστόσο, τον Φώσκολο θα τον μνημονεύουμε οι σημερινοί σαραντάρηδες από τη Λάμψη, όπως οι σημερινοί εξηντάρηδες από τον Άγνωστο Πόλεμο και όπως ακόμη οι εν ζωή συνομήλικοι του από τις ραδιοφωνικές Αστυνομικές ιστορίες του Νίκου Φώσκολου και τα πολλά σενάρια του για τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο.
Προσωπικά, θα τον θυμάμαι και από δύο τραγούδια που γέννησε ο δικός του παλιός κινηματογράφος: Το Σ' αγαπώ με τη Τζένη Βάνου σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη και σε στίχους δικούς του (από την ταινία με τον άκρως φωσκολικό τίτλο Η λεωφόρος του μίσους) και το Βρέχει φωτιά στη στράτα μου με τον Στράτο Διονυσίου σε μουσική Μίμη Πλέσσα και σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου (από την ταινία Ορατότης Μηδέν). Να, ακούστε το και μην βαριόσαστε, σηκωθείτε και χορέψτε ένα θρυλικό ζεϊμπέκικο στη μνήμη του Νίκου Φώσκολου που μας είπε το οριστικό αντίο χθες το μεσημέρι.