Ο ποιητής Αντρέας Παγουλάτος πέθανε ξαφνικά τον Μάρτιο του 2010, αλλά εγώ τον είδα χθες βράδυ στην πλατεία Βικτωρίας να τρώει μόνος, πάντα μόνος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ασάλευτος ανάμεσα στα βιαστικά βήματα των περαστικών.
Φορούσε το μαύρο δερμάτινο σακάκι του και είχε τα μαλλιά του αλογοουρά σα να μην ξάπλωσε ποτέ σε νεκρική κλίνη με την Τέταρτη Διάσταση του Γιάννη Ρίτσου στο στήθος του.
Έσυρα μια καρέκλα και κάθισα πλάτη του. Φοβόμουν να τον κοιτάξω στο πρόσωπο μη και δεν ήταν αυτός και συνειδητοποιήσω πως έκανα λάθος και πως όντως τον κηδέψαμε πριν τρία χρόνια μες στο πένθος.
«Καλέ μου Αντρέα, εσύ είσαι;» τον ρώτησα. «Ναι», μου απάντησε, «σε περίμενα να περάσεις κάποια στιγμή»...
Εκεί με είχε αφήσει άλλωστε. Στο διαμέρισμα της πλατείας Βικτωρίας, τη βεράντα του οποίου οι δυο μας μετατρέψαμε ασυνείδητα κάποτε στο δικό μας καλλιτεχνικό στέκι. Και ποιοι δεν είχαν περάσει από κει, πόσες και πόσες καλλιτεχνίες δεν έλαβαν χώρα: Στη βεράντα μου ένα καλοκαίρι η ηθοποιός Λουκία Μιχαλοπούλου μας πρωτόπαιξε τον μονόλογο της σε ποίηση Κικής Δημουλά προτού παρουσιαστεί στο Τέχνης. Εκεί εγώ παρουσίαζα στην παρέα τα cut από το μοντάζ του ντοκιμαντέρ για τον Κούνδουρο. Εκεί ακόμη ο Λόλεκ έφερνε την κιθάρα και μας τραγούδησε για πρώτη φορά τα τραγούδια του με ελληνικούς στίχους, πίνοντας τσίπουρο από Κρητικό μοναστήρι που μου 'χε χαρίσει ο τραγουδιστής Νίκος Ανδρουλάκης και με θέα την ελιά, άλλο δώρο από τον Γιάννη Παλαμίδα, την οποία δε θυμάμαι ποτέ να πότισα και γρήγορα μαράθηκε, μια και δεν το 'χω καθόλου με τα φυτά. Και στην κορυφή του μεγάλου ξύλινου τραπεζιού που 'χε σκευρώσει απ' τις βροχές πάντα εκείνος! Να ακούει και να συμβουλεύει εμάς, τους νεότερους, τα παιδιά του στην ουσία που μας στήριζε και μας έδινε την ψυχή του χωρίς καμία ιδιοτέλεια.
Τα θυμηθήκαμε πάλι με τον Αντρέα όλα αυτά και γελούσαμε. Τώρα δεν ξέρω αν γελούσαμε πιο πολύ με τις μνήμες ή με τον εστιάτορα που 'βλεπε αμήχανος δυο τύπους να συνομιλούν πλάτη με πλάτη.
«Εδώ είμαι, δεν έφυγα καθόλου από τη Βικτώρια» συνέχισε ο ποιητής. Πόσο ήθελα να του πω να πάμε να κάτσουμε στο κέντρο της πλατείας και να πιούμε ένα καφέ, σαν και εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο του 2009 που κλειστήκαμε στις 6 το πρωί στο ασανσέρ κι όταν μας απεγκλώβισαν οι μπάτσοι παρακολουθούσαν εμβρόντητοι να βγαίνουν απ' την καμπίνα του ανελκυστήρα ένας ευτραφής κύριος με μακριά μαλλιά και με βιβλία στα χέρια (αυτός), ένας ψιλός νέος με κιθάρα στον ώμο (ο Λόλεκ) κι εγώ με βερμούδα και στρατιωτικό τζόκεϊ. Φοβήθηκα και πάλι, όμως, μη σηκωθεί από το τραπέζι και τον καταπιεί ο κρύος αέρας της νύχτας, εξαϋλωθεί, επιστρέψει δηλαδή εκεί όπου ανήκε στην πραγματικότητα.
