``
Τυροπιτάδικο, κοντά στον ηλεκτρικό, κάθε βράδυ οι ίδιες (τις λες και χαρούμενες) κινήσεις, είτε έχει εκείνος βάρδια είτε οι δύο κοπέλες που τον βοηθάνε στο μαγαζί: τυρόπιτες και μπουγάτσες που περίσσεψαν μπαίνουν σε σακουλίτσα, μαζί και κανά γάλα, κάποιο κομμάτι γλυκό, τα χερούλια γίνονται φιόγκος και το πακέτο «βγαίνει» στον εξωτερικό πάγκο του μαγαζιού, εκεί που το πρωί πίνουν τον καφέ τους οι περαστικοί.
Πολλές φορές, η σακούλα δίνεται «συστημένη» σε τρία πιτσιρίκια που έρχονται πιασμένα χέρι – χέρι, το ένα πιο ζωηρό, κάνει μανούρες για να το προσέξουν.
«Πες μου ένα ανέκδοτο», «τι έμαθες σήμερα στο σχολείο;», εκείνος καθαρίζει τον πάγκο από τα ψίχουλα της ημέρας, ο μικρός απαντάει βλέποντας τη σακούλα να γεμίζει, κουβέντες του λεπτού, αστεία πράγματα, σημαντικά, όμως.
Πάντως, κάθε βράδυ, η σακούλα – οι σακούλες, πολλές φορές – είναι έξω, περιμένουν.
Κι όλο το μυστικό σακούλας δεν είναι ούτε στις περισσεύουμενες τυρόπιτες, ούτε στο γάλα. Είναι στη στιγμή που δίνεται: χαμόγελο μεγάλο, βλέμμα σταθερό που δεν πλανάρει μια γύρα για να δει ποιος (τον) βλέπει και μετά πάλι πίσω στη δουλειά, λάντζα, απολύμανση, προεργασία για την επόμενη μέρα.
Μόνο μια φορά «έσπασε» το συνήθειο και η ησυχία του «φουρνίζω – ξεφουρνίζω» και η ρουτίνα του πάγκου. Καβγάς με τον βοηθό. «Φαί σου ζητήσανε, ρε, την ψυχή σου δεν σου ζητήσανε!», φύγανε τα βετέξ στον πάγκο, τραντάχτηκαν τα ταψιά με τις μπουγάτσες, είχαν έρθει τα πιτσιρίκια κι είχανε φύγει νηστικά…
Και μετά, στην από πάνω ενορία («Τετάρτη και Παρασκευή, πληροφορίες εντός ναού») έχει συσσίτιο και «πλούσιο φιλανθρωπικό έργο». Μαζεύονται τσάντες με τρόφιμα, παπούτσια και ρούχα, παιχνίδια και βιβλία, κολάζεσαι καμιά φορά να σκέφτεσαι πού καταλήγουν και μετά μπολάκια πλαστικά λευκά ή τενεκεδένια σάνιτας ταψάκια, ταπεράκια, «εσείς; Δελτίο έχετε συμπληρώσει; Πόσοι είστε; Να συνεννοηθείτε με τη νεωκόρισσα, από εδώ περάστε…», σπρώχνονται τα μπολ προς το μέρος τους, «δεν φαίνονται όλοι “της ανάγκης”», κολάζεται και η κυρία που μεγάλη ψυχή έχει και βοηθάει σκοτώνοντας τον χρόνο της στα της… αποστολικής διακονίας, «πήγε κι αυτή η ευλογημένη και έκανε τόσα παιδιά! Απαπα! Δεν το σκεφτότανε;».
Προφανώς δεν το σκεφτότανε, αλλά κι εσύ καλή κυρία, άραγε τι να σκέφτεσαι; Ότι σώζεις την ψυχή σου σπρώχνοντας ένα χλιαρό κάτι με πατάτες προς το μέρος της; Διεκπεραιώνεις ή χαίρεσαι; Γιατί το κάνεις θέμα; Γιατί δεν της χαμογελάς; «Ξεκλειδώνει» ο Παράδεισος, λες, με το συσσίτιο της ενορίας ή μήπως όχι; Γιατί αναρωτιέσαι «αν είναι όλοι της ανάγκης»;
Και μετά πάλι πίσω, κουβέντες του... μπουγατσάδικου, «ξέρεις, η κρίση δεν έφυγε, εδώ είναι και έρχεται το βράδυ κόσμος, στα κρυφά, κάνουμε ότι δεν βλέπουμε, ντρέπονται και ντρεπόμαστε κι εμείς που ντρέπονται, γιατί μέχρι χθες δουλεύανε και έρχεται κι ο απέναντι και σου λέει “μην το κάνεις, μετά το μαθαίνουνε και γίνεται πανικός”, αλλά να σου πω και κάτι, μακάρι να μπορούσα να τους πω, ότι δεν θα σωθούν με 5-10 τυρόπιτες και δυο πιάτα φαί που ξώμειναν από το ταβερνείο... Αλλά, δεν θέλω να τσακώνομαι και ν’ ακούω αμπελοφιλοσοφίες. Το κάνω για ‘μένα, αντί να πάω ν’ ανάψω ένα κερί. Άντε, μη σε κρατάω. Καλός ο καφές; Καλό δρόμο!».
Γιατί το μυστικό, δεν είναι να «δίνεις». Ή να δίνεις, όταν δεν έχεις. Το μυστικό είναι στο «πώς» δίνεις. Στο να θυμάσαι ποιον έχεις απέναντι σου και πώς μπορεί να ήταν μέχρι χθες. Στο ότι αυτός με το άφθαρτο ρούχο, στο παραδίπλα στενό μπορεί να ψάχνει τα σκουπίδια και η καρδιά του ξέρει πόσες πέτρες σήκωσε μέχρι να ‘ρθει στο κατώφλι σου και να πάρει αυτό που θα του δώσεις. Χαμογέλα, λοιπόν και μη σπρώχνεις το μπολ, σα να σπρώχνεις βράχους. Απλώς, δώσε τη σακούλα, χαμογέλα του και μην το κάνεις θέμα.
σχόλια