Τι χαρά πήρα σαν μου 'πε πως ήξερε για το ποίημα του που ενέταξα στο ντοκιμαντέρ για τη Γώγου. Έτσι, σαν φόρος τιμής στη μνήμη του, αλλά και επειδή η ποίηση του συγγένευε με της άλλης μακαρίτισσας. Κι όταν τον ρώτησα πως το έμαθε, μου απάντησε πως τα νέα τρέχουν μέσω διαδικτύου και στον Άλλο Κόσμο, συνθήκη καθόλου απίθανη, εφόσον το διαδίκτυο είναι άυλο, δε θέλει χαρταδούρα και ειδησεογραφικά πρακτορεία.
«Πολύ χάρηκα, βρε Αντρέα, που σε συνάντησα! Το ξέρω πως υπάρχεις» του κατέστησα σαφές, χωρίς φυσικά να του πω κουβέντα για τον πιο αγαπημένο μαθητή του, τον τραγουδοποιό Ηλία Βαμβακούση, ο οποίος ως άλλος Άπιστος Θωμάς τόλμησε την επόμενη του βιολογικού θανάτου του να συστήσει σε όλους τους υπόλοιπους που κλαίγαμε με λυγμούς να πάψουμε να κλαίμε, διότι ο Αντρέας πια είναι το ίδιο με το ξύλινο τραπέζι και με το ποτήρι απάνω στο τραπέζι. Μόνο η Λένα, η Λένα που της ετοίμαζε αφιέρωμα στο Nosotros λίγες μέρες πριν το φευγιό του, υποστήριξε πως ο Αντρέας βρίσκεται παντού στον αέρα που φυσάει, στο φτερούγισμα ενός εντόμου, ακόμη και στις νότες που βγαίνουν όποτε κάθεται στο πιάνο της.
«Για θυμήσου τι χαμός έγινε με την κηδεία σου τότε» βρήκα το θάρρος και του είπα, αναμένοντας το γέλιο του, μια και με θεωρούσε από τότε εξπέρ στους επικήδειους. Άραγε θα άκουσε ποτέ τα δυο λόγια που του 'γραψε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και μου τα διάβασε από τηλεφώνου, από την Τουρκία που βρισκόταν, για να τα διαβάσω με τη σειρά μου στο ύστατο χαίρε; Το θυμόμουν λέξη προς λέξη εκείνο το συγκινητικό κείμενο του μεγαλύτερου Έλληνα σκηνοθέτη, μα δεν το ανάφερα καν μη χαλάσω το ιλαρό κλίμα.
Έπειτα με ρώτησε ο ποιητής τι κάνουν τώρα ο Ηλίας και ο Πάνος ο Μπούσαλης, ο Λευτέρης ο Ξανθόπουλος, οι κοινοί μας φίλοι από το μουσικό και το κινηματογραφικό σινάφι. «Καλά είναι»... απάντησα ξερά, συνειδητοποιώντας πόσο με έθλιβε κατά βάθος αυτή η απρόσμενη συνάντηση μας. Προφασίστηκα το μετρό που έπρεπε να προλάβω. «Κάπου θα σε ξαναπετύχω σίγουρα» του είπα και βγήκα καρκινοβατώντας από το φαγάδικο. Γελοίο θέαμα, αλλά ο φόβος του σκληρού ρεαλιστικού κόσμου καραδοκούσε.
Μπήκα μες στην πλατεία Βικτωρίας, χάζεψα το χριστουγεννιάτικο στόλισμα της κι εκεί είπα στον εαυτό μου πως θα ξαναγυρίσω στα σεροπράμ και στα λαντόζ εάν κάθε φορά η πλάτη ενός τυχαίου ανθρώπου θα με κάνει ψυχολογικό ράκος...
* Στο βίντεο του post, ένα μικρό αφιέρωμα στον ποιητή που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας του 2010: ο Αντρέας Παγουλάτος με τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Αχιλλέα Κυριακίδη, την Εύα Κοταμανίδου, τον Ευτύχη Μπιτσάκη, αλλά και τον Damo Suzuki των CAN. Κι ακόμη, μνήμες από την παρουσία του στο φεστιβάλ Δράμας, από εκδηλώσεις για τον Ρίτσο, κείμενα και ποιήματα του. Η μουσική είναι του Ηλία Βαμβακούση.
** Για τον Αντρέα Παγουλάτο σίγουρα θα επανέλθω με καινούργιο post. Αυτοί που έφυγαν -λένε- άλλωστε εξακολουθούν να είναι μαζί μας όσο τους θυμόμαστε.
σχόλια